Γιατί οι πρωθυπουργοί δεν μπορούν να έχουν ιδιωτική ζωή και ποιο είναι το πρόβλημα με το κότερο

17:36 8/5/2019 - Πηγή: In.gr

Ένα από τα πρώτα πράγματα που στερείται όποια κι όποιος αποφασίσει να ακολουθήσει το δρόμο της πολιτικής και δη της διεκδίκησης κορυφαίων αξιωμάτων όπως αυτό του πρωθυπουργού είναι η πλήρης ιδιωτικότητα.

Προφανώς και ορισμένες πλευρές της ζωής όσων κατέχουν τις κορυφαίες πολιτικές και πολιτειακές θέσεις οφείλουν να είναι πάντα ιδιωτικές, π.χ. όσες αφορούν την καθημερινότητα των μελών της οικογένειάς τους.

Όμως, όλες οι άλλες πλευρές επιβάλλεται να χαρακτηρίζονται από απόλυτη διαφάνεια. Αυτό αφορά τα εισοδήματα – γι’ αυτό άλλωστε δίνονται τα «πόθεν έσχες» στη δημοσιότητα, τις προηγούμενες

επαγγελματικές δραστηριότητες, την πραγματική κατάσταση της υγείας του, αλλά και το ποιους βλέπει και με ποιους συζητά π.χ. ο πρωθυπουργός.

Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν ειδική νομοθεσία που ορίζει ποια αρχεία είναι υποχρεωμένοι να παραδίδουν οι πρόεδροι και ποιοι είναι οι κανόνες πρόσβασης σε αυτά. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται και διατηρούνται πλήρη αρχεία των επικοινωνιών, της αλληλογραφίας και των συναντήσεων που έχει ο πρόεδρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Ούτε είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες χώρες όπως και στην Ελλάδα, υποχρεώνονται βουλευτές και υπουργοί να καταχωρίζουν τα δώρα που δέχονται κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους. Όπως αναφέρει ο Κώδικας Δεοντολογίας Μελών Κοινοβουλίου (Άρθρο 4 παρ. 2 εδ. Β΄): «Με δήλωση του Βουλευτή καταχωρίζονται, επίσης, όπως ανωτέρω, δώρα, παροχές και άλλα ωφελήματα των οποίων η χρηματική αξία ξεπερνά τα διακόσια (200) ευρώ, με ειδική αιτιολογία του Βουλευτή ως προς την αποδοχή τους»

Ο λόγος είναι προφανής: ο πρωθυπουργός, όπως και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, δεν είναι απλώς πρόσωπα με δημόσια παρουσία. Είναι θεσμοί. Ως τέτοιοι επιβάλλεται να υπάρχει πλήρης καταγραφή, διαφάνεια και δημοσιότητα για να διαλύονται οι όποιες υπόνοιες περί διαπλοκής, συναλλαγής, προνομιακής μεταχείρισης επιχειρηματιών.

Το πραγματικό πρόβλημα με το «κότερο»

Όλα αυτά αποτυπώνουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να δούμε την υπόθεση με τις διακοπές του πρωθυπουργού στο κότερο του εφοπλιστή Παναγόπουλου.

Καταρχάς, δεν υπάρχει κάποιος λόγος που να απαγορεύει το να επισκεφτεί ένας πρωθυπουργός το κότερο ενός επιχειρηματία. Δεκαετίες τώρα πολιτικοί έχουν συναναστροφές με επιχειρηματίες. Πρωθυπουργοί για χρόνια έκαναν διακοπές (και) σε σπίτια εκδοτών ή επιχειρηματιών.

Μόνο που όλα αυτά ήταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γνωστά. Μπορεί να μην έβγαιναν δημόσιες ανακοινώσεις, αλλά συνήθως οι διακοπές των πρωθυπουργών προαναγγέλλονταν στα παραπολιτικά σχόλια των εφημερίδων. Με τον ίδιο τρόπο που ήταν γνωστές οι περιπτώσεις φιλίας ανάμεσα σε πρωθυπουργούς και επιχειρηματίες. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι παραδοσιακά οι πρωθυπουργοί συνομιλούσαν με τους εκδότες.

Το κλειδί ήταν ότι όλα αυτά ήταν λίγο πολύ γνωστά. Αυτή η έστω και έμμεση δημοσιότητα επέτρεπε στους δημοσιογράφους και στο κοινό να παρακολουθούν εάν αυτές οι κοινωνικές σχέσεις σηματοδοτούσαν και κάποια μορφή διαπλοκής, συναλλαγής, ή «ευνοϊκής μεταχείρισης».

Γιατί συνήθως όταν τα πράγματα είναι γνωστά στη δημόσια σφαίρα, διαλύονται πιο εύκολα και οι όποιες υποψίες. Για παράδειγμα όταν είχε ξεσπάσει θόρυβος για τις καλοκαιρινές διακοπές του πρωθυπουργού, στο τέλος δόθηκαν οι διευκρινίσεις, αποσαφηνίστηκε ότι ο πρωθυπουργός υπενοικίαζε μια κατοικία στο Σούνιο, από τον ιδιοκτήτη της εταιρείας DHI που με τη σειρά του την ενοικίαζε από τον εφοπλιστή Θανάση Μαρτίνο. Η δημοσιότητα αυτών των δεδομένων, σε συνδυασμό με το ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις «διαπλοκής» οδήγησε στο να σταματήσει ο σχετικός θόρυβος.

Αντίθετα, στην περίπτωση του γιοτ της οικογένειας Παναγόπουλου η πληροφορία δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα από τη μεριά της κυβέρνησης. Δεν διαψεύστηκε αλλά και δεν επιβεβαιώθηκε. Και τα ερωτήματα που γεννιούνται αφορούν το γιατί δεν δόθηκε στη δημοσιότητα εξαρχής από την ίδια την πλευρά της κυβέρνησης.

Γιατί το να ανακοίνωνε η κυβέρνηση ότι ο πρωθυπουργός θα περνούσε λίγες μέρες στο κότερο μιας οικογένειας, την οποία γνώριζε ο πρωθυπουργός μέσα από τη συνεργασία του με την κ. Κατερίνα Ναυπλιώτη-Παναγόπουλου, μπορεί να προκαλούσε κάποια σχόλια ως προς το lifestyle των διακοπών ενός υποτίθεται αριστερού πρωθυπουργού, αλλά δεν θα δημιουργούσε παραπέρα υπόνοιες συναλλαγής ή διαπλοκής. Άλλωστε, ο Περικλής Παναγόπουλος είχε αποχωρήσει από την ενεργό οικονομική δράση και η κ. Παναγοπούλου είχε κυρίως φιλανθρωπική δράση.

Η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ με το «φαίνεσθαι»

Όμως, εδώ είναι που έχουμε την ιδιαίτερη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το πολιτικό «φαίνεσθαι». Είναι προφανές ότι για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα το σημαντικό ήταν να μη φανεί ότι ο πρωθυπουργός έκανε διακοπές στο κότερο ενός επιχειρηματία.

Διότι στο πλαίσιο μιας ενός κατασκευασμένου αφηγήματος που αναπαράγει το κυβερνών κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα σαν όλα τα άλλα. Είναι υποτίθεται «αντισυστημικό» κόμμα και τα στελέχη του δεν συναναστρέφονται επιχειρηματίες ούτε επιδιώκουν «πολυτελή διαβίωση» για τις διακοπές τους.

Ο πρωθυπουργός εντός του αφηγήματος μπορεί να κάνει διακοπές μόνο στο Ροδακινό ή να πηγαίνει βόλτες με το φουσκωτό του Παύλου Πολάκη. Δεν μπορεί να φαίνεται ότι έχει σχέση με επιχειρηματίες, ακόμη και εάν αυτές μπορούν να δικαιολογηθούν.

Γιατί εάν κανείς κοιτάξει τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται στους πολιτικούς αντιπάλους του, η δικαιολόγηση, ακόμη και η εύλογη και τεκμηριωμένη, στα μάτια των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με ομολογία ενοχής. Σε τελική ανάλυση έτσι αντιμετώπισαν σε διάφορες περιπτώσεις πολιτικούς τους αντιπάλους όταν προσπάθησαν να δώσουν εξηγήσεις και να δικαιολογήσουν τη στάση τους.

Είναι προφανές ότι ένα κόμμα που θεωρεί ότι όποιος αναγκάζεται να δώσει εξηγήσεις για να δικαιολογήσει κάτι που έκανε ή να απαντήσει σε κάτι που γράφτηκε ή ειπώθηκε για αυτόν είναι εκ προοιμίου ένοχος, δεν πρόκειται πάει με τη λογική της διαφάνειας ή της πλήρους δημοσιότητας.

Γιατί το συμβολικό σύμπαν του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα πεδίο όπου ό,τι λέγεται πρέπει να αντιστοιχίζεται με κάτι στην πραγματικότητα. Είναι ένα σύμπαν δηλώσεων και «εικόνων», όπου το κλειδί είναι το εάν το κυβερνών κόμμα κατορθώνει να «φαίνεται» ως αριστερό ή αντισυστημικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται να υπάρχει μια δημόσια σφαίρα στην οποία να γίνεται πραγματικός διάλογος, αλλά απλώς στο να υπάρχει ένα σύνολο «φίλιων μέσων» που να διαμορφώνουν μια ιδιότυπη «παράλληλη πραγματικότητα».

Και αυτή η τάση έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο εξαιτίας της προεκλογικής περιόδου, αλλά και ως αντανακλαστικό απέναντι στο πλήθος περιπτώσεων που διαψεύδουν τον κυρίαρχο αφήγημα, με αποκορύφωμα τις αποκαλύψεις για την υπόθεση Πετσίτη.

Γιατί σε αυτή την περίπτωση η δυσανεξία του ΣΥΡΙΖΑ στην πλήρη δημοσιότητα τέτοιων πρακτικών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει και το άγχος ότι πλέον υπάρχουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που εμπλέκονται σε συναναστροφές ή ακόμη και συναλλαγές που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν τόσο εύκολα.

Ο πραγματικός κίνδυνος

Όλα αυτά έχουν έναν πραγματικό κίνδυνο: να εμπεδωθεί σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας η πεποίθηση ότι το σύνολο του πολιτικού κόσμου είναι υποκριτικό και διεφθαρμένο.

Με αυτό τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει το ακριβώς αντίθετο από το να φαίνεται ως ένα διαφορετικό κόμμα. Αντίθετα, επιβεβαιώνει τη ρητορική του «όλοι ίδιοι είναι».

Όμως, αυτό επιτείνει τις διάφορες «αντιπολιτικές» ιδεολογίες και την απάθεια των πολιτών έναντι των πολιτικών εξελίξεων, την ίδια ώρα ενισχύει τη ρητορική της ακροδεξιάς που διεκδικεί να είναι το αντίβαρο στους «διεφθαρμένους πολιτικούς».

Keywords
Τυχαία Θέματα