Οι πισίνες του Κιλελέρ δεν είναι αγροτικές ποτίστρες

Με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «30 πισίνες στο Κιλελέρ» ΤΑ ΝΕΑ έχουν στο σημερινό τους φύλλο εκτενές ρεπορτάζ για την φοροδιαφυγή στον αγροτικό χώρο. Μόνο που, όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα Thessalianews.gr ο τίτλος είναι παραπλανητικός, καθώς οι τριάντα πισίνες καταγράφονται στο χωριό Νίκαια, οι βίλες και τα άλλα ακριβά σπίτια δεν ανήκουν σε αγρότες αλλά κατά κύριο λόγο σε επιχειρηματίες και άλλους Λαρισαίους υψηλών εισοδημάτων πο υεπέλεξαν τη Νίκαια,
κάτι σαν την Εκάλη, για τις....
δεύτερες κατοικίες τους!!!
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας έχει ως εξής:
«Αγρότες δηλώνουν εισοδήματα κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα, αλλά αρκετοί από αυτούς έχουν στα σπίτια τους πισίνες, δείγμα της μεγάλης φοροδιαφυγής που υπάρχει σε έναν ακόμη τομέα της οικονομίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων του υπουργείου Οικονομικών, οι έχοντες εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ τον χρόνο από αγροτικές επιχειρήσεις είναι μόλις... 40 άτομα σε όλη την Ελλάδα. Στο σύνολο των 1.031.792 ατόμων που δηλώνουν εισοδήματα από αγροτικές επιχειρήσεις, προκύπτει ένα μέσο ετήσιο εισόδημα... 1.578 ευρώ τον χρόνο ή 132 ευρώ τον μήνα! Από αυτούς οι 900.000 εμφανίζουν εισόδημα 815 ευρώ τον μήνα.
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ταιριάζουν όλα αυτά με τις καμιά τριανταριά πισίνες που βρίσκουμε σε ένα αγροτικό χωριό 3.000 κατοίκων», διερωτήθηκε ο Νίκος Καραβίτης, αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην επικεφαλής της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, μιλώντας στην πρόσφατη εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ (εκεί όπου ο πρώην ΓΓ Πληροφορικών Συστημάτων Δ. Σπινέλλης μίλησε για τον κανόνα της μίζας «4-4-2»). Όσο για το χωριό στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Καραβίτης βρίσκεται στον Δήμο Κιλελέρ του Νομού Λάρισας και σίγουρα δεν αποτελεί τη μοναδική παρόμοια περίπτωση, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι αγρότες είναι φοροφυγάδες.
Δεν τηρούν βιβλία. Το παράδειγμα αυτό δείχνει ωστόσο μια άλλη διάσταση της φοροδιαφυγής, η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι οι αγρότες δεν υποχρεούνται από τον νόμο να τηρούν βιβλία και στοιχεία, βάσει των οποίων και να φορολογούνται. Η φορολόγησή τους προκύπτει τεκμαρτά, μέσα από μια δαιδαλώδη νομοθεσία και «σύνθετες» διαδικασίες εξολογιστικού προσδιορισμού του εισοδήματός τους, βάσει εγκυκλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο κτλ. Ένα καθεστώς που ευνοεί άλλου είδους παρατράγουδα, την «ψαλίδα» τιμών στα αγροτικά προϊόντα που φεύγουν από το χωράφι σε πολύ χαμηλή τιμή και φτάνουν στον καταναλωτή σε πολύ υψηλή. Tο ζητούμενο, όπως είπε ο κ. Καραβίτης, είναι το εισόδημα εκείνων που εμπορεύονται τα αγροτικά προϊόντα, φέρνοντας ως παράδειγμα τα οπωροκηπευτικά. Τα μεγάλα κέρδη καταλήγουν στην τσέπη του εμπόρου, που διαθέτει μάλιστα νομιμότατα παραστατικά, χωρίς να ανησυχεί μήπως η Εφορία τον ελέγξει και δεν τον βρει «εντάξει». Ωστόσο όλο αυτό το σύστημα βασίζεται στο γεγονός ότι ο αγρότης έχει ειδικό καθεστώς φορολόγησης και δεν υποχρεούται να τηρεί βιβλία και στοιχεία, βάσει των οποίων θα φορολογείται. Ενα πρόβλημα που ξεκίνησε κάποτε, όπως
Keywords
Τυχαία Θέματα