«Δε θέλω να πάω σχολείο…»

Η διάθεση των μαθητών προς το σχολείο και τη μάθηση.

Η διάθεση των μαθητών προς τη μάθηση, είναι άμεσα συνυφασμένη με τη σχέση που διατηρούν με το σχολείο τους. Η διάθεση προς τη μάθηση δεν αποτελεί αποκλειστικά προσωπική απόφαση και επιλογή, αλλά αποτέλεσμα πλήθους περιβαλλοντικών κυρίως παραγόντων που επηρεάζουν αυτή τη σχέση (Fortus &Touitou, 2021). Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα από το πεδίο της ψυχολογίας και της εκπαίδευσης, φανερώνουν τη σχέση ανάμεσα στη διαδραστική εκπαίδευση, το υποστηρικτικό σχολικό περιβάλλον και την καλή σχέση με τον εκπαιδευτικό, με τα υψηλά κίνητρα των μαθητών

προς την κατάκτηση της γνώσης (Corkin et al., 2021). Με τον ίδιο τρόπο, το περιβάλλον της τάξης επιδρά σημαντικά στην εμπλοκή και στάση των μαθητών απέναντι στη μάθηση (Museus et al., 2022).

Με τί είδους διάθεση ενδεχομένως να πηγαίνει στο σχολείο ένας μαθητής το καλοκαίρι της Κύπρου στους 40 βαθμούς, όταν η τάξη του δεν είναι εξοπλισμένη με κλιματισμό και αφήνει την αίσθηση θερμοκηπίου; Το ίδιο παιδί το οποίο μεγαλώνει πλέον στη γενιά της τεχνολογίας και είναι πλήρως εξοικειωμένο με τα ηλεκτρονικά μέσα, πόση ευχαρίστηση και ενδιαφέρον νιώθει όταν η διδασκαλία πραγματοποιείται κυρίως μέσα από το βιβλίο, το τετράδιο και τον πίνακα; Τί συμβαίνει στην περίπτωση όπου ένας μαθητής που είτε παρουσιάζει είτε δεν παρουσιάζει αδυναμίες προσοχής, του οποίου η τάξη του αποτελείται από 20 μαθητές που πρέπει να μοιραστούν μια αίθουσα, μια δασκάλα, και ένα σχολείο με άλλους πολλούς μαθητές και τάξεις χωρίς ηχομόνωση; Με αυτά τα δεδομένα, η προσοχή μάλλον είναι «καταδικασμένη» να διασπαστεί.

Επιπρόσθετα, η ασφυκτικά αυξημένη ύλη και ο μαραθώνιος για την κάλυψή της, έχει αποδειχθεί πως πιέζει και αναστατώνει καθημερινά τόσο τους μαθητές όσο και τους εκπαιδευτικούς, οδηγώντας σε αρνητικές επιδράσεις στο γνωστικό τομέα (π.χ., αρνητικές σκέψεις και υποτίμηση των ικανοτήτων), στο συναισθηματικό τομέα (π.χ., συμπτωματολογία άγχους), όπως και στο συμπεριφορικό τομέα (π.χ., αποφυγή μελέτης). Παράλληλα, το σύστημα εξέτασης και εκτίμησης της επίδοσης των μαθητών, το οποίο εμπερικλείει και ποιοτικούς δείκτες (π.χ., συμμετοχή στην τάξη), αλλά βασίζεται κυρίως σε μια ποσοτική μέθοδο αξιολόγησης, απαιτεί άμεσο εκσυγχρονισμό (Konwar et al., 2023). Σε σχετικό σύγγραμμα που πραγματεύεται τις σύγχρονες μορφές εκπαίδευσης και αξιολόγησης με αξιοποίηση των εκπαιδευτικών τεχνολογιών, προτείνεται ο εμπλουτισμός της αξιολόγησης των μαθητών με ασκήσεις αυτό-αξιολόγησης, η συχνή ανατροφοδότηση από τον εκπαιδευτικό, οι ομαδικές ασκήσεις και παρουσιάσεις στο πλαίσιο της τάξης, η παροχή ανατροφοδότησης από μαθητή σε μαθητή, πρακτικές οι οποίες μετατρέπουν την αξιολόγηση σε μια περισσότερο δίκαιη και κατάλληλη διαδικασία βάση των διαφορετικών προφίλ των μαθητών, ενώ επίσης σχετίζεται με μειωμένο άγχος απόδοσης (Πετροπούλου και συν., 2015).

Από την αντίπερα όχθη, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να στέλνουν διάφορα μηνύματα στα παιδιά και στους εφήβους, εγείρεται ο προβληματισμός του κατά πόσο λειτουργούν ωφέλιμα ή απειλητικά προς τη στάση των παιδιών προς στο σχολείο. Αδιαμφησβήτητα, η εξέλιξη της τεχνολογίας συνεισφέρει θετικά προς τη μάθηση, αφού μέσω της θετικής αξιοποίησής της εντός των σχολικών μονάδων αλλά και κατά το διάβασμα, υποβοηθά τη διαδικασία της μελέτης, και με ευκολία και αμεσότητα προσφέρει πλήθος στοιχείων γνώσης σε εκπαιδευτικούς και μαθητές (Yi et al., 2020). Από την άλλη, διάφοροι προβληματισμοί έρχονται στην επιφάνεια, σχετικά με την πιθανότητα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ., tik tok, instagram) να έχουν γίνει ένα επικίνδυνο μέρος αναπαραγωγής μιας αρνητικής και απαξιωτικής στάσης προς το σχολείο και την ακαδημαϊκή εξέλιξη, με τους influencers-πρότυπα του σημερινού παιδικού και εφηβικού πληθυσμού να διαφημίζουν την

εξέλιξή τους και το «εύκολο χρήμα» μέσω των εφαρμογών αυτών, κρύβοντας τον πλούτο της ακαδημαϊκής γνώσης στο παρασκήνιο (Leader et al., 2021).

Συγχρόνως, ανησυχία δημιουργούν οι μέθοδοι αντιμετώπισης και στήριξης των παιδιών με δυσκολίες στη μάθηση, και η επίπτωση αυτής της ελλιπούς υποστήριξης στα κίνητρά τους και στη σχολική τους εξέλιξη. Ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών φαίνεται να σημειώνουν δυσκολίες στη μάθηση, συνεπώς και την ανάγκη εναλλακτικής και διαφοροποιημένης διδασκαλίας εντός της τυπικής τάξης (Frances et al., 2022). Είναι δυνατόν αυτό να υλοποιηθεί σε μια τάξη των 20 μαθητών; Είναι οι εκπαιδευτικοί καταρτισμένοι με βασικές γνώσεις διαφοροποιημένης διδασκαλίας; Είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της στα σχολεία της Κύπρου εντός των τυπικών τάξεων με σκοπό την ενίσχυση των μαθητών με δυσκολίες στη μάθηση; Είναι επαρκή σε χρόνο και περιεχόμενο τα μαθήματα ειδικής εκπαίδευσης και στήριξης που παρέχονται στους μαθητές που το χρειάζονται; Τέλος, το πακέτο των διευκολύνσεων που εφαρμόζεται, σαν ένα παπούτσι που πρέπει να κάνει σε όποιον το φορέσει, και το οποίο δεν παρέχεται στο Δημοτικό, εξυπηρετεί όλες εκείνες τις διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες που σημειώνει αυτό το μεγάλο ποσοστό μαθητών;… κι ας μη θίξουμε το μαραθώνιο παραπομπής με σκοπό την αξιολόγηση και την παροχή των πιο πάνω διευκολύνσεων…

Η ποιότητα και η αξία μιας κοινωνίας, δεν πρέπει να κρίνεται στον αριθμό των κερδοφόρων εταιρειών που έχει, στα ακριβά αυτοκίνητα που κάνουν βόλτα στους δρόμους της, στα μεγάλα εξοχικά θέρετρα ή τα γεμάτα εστιατόρια. Αλλά, να αξιολογείται βάση της στήριξης που αυτή η κοινωνία παρέχει στους πολίτες της που το έχουν ανάγκη, αλλά και στην ικανότητά της να «εμβολιάζει» τα παιδιά με γνώσεις και να τους παρέχει εκείνες τις δομές και το σύστημα εκπαίδευσης, που θα επιδράσει με θετικό τρόπο στο ενδιαφέρον και στη στάση τους προς τη μάθηση.

Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού

Κλινική / Σχολική Ψυχολόγος Επιστημονική Συνεργάτιδα, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Μέλος Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου

Keywords
Τυχαία Θέματα
«Δε θέλω να πάω σχολείο…»,