Σαν σήμερα: 30 Μαρτίου 1822, η Χίος πνίγηκε στο αίμα

Εκατόν δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν, δολοφονήθηκαν, ξεριζώθηκαν... Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Το αίμα έτρεχε ποτάμι, μέχρι τη θάλασσα. Το γαλάζιο του νερού βάφτηκε κόκκινο. Ουρλιαχτά, θάνατος, απόγνωση. Καμμένη γη. Χωριά ολόκληρα πυρπολήθηκαν. Μητέρες μέσα στους καπνούς ψάχνουν να βρουν τα παιδιά τους. Τα πρόσωπα τους μαύρα από τις.......
στάχτες. Βλέμμα θολό. Το βλέμμα της τρέλας. Που να κρυφτούν; Δεν ξέρουν.
Τούρκοι παντού. Αγρίμια. Δολοφονούν, βιάζουν. Κατακόκκινοι βαμμένοι από το αίμα των αθώων θυμάτων τους συνεχίζουν να σκοτώνουν όποιον βρουν στο διάβα τους. Η Χίος
πεθαίνει... 30 Μαρτίου 1822

Τι συνέβη όμως και φτάσαμε σε αυτή τη σφαγή; Το δολοφονικό χέρι του Τούρκου θα μπορούσε να κοπεί, πριν καν βγάλει το γιαταγάνι; Ας δούμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν και οδήγησαν σε μια από τις μαζικότερες σφαγές της ιστορίας του ανθρώπινου γένους.
Η Χίος ήταν πάντα ένα νησί που ευημερούσε, τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά. Οι Χιώτες μια πάστα ανθρώπου που έχει στο αίμα του την αλμύρα της θάλασσας, διακρίνονταν πάντα για τη ναυτοσύνη τους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί Λεβέντες* στα πλοία των Οθωμανών ήταν Χιώτες. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι οι Χιώτες σε ελληνικά ή σε Οθωμανικά πλοία κυριαρχούσαν από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι τις ακτές της Αφρικής. Το ευλογημένο νησί της Χίου είχε όμως και άλλο ένα “ατού”. Τα μαστιχόδεντρα. Το δέντρο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο και τους καρπούς του οποίου, λάτρεψαν όλοι οι Σουλτάνοι.
Στις αρχές του 1800 η ευημερούσα Χίος αριθμούσε 120.100 ψυχές εκ των οποίων οι 117.000, ήταν Έλληνες, οι 3.000 Τούρκοι και οι 100 Εβραίοι. Το εμπόριο μαστίχας ανθούσε, το εμπόριο με τα παράλια της Μικρασίας ήταν στο ζενίθ του και οι Χιώτες μπορεί να ζούσαν μια σχετικά ελεύθερη καλή και άνετη ζωή, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν ότι ήταν Έλληνες. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β, τους είχε δώσει άτυπα μια σχετική αυτονομία αφού ποτέ δεν του δημιούργησαν κάποιο πρόβλημα.

Η σπίθα της επανάστασης στην Ελλάδα δεν άφησε τους Χιώτες τυπικά αδιάφορους αλλά στο νησί επικρατούσε ηρεμία. Ακόμη και όταν ο Τομπάζης πήγε να τους ξεσηκώσει, τον Απρίλη του 1821, δεν έγινε τίποτε. Κάποια χιλιόμετρα βορειότερα ο Σουλτάνος έβλεπε την επανάσταση να φουντώνει στην Ελλάδα, αλλά τα αγαπημένα του παιδιά οι Χιώτες να μην ακολουθούν. Ο Μαχμούτ ο Δεύτερος συνέχιζε στα ανάκτορα του Τοπ Καπί να πίνει τα χιώτικα με γεύση μαστίχας σερμπέτια του, ικανοποιημένος.
Όμως σχεδόν ένα χρόνο μετά στις αρχές του Μάρτη του 1822, ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης, αποβιβάζεται στη Χίο με 1500 άνδρες και μαζί με τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά ξεσηκώνουν το λαό. Οι διαφωνίες ανάμεσα στους κατοίκους του νησιού είναι έντονες. Τελικά η σπίθα ανάβει και οι 3.000 Τούρκοι μαζί με τη φρουρά του νησιού οχυρώνονται στο κάστρο. Όμως για άλλη μια φορά η προχειρότητα στην κατάστρωση ενός σχεδίου αλλά και οι έριδες για την αρχηγεία, προδίδουν τους Έλληνες. Οι Τούρκοι ταμπουρωμένοι δεν παραδίδονται ενώ τα μαντάτα της εξέγερσης φτάνουν μέχρι το Τοπ Καπί.
Keywords
Τυχαία Θέματα