Τέσσερα σημαντικά μυθιστορήματα ξανά διαθέσιμα

Του Δημήτρη Φύσσα

Πάντα έχω στο μυαλό μου ότι πολλές και πολλοί από σας, φίλες και φίλοι, κάνετε πρωτοχρονιάτικο δώρο ένα βιβλίο. Σε συνέχεια λοιπόν του κομματιού μου δεκαπέντε μέρες πριν, παρουσιάζω σήμερα επανεκδόσεις σημαντικών μυθιστορημάτων από σύγχρονους πεζογράφους μας. Γιατί οι συγγραφείς μας, ευτυχώς, παράλληλα με ό,τι νέο γράφουν, φροντίζουν να ξαναβγάζουν τα παλιά καλά τους βιβλία- άλλοτε πανομοιότυπα προς την αρχική έκδοση, άλλοτε αναθεωρημένα, άλλοτε με προσθήκες. Με πολλή δυσκολία,

διάλεξα τέσσερα απ΄ όσα οι εκδότες είχαν την καλή ιδέα να μου στείλουν. Ιδού (αλφαβητικά):

Θόδωρος Γρηγοριάδης «Ο ναύτης», Πατάκης 2013. Αναθεωρώντας το σε σχέση με την προ εικοσαετίας έκδοση (Κέδρος 1993), ο συγγραφέας που μας είχε δώσει το εξαίρετο «Παρτάλι» ξανακάνει προσιτό ένα έργο που δίνει με ενάργεια πλείστα όσα στοιχεία, που κορυφώνονται σ΄ ένα ορισμένο οικογενειακό πάθος, γνωστό ήδη από την αρχαιοελληνική λογοτεχνία (επίτηδες δε γράφω περισσότερα)- και την απαραίτητη για τούτο κάθαρση (;). Δεν είχα διαβάσει το παλιό βιβλίο, επομένως δεν μπορώ να κάνω σύγκριση, τούτο δω όμως με έλκυσε και μού άρεσε. Προσοχή: μπορεί τα πέντε από τα έξη μέρη του να έχουν τίτλους που να παραπέμπουν σε θάλασσες και ταξίδια, μα το βιβλίο είναι βαριά «στεριανό» στην απεικόνιση της τραχύτητας που ενδημεί στην ελληνική ύπαιθρο (ειδικά στη Α. Μακεδονία), αλλά και σε πόλεις. Η δε φράση της αρχής «Χάνοντας τη θάλασσα του κάμπου, κέρδιζα την αληθινή» φρονώ ότι πρέπει να διαβαστεί ακριβώς αντίθετα.

Τάκης Θεοδωρόπουλος «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα», Πόλις 2013. Στα εννιά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση (Ωκεανίδα 2004), ο Τάκης Θεοδωρόπουλος προχώρησε κι άλλο σ΄ αυτό που είχα αποκαλέσει, παλιότερα, συγγραφικό υβρίδιο δικής του επινόησης: εννοώ ένα είδος μυθιστορήματος με θέμα από την αρχαία γραμματεία, που αποτελεί εν μέρει δοκίμιο, εν μέρει αφηγηματική πρόζα και εν μέρει χώρο προνομιακών παρεμβάσεων του συγγραφέα, όχι κατ΄ ανάγκη ως αφηγητή. Στο συγκεκριμένο, ανατέμνεται με μεγάλη επιτυχία η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ξενοφώντα, που ως συγγραφέας ιστορίας και φιλοσοφίας έχει μείνει στη σκιά του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα, αντίστοιχα. Υπόψη ότι ο Θεοδωρόπουλος όχι μονάχα δε χαρίζει κάστανα τον ήρωά του (Αθηναίο, μα ολιγαρχικό και φιλολάκωνα) αλλά, αντίθετα, τον αντιμετωπίζει κατά διαστήματα (και) με το σαρκασμό που τόσο καλά ξέρουμε από τη λαμπρή του στήλη στην «Καθημερινή».

Βαγέλης Ραπτόπουλος «Λούλα», Καστανιώτης 2013, με Υστερόγραφο του συγγραφέα. Ακόμα θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει η «Λούλα», όταν την είχα διαβάσει τότε που είχε βγει (Κέδρος 1997), αλλά και σε επόμενες αναγνώσεις. Όντας φαν του Ραπτόπουλου από «Τζιτζίκια» και «Διόδια», είχα διαφωνήσει, τότε, με πολλούς φίλους και γνωστούς, υπερασπιζόμενος το μυθιστόρημα αυτό από τις κατηγορίες ότι είναι «απολίτικο» και «πορνογραφικό», ενώ κατά τη γνώμη μου αποτελεί: πρώτο, υψηλή μετα-πορνογραφία, σε μια εποχή που το σεξ είχε πολύ λιγότερη τεχνολογία και πολύ περισσότερη ωμότητα απ΄ ό,τι τα μεταγενέστερα χρόνια, και, δεύτερο, μετα-φεμινιστικό ψάξιμο, έστω και μέσα σε ζόφο. Σοφά ο συγγραφέας πρόσθεσε σήμερα το σπαρταριστό Υστερόγραφο, για να δει ο σύγχρονος αναγνώστης πόσο %#@*+%^&%#@ είχαν γίνει τότε μερικοί μερικοί.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Ουζερί ‘Τσιτσάνης'», Πατάκης 2013. Υπάρχει μια κατηγορία συγγραφέων -πάντα υπήρχε, ήδη από τον καιρό του Δημητρίου Βυζαντίου- που συνδυάζει το λόγιο και το λαϊκό στοιχείο. Θέλω να πω, απέχει εξίσου από τα «Χαμένα κορμιά» του Πικρού και τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» του Σεφέρη, με την έννοια ότι εμπεριέχει στοιχεία που θυμίζουν και τους δύο. Νομίζω ότι ο καλύτερος εκπρόσωπος αυτής της τάσης, σήμερα, είναι ο Σκαμπαρδώνης, τον οποίο είχα πρωτομάθει από κριτικές -ποιανού άλλου;- του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Επιπλέον, πρόκειται για έναν από τους ελάχιστους συγγραφείς στους οποίους δε μ΄ ενοχλεί η αναφορά σε νέο-ορθόδοξα στοιχεία, ακριβώς γιατί είναι μεγάλη πένα. Δηλώνοντας επομένως «σκαμπαρδωνικός», βρίσκω ότι το μυθ-ιστόρημα (με παύλα στη μέση, παρακαλώ -ξανά ο Σεφέρης παρών) «Ουζερί ‘Τσιτσάνης'» (το συνεταιρικό ουζερί που πρωτομάθαμε από τον Ηλία Πετρόπουλο, κατοχικά Τρίκαλα, τεκέδες, φόνοι, ταγματασφαλίτες, ρεμπέτικα, Τσίλας φυσικά κλπ) αποτελεί ένα από τα άριστα δείγματά του.

d.fyssas@gmail.com

Keywords
Τυχαία Θέματα