Ελληνική δημοσιογραφία: από την αυτοαναφορικότητα στον αυτισμό

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Ένα από τα πολλά κατεστημένα που σαρώνει η κρίση στο πέρασμα της, είναι και η ελληνική δημοσιογραφία. 

Η κατάρρευση του μοντέλου των διαπλεκόμενων Μ.Μ.Ε., όπου το έντυπο, το περιοδικό και ο ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός ήταν ένας μοχλός προώθησης και υπεράσπισης αλλότριων συμφερόντων, συμπαρασύρει και το αντίστοιχο μοντέλο δημοσιογραφίας που ευδοκίμησε στην εποχή της δάνειας ευημερίας και της ήσσονος προσπάθειας.

Η ελληνική δημοσιογραφία, παγιδευμένη στη σαγήνη της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης από τις αρχές

της δεκαετίας του 1990, πίστεψε πως ο λαμπερός κόσμος, οι πλουσιοπάροχες αμοιβές, ο συγχρωτισμός με την εξουσία και η ξενοδόχησή της στους διαδρόμους της αποτελούν αυτοσκοπό μα και συνάμα υπόδειγμα άσκησης ενός επαγγέλματος, εξ ορισμού αντιεξουσιαστικού.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αθρόα εισαγωγή ημιμαθών, αμετροεπώς φιλόδοξων ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδοντες στο πάρτι της διαπλοκής δεν εκδήλωσαν την παραμικρή ηθική αντίσταση στις σειρήνες του εύκολου πλουτισμού, της κοινωνικής ανέλιξης και του επιδεικτικού τρόπου ζωής.

Δέκα, περίπου, χρόνια μετά την έκρηξη της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης και τις τεκτονικές αλλαγές στον ημερήσιο, πολιτικό, οικονομικό, αλλά και περιοδικό Τύπο, η ελληνική δημοσιογραφία αντί να κυνηγάει την είδηση, το ρεπορτάζ και την αλήθεια, θεώρησε πως είναι ισότιμη ομοτράπεζη εκείνων που έπρεπε να ελέγχει τις πράξεις και να αποκαλύπτει τις παραλείψεις. Ο δημοσιογράφος έγινε είδηση ο ίδιος και η φανερή ή κρυφή ζωή του. Ήταν η αρχή της αυτοαναφορικότητας της ελληνικής δημοσιογραφίας όπου διάφοροι διάττοντες αστέρες ή σούπερ Νόβα της δημοσιογραφίας απασχολούσαν το ενδιαφέρον του κοινού, που μαγεμένο άκουγε για αστρονομικές αμοιβές, πολυτελή βίο και διακοπές σε κότερα επιχειρηματιών.

Η απαξίωση δεν άργησε να έρθει. Με το ξέσπασμα της κρίσης πολλοί απλά φρόντισαν να εξαφανιστούν, έχοντας προηγουμένως ενθυλακώσει τις πλουσιοπάροχες αμοιβές των κρατικών αργομισθιών, των «δώρων» επιχειρηματιών και πολιτικών, των αποταμιεύσεων από τις «επενδύσεις» στο Χρηματιστήριο, χάρη στην εσωτερική πληροφόρηση που είχαν. Στο μεταξύ τα δημοσιογραφικά σωματεία, όσο ζούσαμε στην εποχή των παχιών αγελάδων είχαν μετατραπεί σε γραφεία ευρέσεως (δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, κατά σειρά) κρατικής αργομισθίας για τους εκλεκτούς – ψηφοφόρους διαφόρων παρατάξεων.

Στο δημοσιογραφικό επάγγελμα μπορούσε να μπει ο καθένας, ακόμη και εκείνος που ήξερε να γράφει μόνο με κεφαλαία γράμματα. Και όχι μόνο να εισέλθει μετά βαϊων και κλάδων αλλά και να διακριθεί φτάνοντας στις ανώτατες διευθυντικές θέσεις, πριν αποφασίσει πως μπορεί να γίνει εκδότης – επιχειρηματίες, εξαργυρώνοντας τις πολύτιμες κουμπαριές του με επιφανή στελέχη του πολιτικού κατεστημένου.

Αργά αλλά σταθερά η ελληνική δημοσιογραφία στο σύνολο της, και με ευθύνη ενός μεγάλου τμήματος των ίδιων των δημοσιογράφων αυτοαπαξιώθηκε, εγκλωβισμένη στην αυτοαναφορικότητα της. Αδιαφορούσε για τους τελικούς αποδέκτες του προϊόντος

Keywords
Τυχαία Θέματα