Γ. Κύρτσος στον ΕΤτΚ: Η Ουκρανία κρίσιμο τεστ για το ΝΑΤΟ

19:40 6/9/2014 - Πηγή: E-Typos


Η κρίση που ξέσπασε εξαιτίας της πολιτικής της Ρωσίας στην Ουκρανία δοκιμάζει την αντοχή και τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Η Συμμαχία υπήρξε ο μεγάλος θριαμβευτής του Ψυχρού Πολέμου αλλά σήμερα αντιμετωπίζει τη δική της κρίση στρατηγικής. Από το Αφγανιστάν και το Ιράκ μέχρι την Ουκρανία και τη Λιβύη το μήνυμα για τις 28 χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ είναι
σε γενικές γραμμές το ίδιο, πρέπει να αποφασίσουν τι ακριβώς θέλουν και πώς θα το επιδιώξουν.

Ελλειψη ισορροπίας

Τα τελευταία χρόνια έχει χαθεί η εσωτερική ισορροπία στο ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να επενδύουν πάνω από το 4% του ΑΕΠ στην Αμυνα, έχουν εγκαταλείψει όμως το ρόλο της παγκόσμιας υπερδύναμης επειδή διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το οικονομικό και πολιτικό βάρος των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο πρόεδρος Μπους τούς ξεκίνησε και ο πρόεδρος Ομπάμα οργάνωσε τη σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων ανεξάρτητα από τις συνέπειες στις συγκεκριμένες χώρες.
Στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ αντιστοιχούσαν στο 50% των συνολικών δαπανών του ΝΑΤΟ, με το υπόλοιπο 50% να καλύπτεται από τις άλλες χώρες-μέλη. Σήμερα η αναλογία είναι 75% των συνολικών δαπανών από τις ΗΠΑ και μόλις το 25% από τις άλλες χώρες-μέλη.
Από τη μια έχουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση που αρνείται, για δημοσιονομικούς λόγους, να αναλάβει το οικονομικό φορτίο που της αναλογεί για την κοινή άμυνα και από την άλλη τις ΗΠΑ να καλύπτουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις αλλά να αρνούνται ένα μοναχικό ρόλο παγκόσμιου χωροφύλακα.

Λογιστική προσέγγιση

Τα τελευταία χρόνια η προσέγγιση της Ε.Ε. στα ζητήματα της Αμυνας είναι καθαρά λογιστική. Ελάχιστες χώρες της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, διατηρούν τις αμυντικές δαπάνες πάνω από το στόχο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει η Συμμαχία. Ετσι, χώρες με μεγάλες οικονομικές δυνατότητες, όπως η Γερμανία, έχουν οργανώσει τη σταδιακή υποχώρηση των αμυντικών δαπανών τους προς το 1% του ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια διπλή ανισορροπία. Η Συμμαχία δεν έχει τις δυνατότητες για να αντιδράσει αποτελεσματικά στην επεκτατική πολιτική της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παράλληλα τιμωρούνται, από δημοσιονομική άποψη, οι χώρες που εξακολουθούν να επενδύουν στην Αμυνα, εφόσον γίνεται πιο δύσκολος ο περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος στα όρια που θέτει η ΟΝΕ. Θα πρέπει λοιπόν να αποφασίσει η Ε.Ε., με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία, εάν τάσσεται υπέρ της απόλυτης δημοσιονομικής ορθοδοξίας ή θεωρεί πως η ρωσική απειλή είναι υπαρκτή και πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αύξηση των αμυντικών δαπανών και τη σχετική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Κέρδη και ζημίες

Η μείωση των αμυντικών δαπανών διευκολύνει τη διαχείριση της κρίσης υπερχρέωσης που αντιμετωπίζουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, από την άλλη όμως αυξάνει τους οικονομικούς και επιχειρηματικούς κινδύνους. Η κρίση στην Ουκρανία και η επίδειξη της ρωσικής ισχύος επιδρούν αρνητικά στο επιχειρηματικό κλίμα στην Ε.Ε. και κάνουν ακόμη πιο δύσκολο το πέρασμα από την οικονομική στασιμότητα στη δυναμική ανάπτυξη. Ανάλογοι υπολογισμοί ισχύουν και με την ουσιαστική διάλυση του Ιράκ, της Συρίας και της Λιβύης. Η Συμμαχία κράτησε, πέρα από ένα σημείο, αποστάσεις ασφαλείας από τις εξελίξεις στις στρατηγικής σημασίας χώρες, κινδυνεύει να πληρώσει όμως έναν τεράστιο λογαριασμό εξαιτίας μιας ενδεχόμενης ενεργειακής κρίσης και της ανθρωπιστικής κρίσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Αποδεικνύεται στην πράξη ότι οι τσιγκούνικοι αμυντικοί προϋπολογισμοί μπορεί, σε τελική ανάλυση, να έχουν τεράστιο δημοσιονομικό και οικονομικό κόστος εφόσον η Συμμαχία αδυνατεί να επηρεάσει τις εξελίξεις σε περιοχές στρατηγικής σημασίας.

Το ρίσκο με τις κυρώσεις

Οι οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζει η Δύση σε βάρος της Ρωσίας θεωρούνται αναγκαίες αλλά δεν είναι το υποκατάστατο μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής για τη Συμμαχία.
Το βασικό μειονέκτημα των οικονομικών κυρώσεων είναι ότι λειτουργούν σε βάθος χρόνου ενώ όλα κρίνονται σε διάστημα εβδομάδων ή και ημερών στο πεδίο της πολιτικής, στρατιωτικής αναμέτρησης που είναι η Ανατολική Ουκρανία. Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι η άσκηση οικονομικών πιέσεων από τη Δύση προς τη Ρωσία μπορεί να απαλλάξει τη Συμμαχία από την υποχρέωση να επεξεργαστεί και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα καλύπτει όλες τις ανάγκες, από το Αφγανιστάν και το Ιράκ μέχρι την Ουκρανία και τη Λιβύη.
Η Ρωσία δεν αντέχει στην οικονομική σύγκριση με τις χώρες της Συμμαχίας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το ρωσικό ΑΕΠ είναι περίπου το 1/8 του ΑΕΠ των ΗΠΑ και πως η ρωσική οικονομία δυσκολεύεται να αναπτυχθεί και εξαρτάται υπερβολικά πολύ από την παραγωγή και την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η ρωσική πρόκληση δεν είναι οικονομική αλλά καθαρά στρατιωτική και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί από το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο βέβαια της λογικής και της αυτοσυγκράτησης. Επιπλέον, οι οικονομικές κυρώσεις που εφαρμόζονται από τη Δύση σε βάρος της Ρωσίας οδηγούν την τελευταία σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τη Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας, που είναι η νέα οικονομική υπερδύναμη. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, το ΑΕΠ της Λαϊκής Δημοκρατίας Κίνας είναι πλέον συγκρίσιμο με το ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το τελευταίο διάστημα η Ρωσία υπογράφει μακροπρόθεσμες συμφωνίες εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για την προμήθεια ενέργειας στη Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας. Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η οικονομική σύγκρουση Δύσης - Ρωσίας αποβαίνει σε όφελος της Λαϊκής Δημοκρατίας Κίνας, που προωθεί τη δική της ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή της.

Κοινός αντίπαλος οι ισλαμιστές

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών με την ανάλογη χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα επέτρεπε στη Συμμαχία να αντιμετωπίσει με λιγότερο άγχος την πολιτική της Ρωσίας στην Ανατολική Ουκρανία. Θεωρούμε υπερβολικές τις απόψεις που διατυπώνονται, σύμφωνα με τις οποίες η Μόσχα μπορεί να εφαρμόσει τις μεθόδους που εφάρμοσε στην Ουκρανία -η οποία δεν είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ- σε βάρος της Εσθονίας, της Λιθουανίας ή της Πολωνίας, που είναι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και καλύπτονται πλήρως από τις εγγυήσεις της Συμμαχίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι η Δύση και η Ρωσία έχουν έναν κοινό και εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Οι ακραίοι ισλαμιστές υπονομεύουν τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και αμφισβητούν την ίδια τη συνοχή της Ρωσίας στις περιοχές του Καυκάσου που ελέγχει. Επομένως, η αντιπαλότητα της Δύσης με τη Ρωσία για το βαθμό επιρροής της μίας ή της άλλης πλευράς στην Ουκρανία δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια ρήξη που θα διευκολύνει την παγκόσμια στρατηγική των ακραίων ισλαμιστών.

Αλλαγές μέσω επαφών

Η ιστορία του Ψυχρού Πολέμου μάς διδάσκει ότι η Δύση πέτυχε τους στρατηγικούς της στόχους έναντι της Σοβιετικής Ενωσης μέσω μιας πολιτικής ανάπτυξης των επαφών και της συνεργασίας. Το οικονομικό πλεονέκτημα της Δύσης έναντι της Ρωσίας είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι ήταν το συγκριτικό πλεονέκτημα της Δύσης έναντι της Σοβιετικής Ενωσης και του ανατολικού μπλοκ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Η κρίση στην Ουκρανία υποχρεώνει το ΝΑΤΟ να επεξεργαστεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική, ικανή να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών. Οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να αυξηθούν παρακάμπτοντας τους σχετικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, η οικονομική συμμετοχή των Ευρωπαίων στην κοινή Αμυνα πρέπει να ενισχυθεί, η αντιπαλότητα με τη Ρωσία πρέπει να ελεγχθεί και να μη σταθεί εμπόδιο στην κοινή αντιμετώπιση των ακραίων ισλαμιστών, η Συμμαχία πρέπει να αναλάβει πρόσθετες υποχρεώσεις για να προστατεύσει τα συμφέροντά της στις περιοχές στρατηγικής σημασίας και να αποτρέψει δυσάρεστες ενεργειακές και οικονομικές εξελίξεις.

Του ευρωβουλευτή της Ν.Δ. Γιώργου Κύρτσου

Δημοσιεύεται στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής
Keywords
Τυχαία Θέματα