Χάγη, ευκαιρία ή εθνική αυτοκτονία;

Τους τελευταίους μήνες έχει επανέλθει στο δημόσιο διάλογο η διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία, μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η εσωτερική αντιπαράθεση δεν είναι νέα, αλλά εξελίσσεται χρόνια, με ένθερμους θιασώτες και της θετικής και της αρνητικής προσέγγισης στο ενδεχόμενο της προσφυγής.

Ποιες διαφορές θα μπορούσε να κληθεί να επιλύσει το δικαστήριο, με ποια διαδικασία και ποιοι είναι οι κίνδυνοι για την Ελλάδα;

Αρχικά, με την Τουρκία διαφωνούμε και ως προς το ποιες είναι οι υπαρκτές

διαφορές μας. Η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι υπάρχει μία και μόνο διαφορά, που αφορά σε λεγόμενα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή της οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και υφαλοκρηπίδας.

Η Τουρκία από πλευράς της, πέρα από την διαφορά αυτή, θέτει και θέματα κυριαρχίας, δηλαδή θέματα κυριότητας εθνικού χώρου, μέσα από την πολιτική των λεγόμενων γκρίζων ζωνών. Η Άγκυρα θεωρεί ότι κάποια νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου δεν ανήκουν στην Ελλάδα ή τέλος πάντων δεν προκύπτει χωρίς αμφιβολία από τις συνθήκες ότι ανήκουν στην Ελλάδα, αντίθετα δύνανται να ανήκουν στην Τουρκία, ως διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τυπικό παράδειγμα οι βραχονησίδες Ίμια, για τις οποίες βρεθήκαμε οι δύο χώρες, το 1996, στα πρόθυρα του πολέμου.

Άλλο ένα θέμα που θέτει η Τουρκία είναι αυτό της αποστρατιωτικοποίησης μεγάλου αριθμού ελληνικών νησιών του Αιγαίου: της Λήμνου, της Σαμοθράκης, των Δωδεκανήσων,  της Μυτιλήνης, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Παραποιώντας συνθήκες ή ανακαλώντας όρους, που έχουν καταργηθεί με νεότερες διεθνείς συμφωνίες, η Άγκυρα εντάσσει το θέμα αυτό στην ατζέντα των διαφορών των δύο χωρών. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει αναβαθμίσει το περιεχόμενο της εν λόγω θέσης, συνδέοντας την δήθεν παραβίαση όρων αποστρατιωτικοποίησης των νησιών αυτών με την κυριαρχία της Ελλάδας σε αυτά.

Επιπλέον, η Τουρκία θέτει και άλλα ζητήματα, όπως την αναγνώρισης Τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, αλλά και της απαίτησης η Ελλάδα να μην κάνει επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.

Μία άλλη δυσκολία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που αναγνωρίζει ρητά υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη στα νησιά. Η Άγκυρα διατείνεται ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ως εκ τούτου η οριοθέτηση θα πρέπει να γίνει στο μέσο του Αιγαίου, ανάμεσα από τις ηπειρωτικές ακτές. Επίσης η Τουρκία διατείνεται ότι η αρχή της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας περί υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στα νησιά δεν μπορεί να ισχύσει στο Αιγαίο, διότι Η συμφωνία στη βάση του Δικαίου επί του οποίου θα κληθεί να αποφασίσει για την τιθέμενη διαφορά είναι μία αναγκαία συνθήκη για το διεθνές αυτό όργανο, προκειμένου να επιληφθεί της όποιας υπόθεσης. Ειδικά στην περίπτωση της Τουρκίας, λόγω του ότι δεν έχει αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου, απαιτείται η συνυπογραφή εκ μέρους της ενός εγγράφου, του περίφημου συνυποσχετικού, όπου θα ορίζεται με σαφήνεια το θέμα προς επίλυση και η βάση δικαίου.

Διευκρινίζεται ότι η προσφυγή προϋποθέτει την συναίνεση και των δύο χωρών και το προαναφερθέν συνυποσχετικό είναι η έγγραφη αναγνώριση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, άλλως το Δικαστήριο δεν πρόκειται να μπει στην ουσία της υπόθεσης, όπως έκανε το 1978, μετά από μονομερή προσφυγή της Ελλάδας.

Σε κάθε περίπτωση, τυχόν προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο, αν δεν τεθούν οι απαραίτητες δικλείδες, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια όχι απλά κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και κυριαρχίας. Πρώτα απ όλα, πριν προβεί σε οποιαδήποτε οριοθέτηση, το Διεθνές Δικαστήριο θα πρέπει να επιλύσει τυχόν εκκρεμή θέματα κυριαρχίας. Με απλά λόγια, πρώτα θα πρέπει να αποφασίσει το δικαστήριο που ανήκουν τα Ίμια και μετά θα εξετάσει που και πως θα χαράξει τυχόν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.

Υπάρχουν τρεις κύριες σχολές σκέψης, σχετικά με το θέμα της προσφυγής ανάμεσα σε επιστήμονες του διεθνούς δικαίου και μέρη του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

Ένας σημαντικός αριθμός αυτών θεωρεί ότι η Χάγη κρίνει σημαντικές παγίδες και μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια, όχι απλά ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδας αλλά και κυριαρχίας. Η σχολή αυτή υποστηρίζει ότι η επιθετική πολιτική άσκησης των δικαιωμάτων μας, σε συνδυασμό με ισχυρή αποτρεπτική ισχύ είναι ο καλύτερος τρόπος κατοχύρωσης των δικαιωμάτων μας.

Η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού και μεγάλος μέρος του επιστημονικού προσωπικού τάσσεται πλέον υπέρ της προσφυγής στην Χάγη, αλλά με μόνα αντικείμενα ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα και σαφή διατήρηση εκτός δικαιοδοσίας θεμάτων κυριαρχίας. Στην λογική αυτή κινείται σήμερα η ελληνική κυβέρνηση.

Μία μειοψηφία θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας, προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα και να μπορέσει να προχωρήσει η ουσιαστική αξιοποίηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας στην αλιεία, τους ενεργειακούς πόρους κλπ η προσφυγή στην Χάγη για όλα, όσα θέτει η Τουρκία. Εκφραστής της άποψης αυτής υπήρξε και ο αείμνηστος Κωστής Στεφανόπουλος.

Τέλος, η Τουρκία για χρόνια απέρριπτε την ιδέα για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, φοβούμενη ότι δεν θα μπορεί να διαχειριστεί ένα κακό αποτέλεσμα, που θα την απόκοβε από αυτό που η ίδια ονομάζει Γαλάζια Πατρίδα. Το 1976 οι δύο χώρες είχαμε βρεθεί πολύ κοντά στην προσφυγή, αλλά η Άγκυρα τελευταία στιγμή υπαναχώρησε. Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία δέχεται την προσφυγή στην Χάγη, αλλά «για όλα τα θέματα», όπως είχε αναφέρει τον Απρίλιο ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Τσαβούσογλου.

*Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος είναι διεθνολόγος – ερευνητής του Τμήματος Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Διαβάστε επίσης:

Η κρατική και ατομική ανευθυνότητα φέρνει την καταστροφή

Για την Άννα… Εγκλήματα και στίγμα κατά της LGΒT+ κοινότητας

Οδηγίες χρήσεως για εθνικιστές και διεθνιστές!

Keywords
Τυχαία Θέματα