Οι συνεδρίες του Τζόκοβιτς

Στο τελευταίο game του ματς του Τζόκοβιτς με το Μάρεϊ στον τελικό του OPEN της Αυστραλίας θυμήθηκα αυτό που σκέφτηκα την πρώτη φορά που τον είδα να παίζει – θα χουν περάσει από τότε κοντά πέντε χρόνια. Τι σκέφτηκα; Πως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τενίστα που έχω δει ο Τζόκοβιτς μου δίνει την εντύπωση πως κερδίζει και χάνει μόνος του, χωρίς ο αντίπαλος του να έχει κάποια σημασία. Δε θέλω να πω πως ο Σέρβος έχει αντιπάλους κατώτερους του δικού τρομερού επιπέδου: ίσα ίσα. Ο ίδιος ο Μάρεϊ, με τον οποίο μου μοιάζει
γραφτό να μονομαχήσει πολλές πολλές φορές στο κοντινό μέλλον είναι ένας καταπληκτικός παίκτης που βελτιώθηκε πολύ μεγαλώνοντας: από την ώρα που δουλεύει με τον Ιβάν Λεντλ μοιάζει άλλος άνθρωπος!Το τένις – επιτρέψτε μου την παραδοξολογία – είναι το πιο ατομικό από όλα τα ατομικά αθλήματα: ένα πολύπλοκο σπορ στο οποίο, πέρα από ικανότητες, τεχνική, αντοχές και μυαλό, υπάρχει και η ανάγκη διαχείρισης του ίδιου σου του εαυτού. Όχι τυχαία οι πιο πολλοί τενίστες παραμιλάνε συζητώντας με τον εαυτό τους, του εξηγούν τα λάθη του, δίνουν κατά τη διάρκεια του ματς την εντύπωση του σαλεμένου που έχει βγει από το κορμί του και απευθύνεται σ αυτό σαν να είναι ένα είδος avatar που οφείλει να εκτελέσει εντολές. Οι τενίστες δεν είναι απλώς μόνοι – έχουν συνήθως με τον εαυτό τους μια σχέση αγάπης – μίσους. Ενώ στα άλλα ατομικά αθλήματα ο αθλητής δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ή πρέπει να τηρήσει μια απαρέγκλιτη στρατηγική ο τενίστας πρέπει κατά τη διάρκεια του αγώνα να βρει και να διορθώσει τα λάθη του, να προσαρμοστεί και να καταλάβει το ματς, να συνεδριάσει με τον απαιτητικό και δύστροπο εαυτό του πολλές φορές, αν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο και σχεδόν πάντα είναι. Όμως μολονότι η ανάγκη όλων είναι ίδια, η συμπεριφορά τους διαφέρει. Ο Φέντερερ π.χ έκανε κάθε παιγνίδι του να μοιάζει με επίδειξη ικανοτήτων, με μια μικρή πασαρέλα. Όταν απευθύνεται στον εαυτό του είναι για να τον πείσει να μην κυνηγάει πάντα το εξαιρετικό.Ο Μάρεϊ προσπαθεί κάθε φορά να θυμηθεί συμβουλές – κάνει ό,τι μπορεί για να βρει τις λύσεις σαν καλός μαθητής. Ο Ναδάλ αυτοεμψυχώνεται με τα πολλά vamos – γνωρίζει καλά ότι στη δική του περίπτωση η δύναμή του είναι οι παλμοί της καρδιάς του, η μαχητικότητα και η αντοχή και όχι η κλάση. Όλα αυτά είναι απλά και κατανοητά: το μυστήριο είναι οι συνεδρίες που κάνει με τον εαυτό του ο Τζόκοβιτς. Για αυτό λέω ότι κερδίζει ή χάνει μόνος του: γιατί το παιγνίδι του είναι αποτέλεσμα μιας μυστήριας αυτοψυχανάλυσης που επιχειρεί την ίδια την ώρα του αγώνα. Ο πατέρας του Τζόκοβιτς, αθλητής και ο ίδιος, ήθελε να τον κάνει ποδηλάτη ή σκιέρ: το καταλαβαίνω. Προφανώς είχε διακρίνει την ανικανότητα του γιού του να συνεργαστεί με τον οποιοδήποτε, (ανικανότητα που χαρακτηρίζει σχεδόν κάθε ιδιοφυή), αλλά και τη θέλησή του να ξεπερνά τα στάνταρ του, κάτι που στο ποδήλατο και στο σκι είναι απαραίτητο. Όμως ο μικρός, ως προσωπικότητα πολύπλοκη, κατέληξε στο τένις και ξεκίνησε να δουλεύει με την Γελένα Γέλιτς που πριν από αυτόν είχε κάνει πρωταθλήτρια μια άλλη μεγάλη εσωστρεφή: τη Μόνικα Σέλες.Για να γνωρίσει την αξία της μεθοδικότητας ο μπαμπάς τον έστειλε στη Γερμανία (που αλλού;) κι αυτή νομίζω είναι η λεπτομέρεια που εξηγεί όσα ακολούθησαν: ο Τζόκοβιτς είναι ένας Σέρβος με γερμανική παιδεία. Έχει στο παιγνίδι του τη στιβαρότητα, την πίστη, τη δημιουργική ξεροκεφαλιά και την αποτελεσματικότητα των Γερμανών, αλλά την ίδια στιγμή παραμένει παιγνιδιάρης, επιπόλαιος, επιδειξιομανής και χαριτωμένα φαφλατάς, όπως οι βαλκάνιοι.Δεν είναι ζήτημα καλού και κακού – δεν υπάρχει ένας καλός γερμανοτραφής Τζόκο κι ένας μπαγαμπόντης Σέρβος Νόβακ: η ελαφράδα του βαλκάνιου είναι ένα καλό φίλτρο που εντέλει αξιοποιεί τη γερμανική παιδεία, όμως η ψυχοσύνθεση είναι τόσο παράξενη ώστε ο τύπος φτάνει συχνά ένα βήμα από τη σχιζοφρένεια! Το τελευταίο του game στην Αυστραλία είναι ενδεικτικό: είναι μια σύνθεση περφεξιονισμού και ιλαρότητας, μεγάλης θέλησης και απίστευτης επιπολαιότητας, στρατηγικής και τσαπατσουλιάς – για να το κερδίσει ο Τζόκοβιτς πρέπει να δαμάσει το αυτοκαταστροφικό κομμάτι του υπέροχα περίπλοκου εαυτού του. Να ρισκάρει, αλλά και να κάνει υπομονή, να τρέξει τον αντίπαλο και να εκτεθεί και συγχρόνως να παραμείνει ψύχραιμος.Για αυτό λέω ότι ο τύπος παίζει χωρίς αντίπαλο. Αυτό το δυο σε ένα του καταπληκτικού αυτού παίκτη φαίνεται και σε πολλά άλλα. Ο Τζόκοβιτς είναι ένας μεγάλος κλόουν που όταν παίρνει μέρος σε τηλεοπτικά σόου κάνει τον κόσμο να γελάει αδιαφορώντας για την δημόσια εικόνα του...και την ίδια στιγμή είναι ο παίκτης που το 2011 κέρδισε τα περισσότερα χρήματα στο τένις στην ιστορία του σπορ: μόνο από χρηματικά βραβεία στα τουρνουά που πήρε μέρος έβαλε στην τσέπη 12.619.803 δολάρια πράγμα που δείχνει ότι ο τύπος παίρνει τη ζωή πολύ στα σοβαρά. Την ίδια στιγμή εμφανίζεται στη Eurovision, παίρνει μέρος σε trash ταινίες του Χόλιγουντ όπως οι Μισθοφόροι 2, δηλώνει πως θα του ήταν προτιμότερο να ασχοληθεί με τη μαγειρική και το σκάκι «που είναι περίπου το ίδιο πράγμα για κάποιον που έχει ζήσει στο Βελιγράδι». Και την ίδια ώρα κουβαλάει το ρεκόρ των 43 συνεχόμενων νικών σε τουρνουά ΑΤP, κατόρθωμα που έχει κάνει ο Μπιορν Μποργκ και που δεν έχει πετύχει ούτε ο μεγάλος Φέντερερ.Πιστεύω πως θα γίνει ο πρώτος που θα καταφέρει να κερδίσει όλα τα τουρνουά του Γκραν Σλαμ στον ίδιο χρόνο ισοφαρίζοντας το στοιχειωμένο ρεκόρ του Ροντ Λέιβερ που κανείς δεν έσπασε από το 1969. Μόνο που για να το κάνει πρέπει οι συνεδρίες με τον εαυτό του να βασίζονται στην ειλικρίνεια. Πράγμα δύσκολο για ένα σπάνιο, εξαιρετικό, χαρισματικό Σέρβο…
Keywords
Τυχαία Θέματα