ΜΑ ΗΠΙΑΜΕ ΟΛΟΙ ΤΟ ΤΡΕΛΛΟ ΝΕΡΟ;

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς
Δάσκαλος

. «Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό», λέει ὁ μύθος, «ἤτανε ἕνας σουλτάνος, καλὸς καὶ δίκαιος καὶ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε καὶ αὐτὸς καλὸς καὶ ἦταν κι ἀστρολόγος. Μιὰ μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελλό, καὶ πὼς ὅποιος τὸ πιεῖ αὐτὸ τὸ...
νερό, θὰ τρελλαίνεται.

Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους θὰ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους, καὶ δὲν θὰ νιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό,
μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκαιο καὶ τί ἄδικο.

. Σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτάνος, γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: Ἀφοῦ θὰ τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κι ἐμεῖς, γιατί ἀλλιῶς πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη; Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης πὼς ὁ λόγος του εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θὰ ᾽πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε, καὶ νὰ τὸ φυλάξουμε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουμε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκαια, ὅπως ἔχουνε χρέος.

Ἔτσι κι ἔγινε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔβρεξε στ’ ἀλήθεια, καὶ τὸ νερὸ ἤτανε τρελλὸ νερό, καὶ τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καημένοι τί τοὺς γίνεται, καὶ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκαιο.

Μὰ ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο, καὶ δὲν τρελλαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη. Μὰ ὁ κόσμος τά ᾽βλεπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε πὼς τοὺς ἀδικοῦνε καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση.

. Μετὰ ἀπὸ καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους, καὶ λέγει ὁ σουλτάνος στὸ βεζύρη: Τοῦτοι οἱ φουκαράδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε, μπορεῖ νὰ μᾶς σκοτώσουν ἐπειδὴ θέλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε. Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἀφέντη, ἄιντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τὶς στέρνες, καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτοὺς καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε, καὶ κρίναμε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμεινε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτάνο».

. Στὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου περιέχεται ὁ μύθος τοῦ «τρελλοῦ νεροῦ».

. Ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι τὸ πάλαι ποτὲ «ἀπέραντο φρενοκομεῖο» τοῦ γερο-Καραμανλῆ εἶναι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ἐπίκαιρο; Καλὸ νερὸ ὑπάρχει σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, φυλαγμένο, λέει ὁ Κόντογλου, «μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης», εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν».

Δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ κάποιος σήμερα νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ κατανοήσει μὲ νηφαλιότητα τὰ δρώμενα. Τὸ «παλαβὸ νερὸ» τὸ ἤπιαν πρῶτα οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ καὶ σὲ μεγαλύτερες ποσότητ
Keywords
Τυχαία Θέματα