«Star Wars: Skywalker Η Άνοδος» – H απότομη προσγείωση μιας διαστημικής ιστορίας

Το «Star Wars» είναι ίσως η πιο εμβληματική σειρά ταινιών επιστημονικής φαντασίας στο πεδίο της μαζικής κουλτούρας. Συνδυάζοντας μια εμβληματική σκηνοθεσία, στοιχεία από παραμύθια αλλά και πολιτική ίντριγκα, κατάφερε, στα 50 σχεδόν χρόνια ζωής του, να γίνει ένας κοινός τόπος μεταξύ ετερόκλητων ανθρώπων, πεδίο ισχυρών διαφωνιών και τελικά, αισθητήριο για τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωναν κάθε εποχή από τότε που βγήκε.

Η τρίτη ταινία της νέας τριλογίας, το «Skywalker Η Άνοδος», σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζ. Τζ. Εϊμπραμς, όχι μόνο δεν καταφέρνει να φτάσει

αυτό το επίπεδο, αλλά αντίθετα, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τους παραδοσιακούς οπαδούς της σειράς, καταλήγει στο να είναι μια συρραφή σκηνών, που ενώ κάθε μία από μόνη της ήταν σίγουρα καλοφτιαγμένη, στον συνδυασμό τους δεν έβγαζαν νόημα.

Όπως και το «Η Δύναμη Ξυπνά», το οποίο ουσιαστικά αντέγραφε το «Mια Νέα Ελπίδα», έτσι και το «Η Άνοδος» αντιγράφει το «Η Επιστροφή των Τζεντάι». Επί της ουσίας ακυρώνει οποιαδήποτε συνεισφορά ή πρόοδο είχε προσπαθήσει, με τις αστοχίες και τα κενά, να βάλει στη σειρά ο Ράιαν Τζόνσον («Στα Μαχαίρια») σκηνοθέτης της προηγούμενης ταινίας, «Οι Τελευταίοι Τζεντάι». Οι δικές του προοδευτικές προσθήκες, είχαν ενοχλήσει αρκετούς σκληροπυρηνικούς και συντηρητικούς  οπαδούς και έτσι εκδιώχθηκαν κακήν κακώς,ί σως υπό καθεστώς εταιρικής πίεσης, ίσως από έναν στεγνό και επαγγελματία σκηνοθέτη.

Μπορούμε να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό, η όλη ταινία παρά τη διάρκεια των δυόμιση ωρών της, ήταν ένα μια βεβιασμένη διαδοχή σκηνών που ο μόνος τους στόχος ήταν να φανούν όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακές γινόταν. Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς όραμα, χωρίς έστω μια τυπική έννοια ρυθμού, πηδώντας από πλανήτη σε πλανήτη, από μάχη σε μάχη, από φωτόσπαθο σε φωτόσπαθο χωρίς σταματημό. Μόνη έγνοια να προλάβει να δείξει όσο το δυνατόν περισσότερα για να ικανοποιήσει φανατικούς οπαδούς που όμως είχαν στο μυαλό τους τις δικές τους αναμνήσεις. Και όταν προσπαθείς να είσαι αρεστός σε όλους, τελικά καταφέρνεις να μην είσαι σε κανέναν.

Υπήρχαν σε αφθονία σκηνές παρμένες απευθείας από τις παλαιότερες ταινίες, ξαναγυρισμένες με ακρίβεια χιλιοστού, ατάκες ξαναειπωμένες και, λόγω ιντερνετικής χρήσης κουρασμένες και φθαρμένες. Η όλη ταινία δεν είχε ούτε κατ’επίφαση κάτι νέο, κάτι ελπιδοφόρο ή έστω, κάτι που να θυμίζει το ίδιο το πνεύμα και την παράδοση του Star Wars. Ξεκίνησε και τελείωσε ως ένα κενό κέλυφος, εικόνα χωρίς ουσία.

Δεν υπήρχε στην ταινία ο χρόνος προκειμένου οι χαρακτήρες να αναπνεύσουν, να βιώσουν τα προβλήματα και την πίεση των μαχών, να έρθουν αντιμέτωποι με τα διλήμματα που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουν. Μπορεί οι τέσσερις πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες της ταινίας να ανταποκρίνονται σε αυτόν τον φρενήρη ρυθμό, όμως αυτό συμβαίνει καθαρά και μόνο λόγω του ταλέντου των ηθοποιών και της οικειότητας η οποία αναπτύχθηκε λόγω διαδικτύου, όμως πέρα από αυτά δε δόθηκε ούτε στους ίδιους κατεύθυνση ή χώρος προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δυναμική τους, τόσο ο καθένας μόνος όσο και ως ομάδα.

Αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζει την Ντέιζι Ρίντλεϊ, η οποία ενώ ξεκάθαρα είναι σε θέση να κουβαλήσει το μέλλον της σειράς στις πλάτες της, η όλη ταινία τρέχει, βιάζεται και σκοντάφτει προκειμένου να το κάνει. Τελικά το τέλος μας βρίσκει ενοχλημένους και απογοητευμένους που δε μας δόθηκε χρόνος να απολαύσουμε αυτό το ταξίδι στα άστρα, στο παρελθόν και τη μνήμη.

Η στιγμή που δύο γενιές συναντούν την τρίτη θα έπρεπε να είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με περισσότερο σεβασμό, χρόνο και, αν είμαστε ειλικρινείς, σεναριακή δεινότητα που να μην καταπέφτει σε ανορθολογικά κενά. Όμως όλα αυτά λείπουν. Το ίδιο θέμα αντιμετωπίζει και ο οποίος δεν προλαβαίνει να αντιμετωπίσει όλα τα σαιξπηρικά του ζητήματα, από το φάντασμα του πατέρα μέχρι τον αγωνιώδη έρωτα που χάνεται, σχεδόν μόνιμα πίσω από ένα πιλοτήριο για να προλάβει τον ρυθμό της ταινίας.

Ακόμα και ο Τζον Μπογιέγκα, ο χαρακτήρας του οποίου ήταν από τις μεγαλύτερες θετικές προσθήκες του ίδιου του Τζ. Τζ. Εϊμπραμς εδώ μπαίνει στο «πίσω κάθισμα», με τις οποίες συνεισφορές του να περιορίζονται σε λίγες σύντομες συζητήσεις. Όμοια τύχη είχε και ο χαρισματικός Οσκαρ Αϊζακ.

Όταν τελικά η καταιγίδα τελειώνει και οι τίτλοι πέφτουν, ακόμα και τα φαντάσματα χαμογελούν. Όμως το τέλος απλά γεννά περισσότερες ερωτήσεις και οι πραγματικές δυνατότητες της σειράς περιμένουν να αξιοποιηθούν, από ανθρώπους χωρίς τόση πίεση, ίσως σε ένα μέλλον πολύ, πολύ μακριά…

Νίκος Γιακουμέλος

Σκηνοθεσία: Τζ. Τζ. Εϊμπραμς

Διάρκεια:155 ′

Διανομή στην Ελλάδα: Feelgood

Πηγή: «Star Wars: Skywalker Η Άνοδος» – H απότομη προσγείωση μιας διαστημικής ιστορίας - altsantiri

Keywords
Τυχαία Θέματα