Γιατί το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών έχει τόσα γλυπτά; Ο όρος με τις 100,000 δραχμές

Το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών είναι κάτι παραπάνω από ένα κοιμητήριο. Είναι ένας ανοιχτός καλλιτεχνικός χώρος, ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής, όπου η μνήμη συναντά την τέχνη. Με εκατοντάδες περίτεχνα ταφικά μνημεία, φτιαγμένα από τους σπουδαιότερους γλύπτες της χώρας, αποπνέει την αίσθηση μιας άλλης εποχής. Γιατί, όμως, το νεκροταφείο γέμισε με αυτά τα αριστουργήματα; Ήταν οι οικογένειες αναγκασμένες να τα δημιουργήσουν;

Η ιστορία του Πρώτου Νεκροταφείου ξεκινά το 1837, όταν η Αθήνα

γίνεται πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ήταν η εποχή που η πόλη προσπαθούσε να αποκτήσει έναν ευρωπαϊκό αέρα και να συνδυάσει την παράδοση με το νέο. Το κοιμητήριο στήθηκε σε λόφο, γεμάτο κυπαρίσσια και πεύκα, μακριά από το πυκνό αστικό κέντρο, όπως πρόσταζαν οι ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής. Ήταν ένα νεκροταφείο που προοριζόταν για τους επιφανείς πολίτες, τους πολιτικούς, τους καλλιτέχνες, τους στρατηγούς και τους πλούσιους εμπόρους της πόλης.

Από νωρίς, οι οικογένειες που ήθελαν να εξασφαλίσουν μια θέση στη «ζώνη πολυτελείας» του νεκροταφείου δεν είχαν μόνο την υποχρέωση να αγοράσουν τον χώρο, αλλά και να τον διακοσμήσουν με γλυπτά υψηλής αισθητικής αξίας. Ο κανονισμός του 1934 όριζε ότι κάθε οικογένεια που αγόραζε τάφο σε αυτό το τμήμα ήταν υποχρεωμένη να φιλοτεχνήσει το μνημείο με έργα τέχνης αξίας τουλάχιστον 100.000 δραχμών. Αν αυτό δεν γινόταν μέσα σε τρία χρόνια, το δικαίωμα του τάφου ανακαλούνταν και η έκταση επέστρεφε στον Δήμο. Με άλλα λόγια, το Πρώτο Νεκροταφείο ήταν μια αρένα κοινωνικής προβολής. Το μνημείο του νεκρού δεν ήταν μόνο μια πράξη μνήμης, αλλά και μια δήλωση πλούτου, αισθητικής και επιρροής.

Δεν ήταν τυχαίο που μεγάλοι γλύπτες της εποχής, όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Δημήτριος Φιλιππότης, ο Μιχάλης Τόμπρος και ο Γιώργος Μπονάνος, ανέλαβαν να δημιουργήσουν ταφικά μνημεία που έμελλε να γίνουν θρύλοι. Η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, είναι ίσως το πιο διάσημο ταφικό γλυπτό της χώρας, με την εμβληματική του ηρεμία και το σχεδόν υπνωτιστικό του βλέμμα. Ήταν τόσο σημαντικό αυτό το έργο, που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας συγγενής της οικογένειας προσπάθησε να το πουλήσει σε Αμερικανούς συλλέκτες, αλλά ο Δήμος και το Υπουργείο Πολιτισμού το χαρακτήρισαν διατηρητέο, ώστε να παραμείνει στο νεκροταφείο.

Η κατασκευή γλυπτών δεν ήταν μόνο πολιτιστική επιλογή, αλλά και οικονομική αναγκαιότητα. Το Πρώτο Νεκροταφείο ήταν πάντα μια πηγή εσόδων για τον Δήμο Αθηναίων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι πωλήσεις των οικογενειακών τάφων απέφεραν τεράστια κέρδη, με τις τιμές να αυξάνονται διαρκώς. Μάλιστα, το 1892 τα έσοδα από τις πωλήσεις των τάφων αυξήθηκαν από 12.000 σε 40.000 δραχμές, ενώ το 1893 θεσπίστηκε η απαγόρευση της μεταπώλησης των τάφων από ιδιώτες, ώστε να διατηρηθεί ο έλεγχος των εσόδων από τον Δήμο. Το 1951, όταν πέθανε ο δήμαρχος Κοτζιάς, ο τάφος του κατασκευάστηκε με δημόσια δαπάνη, αποδεικνύοντας ότι το Πρώτο Νεκροταφείο ήταν πάντα συνδεδεμένο με την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας.

Σήμερα, το Πρώτο Νεκροταφείο δεν είναι απλά ένας χώρος ταφής, αλλά ένα κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας της Αθήνας. Τα μνημεία του είναι αφιερώματα μνήμης, αλλά και καλλιτεχνικές δημιουργίες που ξεπερνούν τη θλίψη του θανάτου και μετατρέπονται σε διαχρονικά έργα τέχνης. Ο περίπατος ανάμεσα στα μαρμάρινα αγάλματα και τις περίτεχνες επιγραφές είναι ένα ταξίδι στην ιστορία, στην αισθητική και στη συλλογική μνήμη της Ελλάδας.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα