Δραματική υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας

ΕΛΛAΔΑΈντυπη Έκδοση

Τεράστιες οι συνέπειες τριών δεκαετιών εγκατάλειψης

Το 85% των κτηρίων χρειάζονται σοβαρές παρεμβάσεις - Πάνω από το 60% κατασκευάστηκαν πριν από το 1960

Το πρόβλημα των κενών και εγκαταλελειμμένων ιδιοκτησιών και της υποβάθμισης του κέντρου της Αθήνας είναι πολεοδομικό, οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό.

● Οδηγεί στη σταδιακή περιθωριοποίηση και στην γκετοποίηση τμημάτων του που θα μπορούσαν να είναι τα περισσότερο ελκυστικά τόσο για κατοικία όσο και

για δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα.

● Στερεί πολύτιμους οικονομικούς πόρους από την πόλη και τους ιδιοκτήτες των ακινήτων.

● Υποβαθμίζει τη ζωή των κατοίκων του ή τους απομακρύνει από αυτό και καθιστά πολύ δύσκολη την αντιμετώπιση θεμάτων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.

Η πρόσφατη κατάρρευση δυο εγκαταλελειμμένων και ετοιμόρροπων κτηρίων στο Γκάζι (Αρτεμισίου 30) και την Πνύκα (Ιουλίου Βερν), όπου από τύχη δεν υπήρξαν θύματα, επανέφερε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της εγκατάλειψης του κέντρου της πόλης.

Πολλοί αποδίδουν τον μεγάλο αριθμό κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων στο ιστορικό κέντρο στην οικονομική κρίση της χώρας την τελευταία δεκαετία.

Όμως η σταδιακή υποβάθμιση και περιθωριοποίηση πολλών συνοικιών της πρωτεύουσας, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται για περισσότερες από τρεις δεκαετίες με την από κοινού ευθύνη της κεντρικής πολιτείας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της απουσίας κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Πλήρης αδιαφορία

Ο Νίκος Τριανταφυλλοπουλος, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος του Advisory Board της διαΝΕΟσις, πρόσφατα προχώρησε σε μια πλήρη καταγραφή και μελέτη του προβλήματος των κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων της Αθήνας, προτείνοντας παράλληλα λύσεις για την ποιοτική αναζωογόνηση και αναβάθμιση της πρωτεύουσας, ώστε να καταστεί σύγχρονη και ανταγωνιστική ως προς τις άλλες αντίστοιχες δυτικές «μητροπόλεις».

Όπως τονίζει ο διακεκριμένος επιστήμονας της θεσσαλικής Πολυτεχνικής Σχολής:

«Ποτέ δεν υπήρξε σοβαρό κοινωνικό αίτημα για την ανάληψη πρωτοβουλιών από την πολιτεία για το κέντρο της πόλης. Από τη μία η υποβάθμιση, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η κυκλοφοριακή ασφυξία, αλλά και από την άλλη η αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια και η υιοθέτηση νέων τρόπων ζωής και καταναλωτικών προτύπων, οδήγησαν τον πληθυσμό στην αναζήτηση νέων περιοχών κατοικίας και δραστηριοποίησής του, μακριά από το κέντρο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Οι περιοχές που αναπτύχθηκαν στην περιφέρειά της εξέφραζαν καλύτερα τις νέες κοινωνικές αξίες. Η αποχώρηση του 20% του μόνιμου πληθυσμού της Αθήνας τις δύο τελευταίες δεκαετίες, καθώς και η συρρίκνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων την τελευταία οκταετία, οδήγησαν στην αυξανόμενη εγκατάλειψη κτηρίων και καταστημάτων, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την κοινωνική και οικονομική ζωή, καθώς και την εικόνα της πόλης».

Ανάγκη εκσυγχρονισμού

Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, πάνω από το 60% των κτηρίων του κέντρου της Αθήνας είναι κατασκευασμένα πριν από το 1960.

Η παλαιότητα των κτηρίων δεν θα αποτελούσε πρόβλημα για την πόλη, εάν αυτά ήταν επαρκώς συντηρημένα και αναβαθμισμένα, ανταποκρίνονταν στις σύγχρονες απαιτήσεις των χρηστών τους, καθώς επίσης κι εάν ορισμένα από αυτά διέθεταν κάποια αισθητική ευπρέπεια.

Όμως, πάνω από το 85% αυτών χρήζουν παρεμβάσεων αποκατάστασης, εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της λειτουργικότητας και της ενεργειακής τους απόδοσης.

Από καταγραφές και αυτοψίες των κτηρίων της ευρύτερης περιοχής της πλατείας Ομονοίας που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 2013 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το ποσοστό των κενών γραφείων, κάθε κατηγορίας, ξεπερνούσε το 30%. Στο 20% των κτηρίων οι κενές ιδιοκτησίες ανέρχονταν σε ποσοστό τουλάχιστον 50%. Εξ ολοκλήρου κενά ήταν το 18% των κτηρίων. Και σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, ο αριθμός των κενών ιδιοκτησιών δεν έχει μεταβληθεί αισθητά.

Παλαιός ο σχεδιασμός

Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζονται και στα κτήρια κατοικιών, για τα οποία το ποσοστό των κενών κτηρίων που καταγράφηκε στο κέντρο της Αθήνας ανερχόταν σε περίπου 25%.

Εν τούτοις η κατάσταση του κέντρου της πρωτεύουσας δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά το κράτος. Έως σήμερα δεν έχει υπάρξει επαρκής επιχειρησιακός σχεδιασμός για την οργάνωση μιας «επόμενης μέρας».

● Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Αθήνας είναι πλέον τριάντα ετών και προφανώς ανεπίκαιρο.

● Το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της μητροπολιτικής Αθήνας παραμένει ανενεργό από τα τέλη του 2014, όταν θεσμοθετήθηκε.

● Κάποια έργα και δράσεις έχει προγραμματιστεί να υλοποιηθούν με πόρους του νέου ΕΣΠΑ για το κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται κυρίως για ήπιες (soft) δράσεις, οι οποίες δεν αφορούν το κτηριακό απόθεμα, αν και η προώθηση της επίλυσης των προβλημάτων του έχει ενταχθεί στη Στρατηγική Ανθεκτικότητας της Αθήνας που ολοκληρώθηκε το 2017.

Σε περιοχές του κέντρου επιβάλλεται πλέον η ανάληψη δράσεων και η υλοποίηση παρεμβάσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Η πολιτεία θα πρέπει να επενδύσει σε στοχευμένες πολεοδομικές παρεμβάσεις σε στρατηγικά επιλεγμένες θέσεις και περιοχές, ώστε να επιτευχθούν οι μέγιστες δυνατές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις και να υποστηριχθούν διαδικασίες αστικής αναγέννησης.

«Όταν το κέντρο της γίνει ελκυστικό για τις επιχειρήσεις, θα ευνοηθεί η επιστροφή των κατοίκων του». Αυτό είναι το γενικότερο συμπέρασμα της έρευνας της ομάδας του Ν. Τριανταφυλλόπουλου σχετικά με το κτηριακό αποτύπωμα της πρωτεύουσας.

ΚέντροκτήριαδιαΝΕΟσιςIssue: 2060Issue date: 14-2-2019Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα