Η νοοτροπία και η ρητορική της ρεβάνς

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Παρά το γεγονός ότι κατά την εβδομάδα που τελειώνει σήμερα, έγιναν σημαντικά πράγματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, εν τούτοις η αίσθηση που μένει και η «είδηση» που θα αποτυπωθεί στη μνήμη των πολιτών αυτής της χώρας, είναι η ρητορική της ρεβάνς που επικράτησε στο εθνικό Κοινοβούλιο.

Για άλλη μια φορά, οι πολίτες αυτής της χώρας παρακολουθούσαν εμβρόντητοι τους αντιπροσώπους που εξέλεξαν στις τελευταίες εκλογές,

να εκτοξεύουν ύβρεις και απειλές. Κάποιος υποσχέθηκε στους πολιτικούς του αντιπάλους ότι θα τους κρεμάσουν, κάποιος άλλος θυμήθηκε τη φράση του Άρη Βελουχιώτη κι έδωσε «ραντεβού τα γουναράδικα», ενώ ένας τρίτος ξέθαψε τα συνθήματα του εμφυλίου πολέμου, υποσχόμενος αντίστοιχη μεταχείριση σε όποιον τολμάει να έχει διαφορετική από αυτόν άποψη.

Είναι προφανές ότι η εικόνα αυτή δεν περιποιεί καμία απολύτως τιμή στο εθνικό Κοινοβούλιο. Ωστόσο, η πικρή διαπίστωση παραμένει: αυτούς ψήφισαν οι συμπολίτες μας ως αντιπροσώπους τους, συνεπώς αυτή είναι και η εικόνα της ελληνικής κοινωνίας.

Είναι η εικόνα μιας κοινωνίας, όπου οι ακραίες τοποθετήσεις βρίσκουν ευήκοα ώτα, όπου κυριαρχεί μια ρεβανσιστική διάθεση από τις δύο πλευρές που μετείχαν στον τελευταίο εμφύλιο, όπου η νεκροφιλία αποτελεί κεντρικό πυρήνα των δύο ακραίων ιδεολογημάτων, που, όπως δείχνουν τα πράγματα, σαγηνεύουν το μυαλό και την καρδιά πολλών συμπολιτών μας. Διαφορετικά δεν εξηγείται το γιατί έστειλαν στη Βουλή αυτούς και όχι άλλους υποψηφίους.

Το 2013, τέσσερα χρόνια μέσα σε μια βαθιά, πολύπλευρη κρίση, εξήντα και πλέον χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η κοινωνία διαιρεμένη σε δύο στρατόπεδα επιμένει να ασχολείται μαζοχιστικά με τη νεκροφιλία του παρελθόντος. Ενός παρελθόντος που αποτελείται από αδελφοκτόνο σπαραγμό, οι άταφοι και άκλαυτοι νεκροί του οποίου επιμένουν να στοιχειώνουν το παρόν. Και αυτό συνέβη, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έκατσε ποτέ σοβαρά να συζητήσει τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, γιατί οι δύο πλευρές, επιμένουν και σήμερα να βρίσκονται με «τα όπλα παρά πόδας» και να ονειρεύονται τη ρεβάνς. Οι μεν για την επανακατάκτηση του ηθικού πλεονεκτήματος (οι νικητές), οι δε για την κατάκτηση της πολυπόθητης λαϊκής εξουσίας (οι ηττημένοι).

Η ρητορική των δύο αυτών πλευρών, που αποτελούν και τα άκρα του πολιτικού συστήματος, ανασύρει συνθήματα και φράσεις του παρελθόντος και με αυτά προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη, προτείνοντας, παράλληλα, το δικό της ολοκληρωτικό μοντέλο η κάθε πλευρά.

Η νοοτροπία και η ρητορική της ρεβάνς είναι μια από τις βασικές τροχοπέδες σήμερα. Αποτελούν βαριά και αξεπέραστα εμπόδια για το μέλλον. Ρίχνουν τη βαριά τους σκιά στο παρόν, εμποδίζουν τη νηφάλια συζήτηση των προβλημάτων του καιρού μας, έχουν το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και αγνοούν παντελώς τις ανάγκες των συγκαιρινών για ελπίδα και διέξοδο από τη κρίση. Την ίδια στιγμή, καθαγιάζεται και η άσκηση βίας, με αυτή τη νοσταλγική αναπόληση στιγμών, όπου η βία, τα όπλα και το αίμα έπνιγαν για άλλη μια φορά την Ελλάδα, όταν οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης την ανοικοδομούσαν από τα ερείπια που άφησε πίσω του ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Παράλληλα, εγκλωβίζουν τη χώρα στην περιδίνηση του μίσους και της εκδίκησης, που είναι τα τελευταία που χρειάζεται η κοινωνία για να ανταπεξέλθει στο παρόν και να προετοιμάσει το μέλλον. Οι ευθύνες για αυτό ανήκουν τόσο σε εκείνους που προβαίνουν σε αυτές τις πράξεις, όσο και σε εκείνους που τους εκλέγουν και τους στέλνουν στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η εποχή της πολιτικής αθωότητας των ψηφοφόρων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και δεν υπάρχει το παραμικρό άλλοθι γι' αυτούς.

Η νοοτροπία και η ρητορική της ρεβάνς, διανθισμένη με πράξεις πολιτικής βίας, καθηλώνουν τη χώρα, κάνουν τους πολίτες να μουδιάζουν και να χάνουν κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Είναι η ψυχοφθόρα δύναμη του κακού, το οποίο δίνει το ρυθμό στην εποχή μας. Αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, τότε οι ευθύνες των πολιτικών ηγεσιών που υποθάλπουν στους κόλπους των κομμάτων τους εκπροσώπους αυτής της σχολής σκέψης, θα είναι τεράστιες και ασυγχώρητες.

Keywords
Τυχαία Θέματα