Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή κόκκινη κλώσα, που σκάλιζε το χώμα στη φάρμα που ζούσε, μέχρι που ανακάλυψε μερικούς σπόρους σιταριού. Φώναξε τότε τους γείτονές της και τους είπε ‘Αν φυτέψουμε αυτούς τους σπόρους, θα μπορέσουμε να έχουμε ψωμί να φάμε. Ποιος θα με βοηθήσει στο όργωμα και στο φύτεμα;’ Ρώτησε η μικρή κόκκινη κλώσα.

‘Όχι εγώ’, είπε η αγελάδα, ‘τέλειωσε το....
ωράριο μου’.
‘Όχι εγώ’, είπε η πάπια, ‘σήμερα έχω ημιαργία’.
‘Όχι εγώ’, είπε το γουρούνι, ‘έχω πάρει άδεια αιμοδοσίας’.
‘Όχι εγώ’, είπε η χήνα, ‘ψάχνω για δουλειά’.

‘Θα το κάνω
τότε μόνη μου’, είπε η μικρή κόκκινη κλώσα. Κι έτσι κι έκανε. Όργωσε το χωράφι, φύτεψε τους σπόρους, πότισε το χωράφι, το σιτάρι ψήλωσε κι ωρίμασε, που έγινε ψηλό και ολόχρυσο. ‘Ποιος θα με βοηθήσει να θερίσω το σιτάρι;’ Ρώτησε τότε η μικρή κόκκινη κλώσα.

‘Όχι εγώ’, είπε η πάπια, ’σήμερα κάνω στάση εργασίας.’
‘Όχι εγώ, είναι εκτός της ειδικότητας μου’, είπε το γουρούνι.
Keywords
Τυχαία Θέματα