Γκάλης, ο Μπαρίσνικοφ του αθλητισμού

Του Στέφανου Λεμονίδη

Βουρκώσαμε όταν είδαμε τον Νίκο Γκάλη, τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ του αθλητισμού, να μπαίνει στο «Παλέ ντε Σπορ» της Θεσσαλονίκης και αμέσως ξετυλίχθηκαν μπροστά μας οι στιγμές που ζήσαμε χάρη στον αντιστάρ, τον άνθρωπο που άλλαξε τον ρου του ελληνικού αθλητισμού.

Η αγάπη του κόσμου ήταν δεδομένη, τον λάτρεψαν όσο κανέναν άλλο, απλά περίμεναν πολλά χρόνια για να τον αποθεώσουν, αν και οι περισσότεροι από αυτούς που βρέθηκαν στο «Νίκος Γκάλης

Χολ», τον είδαν από το youtube, ήταν αγέννητοι, όταν μεγαλουργούσε.

Ήταν 2 Δεκεμβρίου του 1979... Ήμασταν ανάμεσα στους 4.000 θεατές που είδαν την πρεμιέρα του Νικ, στον αγώνα Άρης-Ηρακλής, όπου κέρδισε ο Άρης με ένα πόντο διαφορά. Σε εκείνο το παιχνίδι λοιπόν, το γήπεδο ήταν κατάμεστο με οπαδούς του Άρη και του Ηρακλή (τότε δεν υπήρχε πρόβλημα) και όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον κοντό μελαψό παίκτη με την αφάνα. Είδαμε μπροστά μας έναν τύπο με απίστευτη αλτικότητα (παρακολουθούσαμε με ανοιχτό στόμα πόση ώρα έμενε στον αέρα) να κάνει κάτι ζογκλερικά που τα περισσότερα δεν του έβγαιναν λόγω άγχους. Έμενε στον αέρα, καταργώντας του νόμους της φύσης, όπως ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και ήθελε να αποδείξει από την πρώτη μέρα πόσο μεγάλος παίκτης είναι. Τελείωσε το ματς με 30 πόντους, με κακά όμως ποσοστά (τότε δεν υπήρχε αναλυτική στατιστική), αλλά ήταν ένα είδος εξωγήινου, που προσγειώθηκε στο παρκέ «Παλέ» και όταν τον ρώτησε σχετικά ο Βαγγέλης Αλεξανδρής, απάντησε ρητορικά «νομίζεις ότι θα ξαναχάσω τόσα πολλά σουτ;»

Από εκείνη την ημέρα, άρχισε ο Άρης να προσθέτει τίτλους στη συλλογή του, όλη η Ελλάδα έγινε Άρης, οι γιαγιάδες ήταν οπαδοί του Γκάλη, τα θέατρα αργούσαν την Πέμπτη που έπαιζε ο Άρης στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, οι ταβέρνες άνοιγαν την τηλεόραση μας και μπει κανένας πελάτης και με λίγα λόγια άλλαξε η ζωή μας.

Κι όλα αυτά από έναν τύπο που δεν ήταν δημοσιογραφικός, μιλούσε μόνο σε ένα δημοσιογράφο, τον Πάρη Καλημερίδη (μετά ούτε και σε αυτόν), δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν σήκωνε το τηλέφωνο, ήταν μοιραίο πρόσωπο στον χαμό της αγαπημένης του Τζένης, ήταν γενικά ένας αντιστάρ. Προπόνηση, αγώνας, ήταν ο καθρέπτης του και τίποτα όλα.

Όλα αυτά αρκούσαν για να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, του ελληνικού αθλητισμού, να αποκτήσουν αξιοπρεπή μισθό όλοι οι έλληνες μπασκετμπολίστες, να πάρει η Ελλάδα μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις, να δημιουργηθεί ρεπορτάζ μπάσκετ στις εφημερίδες, που ως τότε ήταν ένα μονόστηλο, να γίνουν φίρμες οι δημοσιογράφοι του μπάσκετ, να γίνουν μάγκες οι παράγοντες, οι προπονητές, οι παρατρεχάμενοι...

Ο Γκάλης είχε και τις ανθρώπινες στιγμές του, αφού μάλωσε με τους περισσότερους προπονητές του, ο Ίβκοβιτς είχε δηλώσει ότι δεν θα δουλέψει σε ομάδα που παίζει ο Γκάλης και έκανε την λανθασμένη προφητεία «όσο παίζει ο Γκάλης, ο Άρης δεν θα πάρει πρωτάθλημα». Ο Πολίτης τον έδιωξε με τον τρόπο του από τον Παναθηναϊκό, λέγοντας «το μεγάλο λάθος μου είναι ότι ανέχτηκα τα καπρίτσια του Γκάλη». Πλάκωσε τον Θοδωρή Κοτσώνη στο Ευρωμπάσκετ του ‘81, γιατί τον μπέρδεψε με τον Φίλιππο Συρίγο (του μετέφεραν ότι σχολίασε τον ατομισμό του στο παιχνίδι), έπαιξε ξύλο με τον Τάκη Κορωναίο στο Σπόρτιγκ, με τον Μπάνε Πρέλιεβιτς στο Παλέ, αλλά έφυγε στον κολοφώνα της δόξας του και θα τον θυμόμαστε στις καλές στιγμές του. Σε αυτό βοήθησε άθελα του και ο Κώστας Πολίτης που δεν τον χρησιμοποίησε στις 18 Οκτωβρίου 1994 , στο ματς με τους Αμπελόκηπους...

Keywords
Τυχαία Θέματα