Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
Η προφητεία είναι νομιμοποιητικός μηχανισμός κάποιας μορφής ηγεμονίας. Η προφητεία δεν έρχεται από το παρελθόν, αλλά προφασίζεται πως καταφτάνει από το μέλλον. Η προφητεία αποσκοπεί στην σύσταση μιας νέας τάξης πραγμάτων μέσω μιας τελεολογικής κοσμοαντίληψης. Η προφητεία συστήνει μεταφυσικά, απολιτικά μια
νέα τάξη πραγμάτων, στο όνομα μιας φυσικής, αλλά .......ακόμη ασύλληπτης επιστημονικά ή αναπόδεικτης εμπειρικά νομοτέλειας.
Ο κόσμος των προφητών, είναι ο κόσμος του ολοκληρωτισμού,
ο κόσμος της θυσίας, ο κόσμος της απόλυτης αλήθειας, ο κόσμος κάποιας αποκάλυψης, ο κόσμος που πάντα θα προσεύχεται για την σωτηρία σε κάποιον θεό, στον οποίο δεν θα αναγνωρίζει την ικανότητα να δημιουργήσει μια πέτρα τόσο βαριά που να μην μπορεί ο ίδιος να σηκώσει. Και έτσι ο προφήτης υποκαθιστά τον παντοδύναμο, κατασκευάζοντας αυτός μια πέτρα που δεν θα μπορούσε να σηκώσει ένας συγκεκριμένος λαός, ή η ανθρωπότητα στο σύνολο της δίχως την βοήθεια κάποιας εξωτερικής ή ανώτερης ως προς αυτόν/αυτήν δύναμης (εσωτερικής ή πεφωτισμένης ηγεσίας). Ο κόσμος των προφητών είναι ο κόσμος της εκμετάλλευσης του κοινωνικά δομημένου φόβου. Ο προφήτης εκμεταλλεύεται την «κοινή λογική» που δομείται στον πολιτικά διαρθρωμένο φόβο της συγκυρίας ή στην ατομική ωφέλεια, ανασυσταίνοντας τάξεις πραγμάτων με την μορφή αξιών που παρουσιάζονται ως εισαγόμενα από αυτόν στοιχεία στην κοινωνία, με σκοπό να ορθολογικοποιήσουν μαγικά το άναρχο της συνολικής κοινωνίας/της ανθρωπότητας ή καλύτερα την μη-συνεκτική αντιληπτική δομή αυτών από το άτομο. Προφήτης δίχως κάποιου είδους θεό δεν γίνεται. Ούτε όμως θεός δίχως προφήτες θα είχε έννοια. Αν «σκοτώσεις» τους προφήτες θα ξεμείνεις από θεό και τότε το
δίλημμα της «πέτρας» που ανέφερα θα αφορά σε εσένα προσωπικά, φίλε αναγνώστη. Αν θεωρήσεις πως δεν αφορά σε εσένα προσωπικά, αλλά σε κάποιο κοινωνικό σύνολο αναφοράς τότε έχεις προσχωρήσει στον ιστορικό υλισμό, αναζητώντας να αναπροσδιορίσεις τις σχέσεις που διαμορφώνουν την αξία από την ανακατασκευή των ιστορικών-κοινωνικών τάξεων των πραγμάτων στο πλαίσιο αντικειμενικών σχέσεων που προκύπτουν από την επίγνωση της καπιταλιστικής λειτουργίας και δομής. Το τελευταίο είναι μια μορφή μεθοδολογικού ολισμού. Υπάρχει και άλλη, αντιδραστική, ο γραφειοκρατικά οργανωμένος (παγκόσμια διακυβέρνηση) ολοκληρωτικός καπιταλισμός. Αν δεν αντέχεις την καταπίεση και την συμμορφωτική στρατηγική των θεοτήτων, τότε προφανώς αποκρούεις κάθε είδους προφητεία, κατασκευάζοντας ο ίδιος μια μεικτή, πλουραλιστική στρατηγική για να κατανοήσεις τα επιμέρους στοιχεία της πολιτικής, ηγεμονικής δράσης στη συγκυρία και έτσι να φτιάξεις τα δικά σου αξιολογικά κριτήρια για έρευνα που προδήλως θα παραπέμψει σε μια συγκεκριμένη πρόταση για
δράση, ή καλύτερα, σε ένα αναθεωρημένο στρατηγικό πλαίσιο για
δράση ή αναδίπλωση. Μόνον που αυτό δεν θα πρέπει να το πράξεις
αυθαίρετα πετώντας στα σκουπίδια την ιστορικο-κοινωνική αποκρυστάλλωση του παρόντος με διάφορες ταξικές, ρατσιστικές ή άλλες προκαταλήψεις. Προσοχή μην την πάθεις από τους νεο-προφήτες, οι οποίοι στο όνομα του τέλους της ιστορίας προφητεύουν μέσω του νεο-θετικισμού, ένα νέο κόσμο απελευθερωμένο από το παρόν και το μέλλον. Δυστυχώς, ούτε από το παρελθόν μπορείς να δραπετέψεις, ούτε το μέλλον να παύσει με κάποιο τρόπο να ορίζει τις αξίες του παρόντος, αν και δεν πρόκειται ακριβώς για αξίες αλλά για αλληλοσυγκρουόμενες εκτιμήσεις διαφορετικών συμφερόντων, που αποσκοπούν να διαμορφώσουν την αξία (οποιασδήποτε μορφής) στην συγκυρία. Αυτό αποτελεί την ουσία της πολιτικής. Περί αυτού ομιλώ τόσο καιρό. Όπως το παρόν δεν σβήνει το παρελθόν, έτσι και η αναφορά στο μέλλον δεν μπορεί να ορίζει δογματικά το παρόν. Αν σκοτώσεις τον απατεώνα προφήτη που σε κυβερνά, θα πρέπει να συμβιώσεις με την έλλειψη του θεού και τότε μόνος εσύ θα έρθεις πιο κοντά στον Άλλον, στον σύντροφο του κοινού συμφέροντος, αλλά παραδόξως και στον αντίπαλο, τον οποίο θα αναγνωρίσεις όχι ως εχθρό που πρέπει αναγκαστικά να εξολοθρέψεις, αλλά ως ανταγωνιστή, του οποίου την λογική του συμφέροντος πρέπει να κατανοήσεις καλά για να εξυπηρετήσεις το δικό σου. Κάπως έτσι μαθαίνεις την εσωτερική πολιτική δομή του δικού σου συμφέροντος και μεταβάλλεσαι σε ενσυνείδητο υποκείμενο, καλά εξοπλισμένο στην αρένα της αντιπαράθεσης για τον ορισμό της αξίας, είτε ως πολίτης, είτε ως πολιτικός φορέας, είτε ως οργανισμός, είτε ως κράτος. Μπορεί όμως η αξία να θεωρηθεί έξω από ένα πλαίσιο εκμετάλλευσης ή, αν προτιμάτε, απόλαυσης δικαιωμάτων; Μάλλον όχι, με την κλασική μορφή της επιστήμης και της αντίληψης της πολιτικής δράσης. Μόνον με την βιοοικονομία θα μπορούσες να το δεις διαφορετικά, αλλά αυτό μάλλον δεν αφορά στην προσέγγιση αυτού του σημειώματος, το οποίο αποφεύγοντας την προφητεία, μιλά σκόπιμα πλαγίως για ένα ζήτημα που θέλει ιδιαίτερη προσοχή στην αντιμετώπιση του: την μετατροπή της κοινωνικοοικονομικής κρίσης της
Ελλάδας σε στρατηγική κρίση εθνικού χαρακτήρα. Προσφέρω μια απομυθοποιητική μορφή προσέγγισης του στρατηγικού διλήμματος, το οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε πολιτικής σκέψης στην ελληνική συγκυρία, καταλήγοντας στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης δικαιωμάτων κυριαρχικού χαρακτήρα. Το «η
Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται κυριαρχικά της δικαιώματα», φαντάζει εξίσου φαιδρό με το «οι εργαζόμενοι δεν διαπραγματεύονται τα δικαιώματα τους». Θέλουμε δεν θέλουμε, υπάρχουμε μέσω της διαρκούς διαπραγμάτευσης. Υπάρχουμε μέσω της πολιτικής και όχι μέσω της επανάστασης. Εκτός αν κάνουμε επανάσταση. Ο πόλεμος είναι πολιτικό μέσο που διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο διαπραγμάτευσης για τον ορισμό δικαιωμάτων. Άρα, το δικαίωμα δεν είναι αναλλοίωτο, αλλά συνάρτηση της πολιτικής σου προσωπικότητας στην συγκυρία, η οποία δεν βασίζεται σε μια θεοποιημένη νομιμότητα του παρελθόντος και ούτε υπακούει νομοτελειακά σε μια μελλοντική ουτοπία ή ικεσία, που εμφανίζεται ως ευσεβής πόθος ή υπόσχεση. Το δικαίωμα είναι στοιχείο της άρθρωσης μιας στρατηγικής στο παρόν που λαμβάνει όμως υπόψιν την δυναμική των αντικρουόμενων συμφερόντων για τον ορισμό των αξιών στο μέλλον, σε ένα ή περισσότερα πεδία ανάπτυξης της πολιτικής. Το δικαίωμα δεν είναι στατικό, αλλά δυναμικό μέγεθος. Με το δικαίωμα δεν κάνεις ακριβώς πολιτική, αλλά «πολιτική στάση» για επίθεση στον ανταγωνιστή σου, ώστε να βρίσκεσαι την επόμενη στιγμή, στο άμεσο μέλλον, σε πλεονεκτικότερη θέση για επικράτηση σε ένα στρατηγικό παίγνιο που βρίσκεται σε εξέλιξη για τον ορισμό μιας νέας τάξης πραγμάτων, που θα επαναπροσδιορίζει τις αξίες (τον πολιτισμό, την οικονομία, την νομιμότητα). Μέσα από αυτό το νέο, αναθεωρημένο σύστημα θα καθορίζεται μια
νέα κοινωνική και διεθνοπολιτική ισορροπία συμφερόντων πολλαπλού χαρακτήρα, που θα διαμορφώνει το νέο καθεστώς απόλαυσης δικαιωμάτων. Πρώτα θα οριστεί το νέο καθεστώς και μετά εντός αυτού, τι είναι και πώς ασκείται το δικαίωμα από τους ιδιαίτερους παράγοντες του συστήματος που θα ορίζονται ως φορείς δικαιωμάτων. Μόνον που η διαδικασία αυτή είναι τόσο σύνθετη που μόνον ως συνδυασμό μακροπολιτικής και μικροπολιτικής μπορείς να την εντοπίσεις, αλλιώς σου φαίνεται πως οι διαδικασίες «αναθεώρηση καθεστώτος» – «αναθεώρηση δικαιωμάτων» είναι παράλληλες. Στην
Ελλάδα αναθεωρείται εκ βάθρων το οικονομικό μοντέλο, απορρυθμίζοντας δραματικά το κοινωνικό μοντέλο και την αγορά, θέτοντας μάλιστα σε ομηρεία εκτός από τον λαό και το ίδιο το κράτος ως διεθνή οντότητα απόλαυσης δικαιωμάτων. Αυτό πριν επισυμβεί εκτιμούσα ότι θα γίνει ως στρατηγική εξέλιξη στο πλαίσιο των διεθνών και ευρωπαϊκών πολιτικών, αλλά δυστυχώς κάποιοι το αποκαλούσαν προφητεία, προφανώς επειδή δεν καταλάβαιναν τι είναι προφητεία, ή επιχειρούσαν να διαστρέψουν την υπό διαμόρφωση πραγματικότητα, ή απλώς επειδή έμαθαν να ορίζουν το παρόν προφητικά ή νεο-προφητικά (νεο-θετικιστικά: κάθε παρόν είναι ανεξάρτητο από το προηγούμενο και το επόμενο και προφήτης είναι ο ηγέτης του παρόντος και μόνον). Μόνον που αυτή η ριζική κοινωνικοοικονομική αναθεώρηση δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι άσχετη με την γεωστρατηγική αναθεώρηση που αφορά στην
Ελλάδα. Αν ήταν άσχετη, τότε θα έπρεπε να υποστηρίξει κανείς πώς η οικονομία και το κοινωνικό μοντέλο είναι άσχετα με την υπόσταση μιας χώρας, την εθνική της ταυτότητα και την γεωπολιτική της δυναμική. Αν πάλι θεωρούσες πως ήταν η βούληση κάποιων για
αναδιάρθρωση της ηγεμονικής δομής στην ευρύτερη περιοχή μας που οδήγησε πρώτα στην οικονομική και κοινωνική απορρύθμιση και δραματική πολιτική εξασθένηση της
Ελλάδας, θα μεταβαλλόσουν σε οπαδό προφητών και θιασώτη προφητειών με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική σου ταυτότητα – όπως το προσδιόρισα παραπάνω. Αν ωστόσο επιχειρούσες να τοποθετήσεις το ζήτημα σε μια στρατηγική βάση, όπως την περιέγραψα, συνδυάζοντας τις μακροπολιτικές ενδείξεις με τα μικροπολιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης, θα κατέληγες πως η κρίση αυτή θα επεκταθεί πιθανότατα σύντομα στην εξωτερική πολιτική. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος: είναι η συγκεκριμένη μορφή διαχείρισης της κρίσης με επιβολή εσωτερικής υποτίμησης και χρόνιας ύφεσης, όπως και η μορφή των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης, που εξασθενούν την χώρα δραματικά σε μία περίοδο έντονων πολιτικο-στρατιωτικών και οικονομικών διεργασιών που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, με τα δυτικά Βαλκάνια, μάλιστα, να μην έχουν αποκτήσει ακόμα σταθερότητα. Αναμφισβήτητα η αντικειμενική κατάσταση της
Ελλάδας αυτή την στιγμή αποτελεί έναν πρόσθετο παράγοντα αστάθειας στην περιοχή και αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκρύβεται. Το γεγονός αυτό προκαλούνται να εκμεταλλευτούν όλες εκείνες οι δυνάμεις που θα είχαν όφελος να μεταβληθεί το
status quo στην περιοχή, είτε αυτές αποκρυσταλλώνουν εθνικά, είτε ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν είναι απλώς το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή που περιβάλλει την
Ελλάδα, αλλά επιπλέον ένα πλήθος σύνθετων εμπορικών, ενεργειακών και χρηματοπιστωτικών συμφερόντων, όπως και συμφερόντων που σχετίζονται με την αναδιάταξη δυνάμεων εν όψει της παγίωσης ενός πολυπολικού συστήματος παγκόσμιας ηγεμονίας, που οδηγούν σε αύξηση της εντροπίας στην περιοχή. Μεγεθύνονται δηλαδή δραματικά οι πιθανότητες η
Ελλάδα να εμπλακεί σε μία σκληρή αντιπαράθεση πρωτίστως με την Τουρκία, αλλά και με άλλες, λιγότερο ισχυρές στρατιωτικά χώρες στην περιοχή, πράγμα που θα προκαλέσει ένα ντόμινο εξελίξεων, το οποίο θα διαμορφώσει ένα εντελώς νέο στρατηγικό περιβάλλον για τον ορισμό δικαιωμάτων εθνικού, ιδιωτικού (επιχειρηματικού) και κοινωνικού χαρακτήρα για όλους και ασφαλώς για εμάς τους Έλληνες ιδιαίτερα. Είναι αλήθεια ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στην ανατροπή του πλαισίου βεβαιοτήτων που όριζε γενικά το «δικαίωμα» της
Ελλάδας στην περιοχή, σε συνέχεια της ανατροπής του πλαισίου βεβαιοτήτων που όριζαν, έστω και σχετικά αφηρημένα, την πραγματικότητα των ανθρώπινων, εργασιακών και ευρύτερα κοινωνικών δικαιωμάτων στην χώρα. Από την μία είναι η ίδια η μορφή της κρίσης που θα μπορούσε να προκαλέσει καιροσκοπικά στοιχεία της εσωτερικής πολιτικής και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας να διασκεδάσουν τον αιτιατό μηχανισμό πρόκλησής της, καταφεύγοντας σε επικίνδυνες κινήσεις αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, θερμαίνοντας την λανθάνουσα διένεξη με την Τουρκία - σε άδηλη ευθυγράμμιση με εθνικιστικούς κύκλους ασφαλώς. Ενώ από την άλλη, την δεινή θέση της
Ελλάδας μέσα στο διαμορφωμένο πλαίσιο της κρίσης που την αφορά, θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν πλήθος αντίπαλων συμφερόντων στην περιοχή, όπως και αναθεωρητικών συμφερόντων που φαίνεται να κυριαρχούν στο State Department των
ΗΠΑ, αλλά και σε κυβερνητικούς και οικονομικούς κύκλους της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, με την ρωσική κυβέρνηση, μάλιστα, σε ρόλο ελεύθερου καβαλάρη, έτοιμου να διαπραγματευθεί αποκλειστικά το δικό της συμφέρον σφαιρικά και όχι απομονωμένα. Το όφελος, δηλαδή, για την σημερινή
Ρωσία προκύπτει στον βαθμό που το νέο καθεστώς που θα επιβληθεί στην περιοχή (ανατρέποντας προφανώς την Συνθήκη της Λωζάννης και τις επιμέρους Συμφωνίες που δομήθηκαν επ’ αυτής για την περιοχή) εξυπηρετήσει την γενικότερη υπόστασή της ως επανιδρυόμενη υπερδύναμη και μόνον. Με μία κουβέντα, οι αντικειμενικές πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, αλλά και η κοινωνική κατάσταση στο εσωτερικό της
Ελλάδας, μοιάζει να ενισχύουν την εντροπία στην περιοχή, πράγμα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν όσοι είναι σε θέση να αξιοποιήσουν προς όφελός τους μία μετατροπή της λανθάνουσας διένεξης με την Τουρκία σε έκδηλη, ενδεχομένως και θερμή, η οποία θα κατέληγε σε ένα ντόμινο αναθεωρήσεων στην ανατολική Μεσόγειο και τα δυτικά Βαλκάνια. Δυστυχώς μεταξύ αυτών βρίσκονται οι κυρίαρχες δυνάμεις της στρατιωτικο-οικονομικής ελίτ στην Τουρκία και ένας εσμός συμφερόντων που φαίνεται να κινείται γύρω από τον πρωθυπουργό, Αντώνη
Σαμαρά. Αυτό πράγματι αποτελεί έναν πολύ «κακό οιωνό», άσχετο με οποιαδήποτε προφητεία, αλλά σχετικότατο με την θεωρία των παιγνίων, ιδωμένη από σύγχρονες μαθηματικές προσεγγίσεις των οικονομικών, της τεχνικής φυσικής και των διεθνών σχέσεων. Δεν κρίνω σκόπιμο ότι πρέπει να προχωρήσω σ’ αυτό το σημείωμα σε μία μορφή ανάλυσης δυνατοτήτων, αδυναμιών, ευκαιριών και ουσιαστικών απειλών για την χώρα και την ελληνική κοινωνία εντός του σαφώς αναθεωρητικού περιβάλλοντος που ορίζει την γεωστρατηγική δυναμική στην περιοχή μας. Θέλω απλώς να καταστήσω σαφές πώς οποιαδήποτε μεταβολή του
status quo στην περιοχή θα προκαλέσει την ερήμην του ελληνικού λαού - και μάλιστα με έντονα παραμορφωτικά χαρακτηριστικά – μεταβολή της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, από την οποία θα βγουν ζημιωμένες οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου και θα νομιμοποιηθούν πολύ δυσμενέστερες για την δημοκρατία και την ευημερία συνθήκες, στο όνομα φυσικά του υπέρτατου εθνικού κινδύνου. Και μέσα στο περιβάλλον αυτό, αντί να κυριαρχήσει η στρατηγική για τον επαναπροσδιορισμό δικαιωμάτων υπέρ της χώρας και των εργαζομένων, θα επικρατήσουν οι προφήτες μαζί με τους νέο-προφήτες, έτσι ώστε να διασκεδαστεί απολύτως το εσωτερικό πολιτικό διακύβευμα και οι νέες αντικειμενικότητες που θα ορίζουν την εθνική ταυτότητα της χώρας. Η υπόθεση, εκτός από σοβαρή και επείγουσα, είναι ζήτημα ευρύτερης εθνικής στρατηγικής, το οποίο είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί στο επίπεδο του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πρακτικής της κυβέρνησης και στο διαμορφωμένο επίπεδο του πολιτικού ανταγωνισμού στην
Ελλάδα. Αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό, το οποίο δικαιολογεί ίσως την προσπάθειά μου να θέσω κατ’ αρχήν θεωρητικά και πλαγίως το ζήτημα της ανάγκης να αποφευχθούν «καουμποϊλίκια», με την παράλληλη σοβαρή οργάνωση των δυνάμεων εκείνων του στρατού - ιδιαίτερα του ναυτικού - και της διπλωματίας που μπορούν να αποτρέψουν προβοκάτσιες κάθε τύπου.