Συνελόντι ειπείν…

Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Ας ξεκινήσουμε, χωρίς περιστροφές, με τη γενική παρατήρηση ότι το νέο Μνημόνιο 3, είναι μακράν το χειρότερο σε σχέση με τα προηγούμενα δύο.
Το Μνημόνιο 3, ΔΕΝ αποτελεί λύση, όχι «οριστική», μα ούτε καν «προσωρινή», για τους ίδιους και χειρότερους ακόμα λόγους, για τους οποίους δεν αποτελούσαν «λύση» τα προηγούμενα
μνημόνια, τα προηγούμενα ενδιάμεσα προγράμματα, οι προηγούμενοι εφαρμοστικοί νόμοι (με μοναδική εξαίρεση ό,τι είχε να κάνει με τις περικοπές μισθών και συντάξεων).
Το Μνημόνιο 3, όντας ακόμα πιο υφεσιακό (διότι ακόμα κι όταν εφαρμόζεις τα ίδια μέτρα σε μια οικονομία και κοινωνία που πλέον είναι ακόμα πιο εξασθενισμένη και λεηλατημένη, έχουν επίδραση πολύ πιο δυσμενή απ’ ό,τι προηγούμενα), το ίδιο αν όχι και ακόμα πιο αντισυνταγματικό και αντιδημοκρατικό, ακόμα πιο αντιαναπτυξιακό (όσο εδράζεται στην νεοφιλελεύθερη περί ανάπτυξης αντίληψη που εννοεί να μετρά «επιτυχίες» στη βάση του όγκου της φτωχοποίησης, της........ λεηλασίας και εξαθλίωσης της κοινωνίας και του λαού), δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια προσωρινή αναστολή αυτού που αποτελούσε διακαή πόθο και στόχο του Βερολίνου, δηλαδή το Grexit.

Αυτό που πέτυχαν οι Γερμανοί, είναι τούτο : να επιβάλουν ένα νέο Μνημόνιο, που να στηρίζεται σε ακόμα πιο λάθος «φάρμακο», που να στηρίζεται σε ό,τι θεωρήθηκε ως δήθεν «λάθος» τα τελευταία πέντε χρόνια το οποίο οι δανειστές όχι μονάχα αρνούνται να διορθώσουν, αλλά και να το καθιστούν όλο και πιο μεθοδευμένα «λάθος» (ακριβώς, διότι μόνο περί «λάθους» δεν πρόκειται), με τη βεβαιότητα, ότι σε λίγα χρόνια, όταν και τούτο το πρόγραμμα θα έχει αποτύχει, και ταυτόχρονα το χρέος θα έχει εκτοξευτεί σε νέα υψηλά, (αν εν τω μεταξύ μια ενδιάμεση «διευθέτηση» δεν οδηγήσει σε ένα νέο PSI, ακόμα χειρότερο, αν όχι σε ακόμα πιο ακραίες αξιώσεις, όπως π.χ. κουρέματα καταθέσεων), θα μπορέσουν να επαναλάβουν την αξίωσή τους περί Grexit, κι εδώ ας θυμίσουμε, ότι αυτή η θέση των Γερμανών, δεν είναι θέση του τελευταίου πενταμήνου, εξαμήνου.
Πρόκειται στην ουσία, για μια αναστολή με την ουσιαστική ρήξη, και όχι για αποφυγή. Μια ρήξη, την οποία διακαώς την επιδιώκουν περισσότερο στο Βερολίνο παρά οι όποιοι κύκλοι εδώ στη χώρα μας που επιθυμούν την επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα. Μια ρήξη που, ας το πούμε κι αυτό, δεν έχει να κάνει ειδικώς με την Ελλάδα, μα αποτελεί στρατηγική θάλεγα θέση του Βερολίνου, για την περί δύο (ή και τριών) ταχυτήτων περιοχών στην Ευρώπη, με την ενάρετη λίγκα του Βορρά να έχει απαλλαγεί από όλα τα «βαρίδια» του ευρωπαϊκού Νότου και της ευρωπαϊκής Ανατολής, (μάλιστα δε, δεν είμαι διόλου βέβαιος αν σ’ αυτή την ενάρετη λίγκα περιλαμβάνουν και την Γαλλία). Το ότι η Ελλάδα αποτελεί τον προνομιούχο στόχο του Βερολίνου, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι και η χώρα με τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα.
Μάλιστα δε, σε κάθε νέο πρόγραμμα, η Ελλάδα εμφανίζεται όλο και πιο αποδυναμωμένη σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες πίεσης που μπορεί να ασκήσει στους δανειστές της. Αν οι δυνατότητες πίεσης ήταν πολύ μεγάλες το 2010, ήταν εξαιρετικά πιο αποδυναμωμένες το 2012, ακόμα πιο αποδυναμωμένες το 2015, και μένει να δούμε αν την επόμενη κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία, όπως εκτιμώ (και ταυτόχρονα εύχομαι ολόθερμα να διαψευστώ), θα ξαναζήσουμε «μέρες του Ιουλίου του 2015», θα έχει μείνει έστω και ένα ξύλινο βέλος στη φαρέτρα μας για να αντιμετωπίσουμε ένα τανκς που θα μας απειλεί από την αντίθετη πλευρά.
Το ζήτημα είναι τότε, η καυτή πατάτα σε ποιανού χέρια θα βρεθεί, διότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση που θα αντιληφθεί ότι πλησιάζει προς το χρονικό σημείο «μηδέν», αναμφίβολα θα επιχειρήσει να μη βρίσκεται εκείνη την ώρα στο τιμόνι της εξουσίας. Αυτό συνέβη το 2015, σύμφωνα με την δική μου αντίληψη των πραγμάτων. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι σαφώς η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου που είχαν αφήσει χωρίς να υλοποιηθούν σχεδόν οι μισές δεσμεύσεις από το δεύτερο μνημόνιο, γνώριζαν, αν δεν είχαν ειδοποιηθεί, ότι αυτό θα οδηγούσε στην αξίωση των δανειστών σε νέα πιο σκληρά (και παρεμπιπτόντως πιο άδικα) μέτρα, κάτι που γνώριζαν ότι πλέον δεν ήταν σε θέση να κάνουν.
Οι εκλογές του 2015, στη δική μου ερμηνεία των πραγμάτων, αποτέλεσαν μια λύτρωση για τη κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, παρά το προσωπικό τους κόστος, κάτι που δεν μετρά ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που διακυβεύονται ευρύτερα παραταξιακά και κομματικά συμφέροντα, και ιδίως στις περιπτώσεις που δεν έχουμε να κάνουμε και με χαρισματικές ηγεσίες, ήταν κάτι που όχι μόνο δεν επιχειρήθηκε να αποφευχθούν αλλά και εξωθήθηκαν τα πράγματα προς τα εκεί.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ, κληρονόμησε την «καυτή πατάτα» όχι αγνοώντας το γεγονός αυτό, μα πιστεύοντας ότι διαθέτει στρατηγική και τακτική αντιμετώπισης της αναμενόμενης αντίδρασης της καθολικά ελεγχόμενης από κυβερνήσεις νεοφελελεύθερων αντιλήψεων, ή άλλων εκόντων ακόντων υποταγμένων σ’ αυτές, Ευρώπη.
Ποιες ήταν αυτές οι αντιλήψεις του;
Ουσιαστικά τούτη εδώ : ότι περίπου νομοτελειακά η Ευρώπη, παρά τις όποιες αντιρρήσεις της, θα συμβιβάζονταν κατά τρόπο «αμοιβαίως επωφελή» με την Ελλάδα, μια αντίληψη που εμπεριέχει ένα θεμελιώδες εγγενές σφάλμα. Υπέθεσε δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι η ΣΗΜΕΡΙΝΗ Ευρώπη, είναι η Ευρώπη του Μονέ, του Σουμάν, του Αντενάουερ, η Ευρώπη που «τελικά» «σέβεται» τις ίδιες τις καταστατικές της αρχές. Εν προκειμένω, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλήφθηκε, ως κυβέρνηση, ότι η σημερινή κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη δεν έχει καμία σχέση με τις ιστορικές καταβολές των ηγετών εκείνων που δρομολόγησαν το ευρωπαϊκό όνειρο πριν 70 χρόνια περίπου, (κάτι που είχε αντιληφθεί ως αντιπολίτευση), και δεν διερωτήθηκε γιατί το Βερολίνο θα ήταν πιο διαλακτικό απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ απ’ ό,τι στη Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ.
Όμως, το λάθος δεν σταματά εδώ : διαφήμιζε την αποφασιστικότητά του ακόμα και για «ρήξη», ενώ την ίδια στιγμή διαβεβαίωνε ότι δεν θα επιδίωκε τη «ρήξη», διότι δεν είχε τέτοια νομιμοποίηση, ενώ ακόμα και το 62% «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, δεν το ερμήνευσε σαν εντολή «ρήξης», δηλαδή, να φτάσει στα άκρα, και είτε θα πετύχουμε να τελειώσει η λιτότητα, είτε να επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα. Αυτή η αμφιταλάντευση, ευφυώς και ορθώς ερμηνεύθηκε από τους «άλλους», πως το «σκυλί» αυτό που γαυγίζει πάρα πολύ, δεν «δαγκώνει», ή εν πάση περιπτώσει δεν είναι διατεθειμένο να «δαγκώσει». Τούτου δοθέντος, οι «άλλοι», έχοντας βεβαιωθεί για τούτο, πλέον άρχισαν να γίνονται αυτοί οι αδιάλλακτοι της υπόθεσης και να προσκαλούν την ελληνική πλευρά, αν εννοεί τα όσα λέει περί ρήξης να πραγματοποιήσει την απειλή της. Τούτο το σημείο ήταν και το πιο κρίσιμο. Πόσο ορθά αξιολογήθηκε από την ελληνική πλευρά αν τούτη τη «ρήξη» την έτρεμαν περισσότερο απ΄ όλους οι δανειστές μας, και αν ήταν όντως διατεθειμένοι να φτάσουν σ’ αυτή «πάση θυσία», δηλαδή, πυροδοτώντας παγκόσμιες κερδοσκοπικές επιθέσεις στο ευρώ και στις οικονομίες της ευρωζώνης (αρχίζοντας από το Νότο και καταλήγοντας στο Βορρά); Πόσο ορθά αξιολογήθηκε από την ελληνική πλευρά, πριν πει το μεγάλο «ΝΑΙ» στο νέο Μνημόνιο, ότι αυτό το νέο «πρόγραμμα διάσωσης», δεν μας σώζει, αλλά απλά αναβάλει το ραντεβού με την επόμενη, και κατά τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων βέβαιη, «επίθεση» του Βερολίνου για ευόδωση του επί τους παρόντος αποτυχημένου εγχειρήματός του για ένα ελληνικό Grexit, για τους λόγους που ήδη εξήγησα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το πεντάμηνο που πέρασε, ένα πράγμα διαχειρίστηκε κατά τρόπο ολέθριο : το χρόνο. Οι εξελίξεις των τελευταίων δύο εβδομάδων, αν τις είχε προγραμματισμένες να τις δρομολογήσει, έπρεπε να το είχε κάνει το πρώτο δίμηνο και κυρίως, να είχε σταματήσει από τότε τις πληρωμές προς το ΔΝΤ. Και ακόμα πιο σημαντικό : να είχε ενημερώσει το λαό, για όλες τις πιθανές εκβάσεις της πολιτικής του, ζητώντας απ’ αυτών την έγκρισή του.
Όμως ο χρόνος χάθηκε και σε μια άλλη κρίσιμη παράμετρο, που ακόμα και μ’ αυτές τις εξελίξεις, θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα άμβλυνσης της κατάληξης της νέας συμφωνίας. Αναφέρομαι στο κρίσιμο ζήτημα της πάταξης της μεγαλοφοροδιαφυγής, της μεγαλοεισφοροδιαφυγής, και της μεγαλοδιαπλοκής. Είδαμε κι εδώ, τέσσερις με πέντε περιπτώσεις ονομάτων που «έπαιξαν» περισσότερο ως ονόματα παρά ως ουσία «ανακάλυψης» μαύρου χρήματος, μιλώ από άποψη μεγέθους.
Και ερωτώ : σε μια χώρα, όπου ντόπιοι και ξένοι, αν συμφωνούν κάπου είναι ότι οργιάζουν φαινόμενα σαν τα παραπάνω, σε μια χώρα στην οποία με το νέο Μνημόνιο ξαναβάζουμε το χέρι στη τσέπη του συνταξιούχου για να του αρπάξουμε (ληστέψουμε δηλαδή) κανένα πρόσθετο εικοσάευρο με το οποίο κανείς δεν περιμένει να λυθεί κανένα πρόβλημα, και την ίδια στιγμή όλα τα συνήθη υποζύγια αισθάνονται πάνω από τα κεφάλια τους, να υπάρχει ένα παράλληλο επίπεδο με πυκνή κυκλοφορία μαύρου χρήματος και να υπάρχουν του κόσμου οι δυσκολίες να αρπάξει η κυβέρνηση απ’ αυτό ένα ποσοστό ας πούμε 5% που θα ισοδυναμούσε με δύο και παραπάνω ΕΝΦΙΑ, πόσο μάλλον να συλλάβει ένα ποσοστό 10% ή 20%, οπότε και θα κάλυπτε χωρίς καμία επιβάρυνση όλα τα δημοσιονομικά κενά της επόμενης τριετίας και θα έμειναν και άλλα χρήματα για να τα ρίξει στην ανάπτυξη, αυτό δεν είναι κάτι, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση της καθομιλούμενης, «σε τρελαίνει»; Και φυσικά, το ερώτημα τίθεται με το δεδομένο, ότι σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, άλλοτε ευθέως με ονόματα και άλλοτε με υπονοούμενα ότι γνωρίζουν πράγματα και ονόματα, χρόνια τώρα αναφέρονται σ’ αυτά τα ζητήματα, και άρα, κι εγώ έχω σαν δεδομένο, πως δεν ψάχνω τώρα να τα ανακαλύψω αυτά τα ονόματα.
Και δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω αυτό που έγραφα συχνά σε προηγούμενα άρθρα μου : κανείς δεν υποχρεώνει κανένα να υπογράψει την καταδίκη και παράδοση της χώρας του. Μπορεί να παραδώσει την εξουσία σε άλλους πρόθυμους γι’ αυτή τη δουλειά.
Ήδη ακούω από κάποιους κυβερνητικούς βουλευτές, (αναφέρομαι στον ΣΥΡΙΖΑ), πως απεφεύχθη το χειρότερο με τη νέα συμφωνία. Αλλά, η ίδια επιχειρηματολογία δεν ήταν και από τη κυβέρνηση Σαμαρά, όταν τον ρωτούσαν πόσα από τα 18 Σημεία του Ζαππείου είχε υλοποιήσει, και η απάντηση ήταν πως μας κράτησε στο ευρώ; Και φυσικά, αφήνω παράμερα, ότι, όπως ήδη υποστήριξα παραπάνω, το ραντεβού με το χειρότερο, απλώς αναβλήθηκε, επαναλαμβάνοντας τη θερμή μου επιθυμία να πέφτω όλως διόλου έξω.
Επιθυμώ όμως να μείνω για λίγο στο θέμα του νομίσματος, με αφορμή το ζήτημα του Grexit που κυριάρχησε τον τελευταίο καιρό.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα, έχω ήδη τοποθετηθεί με άρθρα μου από το 2010.
Δεν είμαι υπέρ κανενός νομισματικού φετίχ. Ως οικονομολόγος, αναζητώ, και πάνω σ’ αυτή βάση κάλεσα και τους συναδέλφους μου να τοποθετηθούν, αν το ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ευρώ, ως τέτοιο, είναι ένα νόμισμα που λειτουργεί προς όφελος ΟΛΩΝ των οικονομιών της ευρωζώνης, ή προς όφελος ΚΑΠΟΙΩΝ εξ αυτών, και αν κατατείνουν, όπως κι εγώ, στη δεύτερη διαπίστωση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι δέον γενέσθαι επ’ αυτού, σε ό,τι αφορά το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνω δε, ότι προσωπικά, το ευρώ δε το πολέμησα ποτέ ως τέτοιο, αλλά μάλλον το πολέμησα ως ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται μεροληπτικά υπέρ της Γερμανικής οικονομίας και άλλων οικονομιών που τυχαίνει να ευνοούνται όπως μια γλάστρα από το πότισμα του βασιλικού.
Μάλιστα, στα ίδια εκείνα άρθρα μου, μίλησα ακόμα και για ένα ευρω για οικονομίες που έχουν συγγενή διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τόσο στο επίπεδο των δυνατοτήτων όσο και των αδυναμιών τους, όπως π.χ. οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, και πάλι, τούτη τη πρόταση την έθετα ως προσωρινή, έως ότου ενδυναμωθούν και μπορέσουν να ανταγωνισθούν οικονομίες, που έχουν ανάγκη από εφαρμογή εντελώς διαφορετικών μειγμάτων οικονομικής, δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Μόνο μια κατά την άποψή μου περίπτωση βλέπω, κατά την οποία όλες οι παραπάνω διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν σε σημαντικό βαθμό : στη περίπτωση που δεν θα είχαμε να κάνουμε με μια ευρωζώνη, την οποίας ο θεμελιώδης σύνδεσμος είναι το νόμισμα, μα με μια Ευρώπη ενωμένη πολιτικά, με μια ενιαία κρατική οντότητα σε όλα α επίπεδα, με ενιαία οικονομική, δημοσιονομική, νομισματική και κοινωνική πολιτική. Όμως το μέγα ζήτημα είναι πως αυτή η Ενωμένη Ευρώπη, δεν είναι ότι δεν υπάρχει, μα αμφιβάλλω και πόσες από τις μεγάλες (και όχι μόνο) χώρες της Ένωσης την επιθυμούν πράγματι, και πάντως, εκτιμώ, ότι δεν την επιθυμεί το Βερολίνο.
Τελειώνοντας, επανέρχομαι από εκεί που άρχισα : από το νέο 3ο Μνημόνιο.
Το ερώτημα είναι : τι γίνεται από εδώ και πέρα;
Ποια άλλη μπορεί να είναι η απάντηση, εκτός από το ότι αυτό θα το δούμε σε λίγες μέρες ή εβδομάδες, διότι αυτό που βλέπω να προκύπτει ως ένα ακόμα μεγαλύτερο θέμα, είναι το ποιες πολιτικές δυνάμεις θα έχουν διαμορφωθεί το επόμενο τρίμηνο, έως τις εκλογές που θα γίνουν με, τολμώ να πω, πάσα βεβαιότητα, αμέσως μετά το Καλοκαίρι. Διότι το πολιτικό σκηνικό του σήμερα, πιστεύω ότι μικρή σχέση θα έχει με το πολιτικό σκηνικό που από τούτη τη στιγμή θα αρχίσει να διαμορφώνεται με ραγδαίους ρυθμούς, αν και η ολοκλήρωσή του, ίσως μας πάει μέχρι και τα απόμενα ένα με δύο χρόνια.
Ίδωμεν!
Keywords
μνημονιο 3, νεα δημοκρατια, έως ότου, μνημονιο, λύση, χρεος, νέα, psi, ελλαδα, γαλλια, οφείλεται, σαμαρας, βενιζελος, εκλογες, συριζα, σημερινη, ΠΑΣΟΚ, δημοψηφισμα 2015, ΔΝΤ, ενφια, ευρω, καλοκαιρι, κινηση στους δρομους, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, δημοψηφισμα, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, τι ειναι το psi, μνημονιο 2, κοινωνικη συμφωνια, εκλογες 2012, βουλευτικές εκλογές 2012, βασεις 2012, αλλαγη ωρας 2012, εκλογες 2015, τελη κυκλοφοριας 2015, κοινωνια, βουλευτες, νεο μνημονιο, χωρες, το θεμα, βερολινο, δημοκρατια, δουλεια, θεμα, μεγα, οικονομια, ονοματα, ονειρο, προγραμμα, σημερινη, ωρα, αρθρα, απλα, αφορμη, εβδομαδες, βρισκεται, γεγονος, γινεται, γινονται, δεδομενο, δευτερο, δικη, ευρω, υπαρχει, εκτιμηση, εκφραση, εμειναν, επρεπε, επιθυμια, ευρωπη, έως ότου, ιδια, ιδιο, η δικη, κυβερνηση, κουρεματα, λαθος, λύση, λυτρωση, νομοι, οντας, ουσια, οφελος, οφείλεται, προβληματα, προγραμματα, ραντεβου, ρηξη, συγκεκριμένο, στα ακρα, φυσικα, χερι, χαθηκε, χρονος, εφαρμογη, εθνικο, χωρα, ιδιαιτερα, μεινει, χερια
Τυχαία Θέματα