Το Ανώτατο έκρινε παράνομη τη διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων

Απόφαση «σταθμό» εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, με την οποία κρίνεται ότι η διατήρηση των δεδομένων από τους παροχείς αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Επίδικο θέμα της διαδικασίας αποτέλεσε ο νόμος Ν. 183(Ι)/07 που επιβάλει στους παρόχους τηλεπικοινωνιών να διατηρούν τα δεδομένα  των χρηστών για περίοδο έξι μηνών και επιτρέπει στην Αστυνομία την πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων.

Οι αιτητές με την προσφυγή τους υποστήριξαν ότι ο συγκεκριμένος νόμος συγκρούεται

με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με τα άρθρα 15 και 17 του Κυπριακού Συντάγματος, με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης και συναφών δεδομένων αναγκαίων για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη, είναι ανεπίτρεπτη ως μη συμβατή με το ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ευρωπαϊκή νομολογία, ανεξαρτήτως των εγγυήσεων που έχουν περιληφθεί στο Νόμο σε σχέση με την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά».

Μεταξύ άλλων, είναι η θέση τους ότι οι πρόνοιες του νόμου εφαρμόζονται κατά τρόπο γενικό σε όλους τους συνδρομητές και δεν προβλέπεται καμιά διαφοροποίηση, περιορισμός ή εξαίρεση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. 

Επιπλέον,  το αίτημα τους στηρίζεται στη θέση ότι ο νόμος  δεν προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του μέτρου της διατηρήσεως των δεδομένων, ούτε επίσης επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων των συνδρομητών.

Το ζήτημα προέκυψε μετά την ακύρωση  από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006,  στη βάση της οποίας θεσπίστηκε ο εν λόγω νόμος.  

Από την πλευρά της η Νομική Υπηρεσία υποστήριξε ότι η «εθνική νομοθεσία προβλέπει τα αναγκαία κριτήρια που τέθηκαν στη νομολογία του Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για τη διασφάλιση της αναγκαιότητας, κατά αναλογικό τρόπο, της παρέκκλισης από τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7,8 και 11 του Χάρτη των Θεμελιακών Δικαιωμάτων της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας, όσον αφορά το μέγεθος της, τον πληθυσμό της και την γεωγραφική κατανομή της εγκληματικότητας σε αυτήν».

Επίσης, υποστήριξε ότι προβλέπονται από τον Νόμο αυστηροί κανόνες διατήρησης των δεδομένων και κυρώσεις για την παραβίαση τους, ενώ καθορίζεται ως εποπτεύουσα αρχή τήρησης των κανόνων αυτών ο Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. 

Στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι η προστασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν είναι απόλυτη, ο εθνικός νομοθέτης υποχρεούται να εφαρμόσει την Οδηγία κατά τρόπο που να είναι συμβατή με τα όσα προβλέπει ο Χάρτης της ΕΕ. 

Ειδικότερα υπογραμμίζει ότι «εν προκειμένω, τα άρθρα 3,6,7,7,9 και 10 του Νόμου, περιλαμβάνουν πρόνοιες για τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, με την έννοια ότι προβλέπεται η διατήρηση όλων των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών που αφορούν τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας, με σκοπό την διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, ώστε να εγείρεται το ερώτημα, η «καθολική» αυτή διατήρηση δεδομένων είναι συμβατή με την ενωσιακή νομοθεσία, όπως έχει ερμηνευτεί στη νομολογία του ΔΕΕ, και ειδικότερα με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη της ΕΕ».

Μεταξύ άλλων στην απόφαση αναφέρεται ότι «σε σχέση με το θέμα της διατήρησης των δεδομένων δυνάμει του Νόμου, απουσιάζουν οι απαιτούμενοι ρητώς περιορισμοί με την έννοια της στόχευσης συγκεκριμένων ομάδων ατόμων ή τοποθεσιών. Μη υπαρχόντων τέτοιων περιορισμών, ο Νόμος έχει καθολική εφαρμογή σε όλους τους συνδρομητές και εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας αδιακρίτως, σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη τους νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί».

Στα επιχειρήματα της Νομικής Υπηρεσίας ότι το «το οργανωμένο έγκλημα μαστίζει πλέον στον τόπο μας» γι αυτό ήταν αναγκαία η διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και ότι «τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα είναι καθοριστικής σημασίας για την ανίχνευση του δράστη και την επιτυχή δίωξη του», το Ανώτατο απάντησε ότι «παρά τις εγγυήσεις ανωτέρων, οι οποίες στην πλειονότητα τους αφορούν στο στάδιο της πρόσβασης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το ενωσιακό δίκαιο προσεγγίζει τη διατήρηση δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά ως απολύτως ξεχωριστά και αυτοτελή θέματα με τις δικές τους προϋποθέσεις, αποκλείοντας, εν πάση περιπτώσει, μη στοχευμένη διατήρηση».

Ως εκ τούτου, το Ανώτατο έκρινε πως τα υπό αμφισβήτηση άρθρα του Νόμου αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία.

Σημειώνεται ότι η Νομική Υπηρεσία είχε προειδοποιήσει η Αστυνομία και κατ’ επέκταση οι εισαγγελικές αρχές θα αποστερηθούν του δικαιώματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, γεγονός που θα επηρεάσει τόσο την διερεύνηση και εξιχνίαση  ποινικών υποθέσεων όσο και την δικαστική απόδειξη σοβαρών αδικημάτων. Μια τέτοια εξέλιξη, σημειώνει, θα επηρεάσει  προφανώς πολλές ποινικές  υποθέσεις , που βρίσκονται ήδη ενώπιον των Δικαστηρίων,  το μαρτυρικό υλικό των οποίων περιλαμβάνει τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των κατηγορουμένων.

Τους αιτητές εκπροσωπούν τα δικηγορικά γραφεία Πελεκάνος &Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., Δημητρίου &Δημητρίου ΔΕΠΕ και Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε. Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα χειρίζεται ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ανδρέας Αριστείδης.

Διαβάστε επίσης: Ανώτατο: Απέρριψε έφεση για μείωση ποινής για κλοπή από διευθυντή εταιρείας

Keywords
Τυχαία Θέματα