Εισβολή στο Παρίσι στις 10 Ιουνίου 1940

ΚΟΣΜΟΣΈντυπη Έκδοση Το δίχως άλλο, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στο περίφημο δυτικό μέτωπο με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η εισβολή της Γερμανίας στη Γαλλία, μια εισβολή - καρμπόν με αυτήν της Πολωνίας που είχε προηγηθεί χρησιμοποιώντας την τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου. Όλα άρχισαν τα ξημερώματα, ώρα 5:15, της 10ης Μαΐου, όταν ισχυρότατες γερμανικές δυνάμεις που αποτελούνταν από 140 μεραρχίες επιτέθηκαν
ταυτόχρονα εναντίον της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας. Για να αποκρούσουν τους εισβολείς, οι Γάλλοι είχαν παρατάξει 72 μεραρχίες υπό την ανώτατη διοίκηση του στρατηγού Μορίς Γκαμελέν. Με κεραυνοβόλα ανάπτυξη, τα γερμανικά στρατεύματα παρέκαμψαν τις βελγικές Αρδέννες και έτσι σχεδόν ολόκληρο το Βέλγιο κυριεύτηκε. Ισχυρές γερμανικές μεραρχίες τεθωρακισμένων, βοηθούμενες από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς από αέρος των Στούκας, διεμβόλιζαν τις γραμμές των αντιπάλων και τις αχρήστευαν. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε ρήγμα και μεγάλος θύλακας μήκους 160 χλμ. μεταξύ Ναμύρ και Σεντάν, από όπου οι Γερμανοί πέρασαν ανενόχλητοι. Το Σεντάν έγινε για δεύτερη φορά το σύμβολο της γαλλικής πολεμικής αποτυχίας… Η ταχυτάτη προέλαση των γερμανικών δυνάμεων κατάφερε επίσης να απομονώσει το εκστρατευτικό σώμα των 52 μεραρχιών που έστειλαν οι Άγγλοι προς βοήθεια των συμμάχων υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λόρδου Γκορτ. Έτσι, οι εναπομείνασες αγγλογαλλικές δυνάμεις του βόρειου τομέα συμπτύχθηκαν προς τα βορειοδυτικά και στις 27 Μαΐου έφτασαν στη Δουνκέρκη. Την άλλη μέρα, άρχισαν σφοδρότατοι βομβαρδισμοί με στόχο την κατάληψη της Δουνκέρκης και την εκμηδένιση του αγγλικού εκστρατευτικού σώματος. Οι επιχειρήσεις που άρχισαν στις 10 Μαΐου του 1940 έμελλε να διαρκέσουν ώς τις 14 Ιουνίου του ίδιου έτους με την κατάληψη του κοσμοπολίτικου Παρισιού. Γερμανικός περίπατος στο Παρίσι Εκείνη τη μέρα του 1940, οι Παριζιάνοι ξύπνησαν από τον ήχο μιας δυνατής φωνής που ανακοίνωνε μέσω μεγαφώνων ότι επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας για τις 8 μ.μ εκείνο το απόγευμα – καθώς ο γερμανικός στρατός μπήκε και κατέλαβε το Παρίσι. Την ώρα που τα γερμανικά τανκς έμπαιναν στο Παρίσι, 2 εκατομμύρια Παριζιάνοι είχαν ήδη διαφύγει. Η γερμανική Γκεστάπο, με το που εγκαταστάθηκε, άρχισε αμέσως τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και τις διώξεις, ενώ μια τεράστια γερμανική σβάστικα ανέμιζε πάνω στην Ασπίδα του Θριάμβου. Την ώρα που οι εναπομείναντες Παριζιάνοι αισθάνονταν παγιδευμένοι, στη Δυτική Γαλλία άνδρες και γυναίκες επευφημούσε τις καναδικές στρατιωτικές μονάδες που περνούσαν από τις πόλεις και τα χωριά τους και τους έδιναν ελπίδα για ένα ελεύθερο μέλλον. Την ημέρα εκείνη, στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ρούζβελτ ως απάντηση στην εισβολή διέταξε το πάγωμα του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων στην Αμερική των χωρών του Άξονα (Γερμανίας - Ιταλίας). Οι γερμανικές φάλαγγες Πεζικού παρήλαυναν στο Παρίσι, με τον στρατάρχη Πεταίν να έχει αναλάβει την κυβέρνηση και να ζητά διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στη συνθηκολόγηση της 16ης Ιουνίου 1940 με τους εκπροσώπους του Ράιχ, σύμφωνα με την οποία ο γαλλικός στρατός αφοπλιζόταν, ενώ ο γαλλικός στόλος θα παρέμενε κλεισμένος μέσα στους ναυστάθμους, χωρίς όμως να παραδοθεί. Ντίμαρι Μπες, ένας πολεμικός ανταποκριτής «Είδαμε τους Γερμανούς να μπαίνουν στο Παρίσι, σχεδόν σα να έκαναν περίπατο με τα χέρια στις τσέπες. Εκείνο το ζεστό πρωινό της 14ης Ιουνίου κρεμάσαν τη σβάστικα στον Πύργο του Άιφελ και στην Αψίδα του Θριάμβου. Έστησαν το αρχηγείο τους στο ξενοδοχείο Κριγιόν, δίπλα στην Αμερικανική Πρεσβεία, και το γραφείο Τύπου στο ξενοδοχείο Σκριμπ, σε απόσταση ενός τετραγώνου απ’ την American Express. Πραγματοποίησαν την πανηγυρική τους επιθεώρηση στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, όπου δυο γερμανικά αεροπλάνα έκαναν θεαματική προσγείωση κι έφεραν τις πρωινές βερολινέζικες εφημερίδες εκείνης της ημέρας. Ελάχιστοι όμως Παριζιάνοι είδαν με τα μάτια τους τις σκηνές εκείνης της ιστορικής μέρας… Διότι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει μια πόλη σχεδόν εγκαταλειμμένη. Είχαν μπει περπατώντας σ’ ένα Παρίσι που είχε λιγότερο πληθυσμό από οποιαδήποτε στιγμή στη σύγχρονη ιστορία του, σε μια πόλη όπου οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους άντρες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Ο πανικός της εκκένωσης άρχισε στις 9 Ιουνίου. Εκείνη η νύχτα ήταν υγρή, σκοτεινή και τρομαχτική, με φώτα και θορύβους που δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Ακουγόταν ο υπόκωφος ήχος των εκρήξεων από τις βόμβες· ο πιο οξύς θόρυβος των αντιαεροπορικών όπλων· το μονότονο βουητό από τα κανόνια στα τόσο κοντινά πεδία μαχών. Κάθε θόρυβος συνοδευόταν από παράξενες φωταψίες: μια ξαφνική λευκή λάμψη με κάθε έκρηξη βόμβας· πορτοκαλιές αναλαμπές κάθε φορά που ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο εξαπέλυε τη φλόγα του· και κάθε στιγμή, οι προβολείς ανίχνευσης, που έστελναν λεπτές, μακριές δέσμες φωτός, σαρώνοντας τον ουρανό, καταδιώκοντας τον εχθρό. Την επόμενη μέρα δεν ακούστηκαν άλλα πυροβόλα ή βόμβες, όμως η θλιβερή πομπή των ανδρών με τους μπόγους και των γυναικών με το ψωμί και τα μωρά συνεχιζόταν αδιάκοπα. Πού πήγαιναν; Πολλοί από αυτούς έλεγαν ότι πήγαιναν στις οικογένειές τους στα αγροκτήματα. Θα μπορούσαν άραγε να φτάσουν στα πατρικά τους σπίτια; Πολύ απίθανο. Τα τρένα ήταν υπερφορτωμένα και τώρα πια κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να παίρνει εισιτήρια… Σύμφωνα με τις αναφορές που παίρναμε από εκεί, οι δρόμοι γύρω από το Παρίσι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι, όχι μόνο με πρόσφυγες που εγκατέλειπαν τις κατοικίες τους και διψασμένα βοοειδή, αλλά και με τραυματισμένους στρατιώτες και με τον προελαύνοντα γερμανικό στρατό. Γιατί, λοιπόν, οι Παριζιάνοι έσπευδαν να βγουν έξω με αυτό το κομφούζιο; Οι περισσότεροι δεν ήξεραν γιατί. Σαν πρόβατα χωρίς βοσκό, ακολουθούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή κανένας δεν τους κατηύθυνε αλλιώς. Η Κυριακή δεκαέξι του μήνα, τρίτη μέρα της κατοχής, ήταν μια δροσερή, ηλιόλουστη μέρα. Τώρα πια, το Παρίσι είχε συνηθίσει τη συνεχή ροή των στρατιωτικών οχημάτων, που μετέφεραν Γερμανούς στρατιώτες, όπλα και προμήθειες από τις λεωφόρους προς τις γραμμές του πυρός στο Νότο. Τίποτα δεν μπορούσε να μας προκαλέσει έκπληξη τώρα, ακόμα κι όταν είδαμε τουριστικά λεωφορεία, επιταγμένα στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη βόρεια Γαλλία, να μεταφέρουν άνδρες του πεζικού στο μέτωπο, που άλλαζε γρήγορα θέσεις. Έμοιαζαν σα μια τεράστια ομάδα εκδρομέων, κι αυτή η ψευδαίσθηση ενισχυόταν από τη λαχτάρα που διέκρινες στα μάτια των Γερμανών στρατιωτών όταν έριχναν τις φευγαλέες ματιές τους στο Παρίσι…». Τα αποσπάσματα αυτά προέρχονται από το βιβλίο «Ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος», σε επιμέλεια Jon E. Lewis, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.εισβολήΓερμανίαΓαλλία1940ιστορίαIssue: 1868Issue date: 11-06-2015Has video:
Keywords
Τυχαία Θέματα