Αφιέρωμα 1821-2021: Τύπος, βιβλία κι εκπαίδευση των Ελλήνων

Οπλαρχηγοί και καλαμαράδες
Όσο κι αν ακούγεται άδικο, αποτελεί πικρή αλήθεια ότι η δουλειά των πολέμαρχων του Αγώνα τελείωνε αποκλειστικά στα πεδία των μαχών.

Κάθε άλλη ανάμειξή τους απέβαινε σε βάρος της συνέχειας που χρειαζόταν την κάστα των επαναστατών διανοουμένων, οι οποίοι είχαν χρέος να μεταρρυθμίσουν εκ θεμελίων την επίσημη γλώσσα, έργο εξίσου δύσκολο με μια πολεμική σύγκρουση. Ενώ οι τοπικοί οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να επιβάλουν το στενό συμφέρον των κοινωνιών τους με όρους περιφερειακών συμμαχιών, οι εκσυγχρονιστές

διανοούμενοι προσπαθούσαν να θέσουν σε λειτουργία την αφηρημένη ιδέα του Έθνους, παραβλέποντας αυτές τις τοπικιστικές, ωστόσο, κυρίαρχες τάσεις.


Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο Κολοκοτρώνης, για παράδειγμα, είχε τοπικιστικές βλέψεις και αντιμετώπιζε τους Έλληνες διαφωτιστές του εξωτερικού ως επικίνδυνα όργανα ξένων δυνάμεων. Όπως γίνεται φανερό, ο αγώνας κατά των Οθωμανών κατακτητών ανέδειξε με την ολοκλήρωσή του μια μη αναμενόμενη πραγματικότητα, αυτή των δυο εγχώριων εθνών. Συστρατεύτηκαν οι άνθρωποι του παρελθόντος απέναντι στους ανθρώπους του μέλλοντος.

Εδώ εδράζεται και το διαχρονικό πρόβλημα του νεότερου ελληνισμού: στη διαμάχη ανάμεσα στους αυτόχθονες πρωτόγονους, που σήκωσαν το βάρος των όπλων εναντίον των ετερόχθονων φιλοδυτικών, οι οποίοι θεώρησαν επαναστατικό τους καθήκον να συγκροτήσουν μια σύγχρονη κοινωνία δυτικού τύπου. Αυτή η διαμάχη για την «κλοπή» της Επανάστασης από τους λόγιους μεταφράζεται σε μια άγρια διαμάχη μεταξύ κοινωνίας και κράτους που επιβιώνει ώς τις μέρες μας με διαφορετική μορφή. Οι δυτικές καινοτομίες, όπου επιχειρήθηκαν, αντιμετώπισαν τη λυσσαλέα αντίδραση των ντόπιων, τις περισσότερες φορές με ανυπολόγιστο κόστος.


Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η έλλειψη γραπτών άμεσων μαρτυριών από μέρους των άγριων μαχητών του 1821 θα μας αφήνει αναπάντητο το ερώτημα για το τι είδους άνθρωποι ήταν. Αποτελούσαν απόβλητα της νέας ιστορικής πραγματικότητας και αντικειμενικοί λόγοι τους έθεσαν στο περιθώριο ή μήπως υπερτερούσαν σε ψυχική βαθύτητα από τους φραγκοαναθρεμμένους καλαμαράδες;

Αγράμματοι και πεπαιδευμένοι


Από τους πλέον χαρακτηριστικούς τύπους από τη μεριά των εκσυγχρονιστών ήταν ο Σπυρίδων Τρικούπης, με σπουδές στην Αγγλία, ένθερμος υποστηρικτής του Μαυροκορδάτου. Ο Σ. Τρικούπης ήταν σαφής ως προς το γλωσσικό ζήτημα: «Σφάλλει όστις φρονεί ότι αρκεί μόνον να καταλαμβάνει ο λαός ό,τι λαλεί και ό,τι γράφει ο πεπαιδευμένος. Ο λαός ανάγκη πάσα να λαλεί και να γράφη όπως γράφη ο πεπαιδευμένος».


Μαρτυρίες ωστόσο πεπαιδευμένων δεν έχουμε: ούτε ο Μαυροκορδάτος άφησε μια γραμμή, ούτε ο Πραΐδης, που έγραφε γαλλιστί το ημερολόγιό του, ούτε καν ο Νέγρης, ο Κωλέττης, ο Ομηρίδης, ο Σκυλίτσης. Κανένας τους δεν άφησε γραπτό τεκμήριο, κι έτσι όλος ο Αγώνας πέρασε στον εικοστό αιώνα χάρη σ’ έναν αγράμματο, όχι τόσο για τις ιστορικές του πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι – σκοπίμως – ακριβείς, ούτε για τη σύνεσή του, μια και ο Μακρυγιάννης, όπως σωστά μαντέψατε, ήταν παράφορος, αλλά μόνο και μόνο γιατί μέσα σε αυτό διασώζεται η παθιασμένη ψυχή του χωριάτη που προσπάθησαν να διαγράψουν οι αυτόκλητοι σωτήρες του έθνους. Από αυτή την ανεκτίμητη για τη μοναδικότητά της μαρτυρία μαθαίνουμε ότι οι αγράμματοι υπόδουλοι πληθυσμοί είχαν κι αυτοί «μερίδιο εις αυτήν την πατρίδα και κοινωνία».

Το να μάθουμε πώς μιλούσαν μέσα στα καράβια οι Υδραίοι, τι έλεγαν μεταξύ τους οι Σουλιώτες, πώς έκοβαν και έραβαν οι γλώσσες στα διάφορα μέρη, δεν είναι απλή περιέργεια και υπερτίμηση της γραφικότητας. Πρόκειται πολύ απλά για την ίδια την ταυτότητα της χώρας και των ανθρώπων της, για την ίδια την ψυχή τους, που έμεινε ανερμήνευτη, ερμητικά κλειστή.

Παραμερισμένοι και περιφρονημένοι


Τι φρονούσαν οι άνθρωποι αυτοί, τι ένιωθαν, πώς αισθάνθηκαν, πώς βίωσαν τον τρομερό τους παραμερισμό από τους άκαπνους κονδυλοφόρους ευγενείς; Αυτό το κουρελίδικο πλήθος, που σερνόταν παραμερισμένο και περιφρονημένο στους σκονισμένους χωματόδρομους του νεοσύστατου κράτους, έβλεπε ως ξένους τους πάντες: τους πρόθυμους ιστορικούς, που κατέγραψαν την Iστορία του ενώ δεν ήταν δίπλα του, τους φιλέλληνες και τους μισέλληνες, που ήλθαν, άκουσαν και κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους, τους καλαμαράδες, που άκουγαν τη γλώσσα του και απέστρεφαν το κεφάλι με αηδία, άδοντας τη νεκρή επίσημη γλώσσα, τους ντόπιους εγγράμματους, που δεν μπήκαν στον κόπο να περισώσουν μια δική του φράση από τις γλώσσες που βούιζαν σαν μελίσσι γύρω τους, μεταφέροντας τις σκέψεις και εκφράζοντας τα εσώψυχά του.

Ξένοι ήταν όλοι όσοι πήραν τον δικό του αγώνα και τον έκαναν λόγια δικά τους, σαν ο λαός να μην είχε τις δικές του λαλιές, τη δικιά του γνώμη, τα δικά του σεκλέτια.
Έτσι, η συγκρότηση του νέου κράτους άφηνε τους αγωνιστές απελπιστικά έξω από τις ζωές τους, τους έσπρωξε με περιφρόνηση στο περιθώριο, έκλεψε την ίδια τους τη φωνή, τη δική τους εκδοχή, αυτή που δεν ακούστηκε ποτέ!

Τους θυσίασε με το πάντα πετυχημένο πρόσχημα της εθνικής ανάγκης στην αλαλία, κατά συνέπεια στην ανυπαρξία, με όπλο μια γλώσσα άκαμπτη, που δολοφόνησε άκαρδα όλες εκείνες τις ζωντανές ντοπιολαλιές με την απαραίτητη δόση «χοντροκοπιάς» που προστατεύει το αλάνθαστο λαϊκό αισθητήριο. Είναι ντροπή σήμερα να διαβάζουμε ιστορίες των Υδραίων, των Μανιατών και να μην περισώζεται ούτε μια φράση στραβή που να σχετίζεται με τη ζωή και τα συναπαντήματά της.

Τέλος της ενότητας: Τύπος, βιβλία κι εκπαίδευση των Ελλήνων

Keywords
Τυχαία Θέματα