Το έπος του Γιλγαμές


Οι θεοί έπλασαν τον Γιλγαμές, τον άρχοντα της Ουρούκ, για να βασιλέψει στους ανθρώπους. Μια που κατά τα δύο τρίτα ήταν θεϊκός, είχε απαράμιλλη ομορφιά, γενναιότητα και σοφία. Ήταν περήφανος σαν νεαρός ταύρος.Ο Γιλγαμές διέσχισε τον ωκεανό κι έφτασε στα πέρατα της ανατολής. Ταξίδεψε μακριά για να βρει τα μυστικά του κόσμου και να φέρει πίσω την ιστορία της εποχής πριν από τον Κατακλυσμό. Έχτισε την πόλη Ουρούκ όπου η ιστορία του Γιλγαμές είναι χαραγμένη σε πέτρινες πινακίδες.Τόσο λαμπρή ήταν η δόξα του Γιλγαμές που κανένας
άντρας δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί του και καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να του αντισταθεί.Η Αρούρου, η θεά της δημιουργίας, αποφάσισε να.... φτιάξει ένα σύντροφο για τον Γιλγαμές. Έφτυσε στις παλάμες της, πήρε λίγο πηλό και τον έριξε στην ερημιά. Έτσι δημιούργησε τον Ενκιντού, τον πολεμιστή, το γιο της σιωπής, το ρωμαλέο. Το σώμα του ήταν τριχωτό σαν ζώου και ο Ενκιντού δεν ήξερε τίποτε για το ανθρώπινο γένος.Μια γυναίκα από το ναό της Ιστάρ, της θεάς του έρωτα, τον δάμασε, ξετρελαμένη με αυτό τον άντρα που γεννήθηκε στα βουνά σαν πεφταστέρι. Αυτή αφύπνισε τον ανδρισμό του. Τον πήρε μαζί της στην Ουρούκ, για να προκαλέσει το μεγάλο Γιλγαμές. «Εγώ είμαι ο πιο δυνατός», κραύγασε ο Ενκιντού. Πάλεψαν σαν ταύροι, αλλά τελικά ο Γιλγαμές τον νίκησε. Μέσα από την πάλη τους γεννήθηκε μια φιλία, πιο δυνατή από τον έρωτα.Ο Γιλγαμές και ο Ενκιντού περιπλανήθηκαν μαζί στον κόσμο, επειδή ο Γιλγαμές ήταν ανήσυχο πνεύμα. Η Ιστάρ ποθούσε τον Γιλγαμές. «Γίνε άντρας μου», του είπε, «και θα έχεις όλο τον κόσμο στα πόδια σου». Όμως ο ήρωας αρνήθηκε λέγοντας της: «Πότε ήσουν πιστή σε κάποιον εραστή;»Ο πόθος της Ιστάρ μετατράπηκε σε μίσος. Πήγε στον Άνου, τον πατέρα της, και στην Άντουμ, τη μητέρα της. «Ο Γιλγαμές με περιφρόνησε», τους είπε. «Πατέρα, φτιάξε μου έναν Ταύρο του Ουρανού να αφανίσω τον Γιλγαμές. Αν δεν το κάνεις, θα ανοίξω τις πύλες της κόλασης και θα αφήσω τους νεκρούς να φάνε μαζί με τους ζωντανούς».«Αν κάνω έναν Ταύρο, θα έχουμε εφτά χρόνια ξηρασία».«Κάνε τον!» αποκρίθηκε η Ιστάρ.Η Ιστάρ πήρε στα χέρια της τα χαλινάρια του Ταύρου του Ουρανού και τον οδήγησε στην Ουρούκ. Ο Ταύρος προσγειώθηκε πλάι στο ποτάμι. Μούγκρισε κι άνοιξε ένα χάσμα στο οποίο έπεσαν εκατό νέοι. Μούγκρισε ξανά κι άλλοι εκατό νέοι χάθηκαν στο νέο χάσμα. Μούγκρισε τρίτη φορά και άνοιξε κι άλλο χάσμα. Εκατό, διακόσιοι, τριακόσιοι νέοι της Ουρούκ γκρεμίστηκαν στο βάραθρο. Ο Ενκιντού άρπαξε τον Ταύρο από τα κέρατα. Καθώς το ζώο τού έφτυνε αφρούς κατάμουτρα, φώναξε: «Γιλγαμές, αδελφέ μου, χτύπα με το ξίφος σου!» Ο Γιλγαμές βύθισε το ξίφος του στο λαιμό του Ταύρου, τον έσφαξε και πρόσφερε την καρδιά του στον Σάμας, το θεό ήλιο.Καθώς πέθαινε ο Ταύρος, η Ιστάρ έμπηξε μια κραυγή πόνου και καταράστηκε τον Ενκιντού και τον Γιλγαμές. Κάλεσε όλες τις ιέρειες του ναού της να πενθήσουν τον Ταύρο του Ουρανού. Την άλλη μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές- «Αδελφέ μου, είδα ένα όνειρο. Είδα τους θεούς να συσκέπτονται. Εκεί ήταν ο Άνου και ο Σάμας, μαζί με τον Ενλίλ, το θεό της γη
Keywords
Τυχαία Θέματα