«New York Times»: Αθώοι έπειτα από αγωγή της Σάρα Πέιλιν για συκοφαντική δυσφήμιση

Οι νομικοί εκπρόσωποι των «The New York Times», αγκαλιάζονταν έπειτα από τον ήχο του ξύλινου σφυριού που ακούστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου του νότιου τομέα της Νέας Υόρκης.

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Τζεντ Ράκοφ στιγμές πριν είχε απορρίψει την προσφυγή της πρώην Αμερικανίδας πολιτικού Σάρα Πέιλιν με την οποία είχε σύρει στη Δικαιοσύνη την εφημερίδα με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης.

Στο μεταξύ το «σώμα» των εννέα ενόρκων είχε εισέλθει στην αίθουσα με την ετυμηγορία του έπειτα

από μαραθώνιες διαβουλεύσεις.

Η ετυμηγορία ήταν ομόφωνη και σύμφωνα με αυτήν οι ένορκοι έκριναν ότι οι Times της Νέας Υόρκης δεν κινήθηκαν συκοφαντικά κατά της πρώην πολιτικού (έφθασε να είναι υποψήφια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για το αξίωμα της αντιπροέδρου των ΗΠΑ με τον Τζον ΜακΚέιν, υποψήφιο πρόεδρο στις εκλογές του 2008).

Εν αγνοίας τους όμως και ενώ ακόμη συνεδρίαζαν για να καταλήξουν σε ετυμηγορία, ο δικαστής κάλεσε τους νομικούς εκπροσώπους της Πέιλιν και τους ενημέρωσε ότι κατά την κρίση του δεν απέδειξαν το βασικό στοιχείο της υπόθεσης και ότι δεν θα ελάμβανε υπόψη του την ετυμηγορία των ενόρκων σε περίπτωση που ήταν υπερ της.

Αφού αναγνώστηκε η ετυμηγορία των ενόρκων στο ακροατήριο, ο δικαστής Ράκοφ απευθυνόμενος στους εννέα ενημέρωσε για την απόφαση του αναπτύσσοντας εν συντομία το σκεπτικό  λέγοντας ότι και εκείνοι και εκείνος κατέληξαν στην ίδια απόφαση. «Δουλειά σας ήταν να αποφανθείτε με βάση τα γεγονότα. Δουλειά μου ήταν να αποφασίσω με βάση το νόμο», είπε.

Η Πέιλιν δεν απέδειξε «πραγματικό δόλο», σύμφωνα με τον δικαστή, σε βάρος του οργανισμούς ενημέρωσης.

Οι συνήγοροι της, σύμφωνα με τον πρόεδρο του δικαστηρίου, δεν εφάρμοσαν το πρότυπο του νόμου πάνω στο οποίο θα έπρεπε να «χτίσουν» την υπερασπιστική γραμμή τους για να αποδείξουν το βάσιμο του ισχυρισμού της πελάτισσα τους.

Το δικαστικό προηγούμενο του 1964

Ο δικαστής βασίστηκε σε δεδικασμένο του 1964 για τους «New York Times» (https://www.oyez.org/cases/1963/39) σύμφωνα με το οποίο τα δημόσια πρόσωπα που υποβάλλουν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση πρέπει να αποδείξουν ότι ο φερόμενος ως δράστης γνώριζε ότι ο ισχυρισμός του ήταν ψευδής ή ότι επέδειξε «απερίσκεπτη αδιαφορία» για την αλήθεια.

«Ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις θέτει πολύ υψηλά πρότυπα», είπε ο δικαστής Ράκοφ. «Στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν», συνέχισε.

Ο δικηγόρος της Σάρα Πέιλιν, Κένεθ Τέρκελ δήλωσε υπερήφανος για την πελάτισσά του για «το σθένος, την αποφασιστικότητα και το θάρρος να τα βάλει με τους New York Times».

Ο Τέρκελ μίλησε σε δημοσιογράφους έξω από το δικαστικό μέγαρο και σημείωσε ότι με τους συνεργάτες του «θα εξετάσουμε τις επιλογές μας για έφεση».

Η πρώην πολιτικός, παρουσιάστρια και συγγραφέας απέφυγε τους εκπροσώπους των ΜΜΕ και δεν έκανε κάποιο σχόλιο.

Η αντίδραση των New York Times

Οι «New York Times» χαιρέτισαν την απόφαση του δικαστηρίου με δήλωσε που έκανε ο νομικός σύμβουλος τους Ντάνιελ Ρόουντ Χα λέγοντας ότι «είναι μια επιβεβαίωση θεμελιώδους δόγματος της αμερικανικής νομοθεσίας: τα δημόσια πρόσωπα δεν επιτρέπεται να κάνουν αγωγές για να τιμωρήσουν ή να εκφοβίσουν του οργανισμούς ενημέρωσης που αναγνωρίζουν και διορθώνουν άμεσα λάθη που έγιναν ακούσια» και ολοκλήρωσε τη δήλωση με νόημα σημειώνοντας ότι «είναι ευχάριστο ότι ένορκοι και δικαστής κατανόησαν τη νομική προστασία στη ΜΜΕ και τον ζωτικής σημασίας ρόλο τους στην αμερικανική κοινωνία. Ευχαρίστησε και το σώμα ενόρκων «για τις προσεκτικές διαβουλεύσεις που έκαναν σε αυτή την δύσκολη περιοχή του νομικού πλαισίου».

Η Πέιλιν είχε κινηθεί νομικά εναντίον των Times της Νέας Υόρκης και του πρώην συντάκτης τους Τζέιμς Μπένετ το 2017 έπειτα από κύριο άρθρο της εφημερίδας με το οποίο ο δημοσιογράφος  έκανε διόρθωση και αποκαθιστούσε την αλήθεια εξαιτίας προηγούμενου επίσης πρωτοσέλιδου ρεπορτάζ του το οποίο εσφαλμένα είχε συνδέσει έναν χάρτη, που είχε αναρτήσει η πολιτική ομάδα της Πέιλιν, με μαζικούς πυροβολισμούς το 2011 και θύματα έξι ανθρώπους, με την πρώην γερουσιαστή του Δημοκρατικών Γκάμπριελ Γκίφορντς, μεταξύ των τραυματιών.

Παρανόηση

Το επίμαχο άρθρο είχε δημοσιευθεί την ημέρα που έπεσαν πυροβολισμοί σε γήπεδο μπέιζμπολ στη διάρκεια των οποίων είχε τραυματιστεί ο γερουσιαστής Στίβ Σκάλις.

Πρόθεση της εφημερίδας ήταν να καταδείξει το θερμό πολιτικό κλίμα που είχε αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα. 

Ο δημοσιογραφικός οργανισμός στην προσπάθεια του να εδραιώσει την άποψη του, εσφαλμένα ανέφερε ότι υπήρχε σαφής σύνδεση με έναν χάρτη της ομάδας Πέιλιν με σταυρονήματα σε περιφέρειες του Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της γερουσιαστή Γκίφορντς, καθώς ένα τέτοιο νήμα «έπεφτε» πάνω στο σημείο που είχαν σημειωθεί το περιστατικό με τους πυροβολισμούς του 2011 και είχε τραυματιστεί η πρώην πολιτικός.

Ο δημοσιογράφος στην κατάθεση του παραδέχθηκε ότι το κείμενο του συσχέτιζε την Πέιλιν με το μακελειό και ότι μόλις αντιλήφθηκε το λάθος του έκανε αμέσως διόρθωση για αποκατάσταση της αλήθειας.

Στην κατάθεση της η Πέιλιν είπε πως ένιωσε «ταπεινωμένη/ντροπιασμένη» επειδή οι Times την στοχοποίησαν ψευδώς γράφοντας ότι υποκίνησε τη δολοφονία έξι ανθρώπων, ανάμεσα τους ένας ομοσπονδιακός δικαστής και ένα κορίτσι εννέα ετών, έξι χρόνια μετά το πρώτο περιστατικό.

Κατάπληκτος δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου ο Μπένετ, επειδή κάποιοι παρερμήνευσαν το άρθρο του εικάζοντας ότι ο δράστης που πυροβόλησε την Γκίφορντς υποκινήθηκε έστω και εμμέσως από την Πέιλιν, λέγοντας πως «δεν ήταν αυτό το μήνυμα που θέλαμε να περάσουμε» στην κοινή γνώμη.

Διαβάστε επίσης:

Open – Αυγερινός στον αέρα: «Πείτε στον Δανέζη που βρίσκεται στην Μαριούπολη να είναι κοντά σε ανθρωπιστικό διάδρομο διαφυγής» (Video)

Πορτοσάλτε: Δεν είναι αγορανομία η κυβέρνηση, μη βάλεις βενζίνη! (video)

Τα νέα προγράμματα των καναλιών, «GPS» για τις διαφημίσεις

Keywords
Τυχαία Θέματα