«Ανάμεσα στην καταδίκη και τη σταύρωση» του Σωτήρη Σαράκη

ΚΥΡΙΑΚΕΣ

(μνήμη Χρίστου Λάσκαρη)

Μα τόσα χρόνια πια στη σύνταξη
ομήλικοι οι λιγοστές παρέες του
στην εκκλησία σπανίως και μόνο
Μεγαλοβδόμαδο, Χαιρετισμούς, καμιάν Ανάσταση

πώς γίνεται και οι Κυριακές του
παραμένουν Κυριακές;

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

(…συνέχισε να πλάθει τη μορφή του)

Το γήρας γύπας αδυσώπητος
σκάβει ανελέητα το πρόσωπό του, αυτός
πλάθει όπως χρόνια τώρα
τη μορφή του, ώρα την ώρα, μέρα
τη μέρα συνεχίζει, πλάθει
τη μορφή

του· ματαιοπονεί

το γήρας γύπας φθονερός ματαιοπονεί
που όσο το σκάψιμο βαθαίνει τόσο
πιο ανθρώπινη, βαθιά
ανθρώπινη η μορφή του· θα τον δείτε

σε δρόμο πολυσύχναστο ένα
πρωινό
τυχαία θα τον δείτε, μην
απορήσετε, είν’ αυτός
που χρόνια τώρα πλάθει
τη μορφή του, είναι ο άγνωστος
με το σκαμμένο πρόσωπο που έτσι ξαφνικά
σας ήρθε να του πείτε καλημέρα.

Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ

Τι θέλει πάλι αυτός εδώ με τις φωνές του
τώρα που συνηθίσαμε
τον θάνατό μας.

ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ

Τώρα σας έχω ανάγκη, τώρα
σας χρειάζομαι
μουρμούριζε παλεύοντας ν’ ανέβει
τα τελευταία σκαλοπάτια ως την πόρτα
του σπιτιού του, τώρα
σας έχω ανάγκη ακόμα
πιο πολύ κι απ’ τον καιρό
που με κοιμίζατε στην κούνια μου

στα είκοσί μου, στα τριάντα
μπορούσα και χωρίς εσάς, μα τίποτε
δεν γίνεται σωστά σ’ αυτόν τον κόσμο!

που με κοιμίζατε
στην κούνια μου και με κοιμίζατε
στην αγκαλιά σας όταν
η ώρα περασμένη, ατέλειωτος
ο δρόμος για το σπίτι κι είχα
σ’ ατέλειωτο παιγνίδι ξοδεμένες όλες
τις αντοχές των πέντε χρόνων μου· μα πού
έχετε χαθεί, και πού
μ’ αφήσατε· για ιδές

που είμ’ ένας γέρος ορφανός
μουρμούριζε αποκαμωμένος σμίγοντας
απαλά χαμόγελο με δάκρυ
στο αφανισμένο πρόσωπό του.

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ

Συννεφιασμένος ουρανός, Μεγάλη Πέμπτη
ανάμεσα πικρά βουνά κι έρημους κάμπους ταξιδεύεις
δυο αργά πουλιά μονάχα σε κοιτάξαν

κανείς δε ρώτησε πού πας, κανείς δεν είδε
πίσω απ’ τα μάτια σου ένα φως να σβήνει
μέρες με συννεφιά Μεγάλης Πέμπτης ταξιδεύοντας
χωρίς να φτάνεις πουθενά, χωρίς
πια να θυμάσαι πότε κίνησες, για πού
κι αν ήρθε, πέρασε η Ανάσταση, δεν το ’μαθες
ποτέ δε θα το μάθεις
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι ανάμεσα σε μια
δοσμένη καταδίκη και μια σταύρωση
μετέωρος σ’ άχρονο ταξίδι απ’ την ταφή
ως τη λησμονιά

δυο αργά πουλιά, στον ουρανό
πριν σβήσουν, σε κοιτάξαν.

Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Από το 1967 ζει στην Αθήνα, όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος. Οι επτά πρώτες ποιητικές συλλογές του βρίσκονται συγκεντρωμένες στους τόμους: Δοκιμασίες και δοκιμές (Εκδόσεις Κουκκίδα, 2011) και Στιγμή στο χάος (Κουκκίδα, 2014). Ακολουθούν, επίσης από τις Εκδόσεις Κουκκίδα, τέσσερις ακόμη συλλογές, με πιο πρόσφατη το Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη (2021). Συνεργασίες του –κυρίως ποιήματα– υπάρχουν στις σελίδες γνωστών λογοτεχνικών περιοδικών. Ακόμη, ποιήματά του βρίσκονται σε έντυπες ανθολογίες και στο διαδίκτυο, ενώ αρκετά έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Keywords
Τυχαία Θέματα