Έλληνες συγγραφείς μάς συστήνουν τα νέα τους βιβλία

Μόλις κυκλοφόρησαν ή κυκλοφορούν από στιγμή σε στιγμή τα νέα βιβλία των Ελλήνων πεζογράφων, μυθιστόρημα και διηγήματα, διεκδικώντας το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.

Τεύκρος Μιχαηλίδης: «Εικασία 3ν+1». Εκδόσεις Ψυχογιός

Κατασχέσεις, πλειστηριασμοί, ακόμα και αυτοκτονίες είχαν στοιβαχτεί στην πλάτη του Κοσμά Στεφάνου, ανώτατου τραπεζικού της χρυσής, προ κρίσης, εποχής. Άλλοι το άντεξαν, ένιωθαν μάλιστα και υπερήφανοι· αυτός όχι. Το βάρος των τύψεων τον είχε παρασύρει στο έρεβος του αλκοόλ και των ουσιών. Κι ενώ η ελικοειδής

πορεία του προς το μηδέν πλησίαζε στο μοιραίο της τέλος, είδε ένα χέρι ν’ απλώνεται προς το μέρος του σαν να τον καλούσε για να τον ανασύρει από το χάος. Ήταν η Τζένιφερ: μια μικρόσωμη, ευάλωτη κοπέλα, που πριν αναγκαστεί να υπηρετήσει την ορχηστρική τέχνη απ’ το πιο χαμηλό, ταπεινωτικό της σκαλοπάτι, είχε σπουδάσει μαθηματικά – φιλοδοξούσε μάλιστα να λύσει ένα σπουδαίο πρόβλημα, που έφερε το μυστηριώδες όνομα «Εικασία 3ν+1». Κι ενώ η ζωή φαινόταν να προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία και στους δύο, ο «προστάτης» της Τζένιφερ, ένας βετεράνος ποδοσφαιριστής, μπράβος των κυκλωμάτων της νύχτας, βρέθηκε έξω από την πόρτα της να κολυμπά μέσα στο αίμα του· η ίδια ήταν εξαφανισμένη. Την υπόθεση αναλαμβάνει να εξιχνιάσει η υπαστυνόμος Όλγα Πετροπούλου. Στην προσπάθειά της να ξεμπλέξει το νήμα του μυστηρίου θα δει να ξετυλίγεται μπροστά της ολόκληρο το περίπλοκο κουβάρι της αγγελικά πλασμένης ελληνικής κοινωνίας σ’ αυτή την αρχή της νέας χιλιετίας και θ’ ανακαλύψει πως μπορεί ο ένοχος να είναι ένας, αθώος όμως δεν είναι κανένας…

«Εικασία 3ν+1» – Απόσπασμα

«Η πλάτη του ακουμπούσε σε μια κολώνα. Τα πόδια του, γυμνά, χωμένα μέσα στην καυτή άμμο. Το στόμα του στεγνό, η γλώσσα του τραχιά. Μάταια πάσχιζε να την κινήσει μπας και βγάλει λίγο σάλιο. Γύρω του, όσο έφτανε το μάτι, ξανθή, αστραφτερή, κυματιστή απλωνόταν η έρημος. Ώρες ώρες η σιωπή διακοπτόταν από έναν ακαθόριστο ήχο. Κάτι σαν κρρ κρρ. Ξάφνου ο ήχος δυνάμωσε. Ένιωσε ένα σπρώξιμο, λες και κάποιος του είχε δώσει μιαν ελαφριά κλωτσιά στον δεξί του ώμο. Γύρισε. Τόση ώρα δεν ακουμπούσε σε κολώνα. Χωμένο στην άμμο ήταν ένα χοντρό μαδέρι, στην άκρη του καρφωμένο άλλο ένα, μικρότερο, σε σχήμα γάμα. Απ’ αυτό το δεύτερο μαδέρι κρεμόταν ένα παλαμάρι, με μια θηλιά στην άκρη· το άψυχο κορμί του κυρ-Ανέστη, με τη θηλιά περασμένη στον λαιμό, ταλαντευόταν ρυθμικά μπρος πίσω, προκαλώντας το τρίξιμο που τον είχε παραξενέψει. Ανατρίχιασε. Έστρεψε βιαστικά το βλέμμα του αλλού, πασχίζοντας – μάταια – ν’ αποφύγει τον εφιάλτη που μήνες τώρα τον στοίχειωνε».

Εύα Στάμου: «Η επίσκεψη». Εκδόσεις Αρμός

Στη συλλογή διηγημάτων μου δεκαέξι λογοτεχνικοί χαρακτήρες αποκαλύπτονται μέσα από πρωτοπρόσωπες ή τριτοπρόσωπες αφηγήσεις χωρίς συναισθηματολογίες ή διδακτισμό, με τρόπο ευθύ κι απέριττο. Τα διηγήματα του βιβλίου – αρκετά από τα οποία έχουν τη μορφή θεατρικού μονόπρακτου – διερευνούν ζητήματα ταυτότητας (προσωπικής, εθνικής, σεξουαλικής), σχέσεων και κοινωνικής τάξης· πρόκειται για ιστορίες που αφορούν τη διαφορετικότητα, τον αποκλεισμό, τη μοναχικότητα του «ξένου», του περιπλανώμενου, του ψυχικά ευάλωτου. Οι ιστορίες εκτυλίσσονται στην Ελλάδα – τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, κάποιο νησί που δεν κατονομάζεται –, αλλά και στο εξωτερικό – τη Βόρεια Αγγλία, την Κοπεγχάγη, τη Δαμασκό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ήρωες δυσκολεύονται να ενσωματωθούν σ’ ένα περιβάλλον που το νιώθουν ανοίκειο, είτε επειδή δεν γίνονται αποδεκτοί από τους άλλους είτε επειδή οι ίδιοι αμφισβητούν τους παραδεδομένους κανόνες.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, οι ιστορίες είναι εξ ολοκλήρου επινοημένες. Στο δεύτερο μέρος, αν και αντλούν δεδομένα από την εργασία μου με διασώστες ξένων αποστολών, η πλοκή τους είναι προϊόν φαντασίας. Άλλωστε, κανένα λογοτεχνικό κείμενό μου δεν αποτελεί καταγραφή κάποιου υπαρκτού συμβάντος· αντιθέτως, πλάθω ιστορίες που, χωρίς να αναφέρονται σε εμπειρίες συγκεκριμένων ανθρώπων, επιχειρούν να αποδώσουν πειστικά μια θυμική ατμόσφαιρα, με τρόπο που επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί πώς είναι η καθημερινότητα ανθρώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λογοτεχνικούς μου ήρωες. Η αλληλοπεριχώρηση του πραγματικού με το επινοημένο είναι ένα στοίχημα για την τέχνη της μικρής φόρμας, όπου σε σύντομο διάστημα ο λογοτέχνης καλείται να δώσει πνοή στις ελπίδες, τα λάθη και τα πάθη που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

«Γλυκές γεύσεις» – Απόσπασμα

«Τον χειμώνα ένιωθε σαν να ήταν καλυμμένημε πάγο, όπως οι μικροοργανισμοί που ζούσαν στη λίμνη. Υπήρχε γύρω της ένα εύθραυστο υλικό που τηνπεριέβαλλεπροστατευτικά και ταυτόχρονα την εγκλώβιζε με τρόπους πουτο έκαναν δύσκολο να αποδράσει. Επικρατούσε μια ησυχία που άλλοτε την τρόμαζε και άλλοτε την παρηγορούσε, μια επιβεβλημένη ακινησία που την ανάγκαζε να αντλεί από τις αναμνήσεις της για να μπορέσει να συνεχίσει.

Τις υπόλοιπες εποχές ήταν εύκολο να βρίσκεται πολλές ώρες εκτός σπιτιού, να χάνεται στα βουνά ή να περπατάει στις όχθες της λίμνης, να ξοδεύει τον χρόνο της σε κάποιο καφέ γράφοντας. Τους μήνες του χειμώνα δεν υπήρχε διαφυγή. Μετρούσε δέκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα, την επιστροφή στο πατρικό και στη θλίψη της παιδικής ηλικίας. Προτιμούσε τη μάνα της τότε που ήταν ο εαυτός της, σκληρή, απόμακρη, έτοιμη να επιτεθεί με το παραμικρό, σε μια προσπάθεια να την ελέγξει, να ορίσει τον χαρακτήρα της σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις. Μεγαλώνοντας, η κυρία Αμαλία είχε σταδιακά χάσει τη δύναμή της, είχε γίνει υποχωρητική μα χειριστική, προσπαθώντας να επιβάλει τις απόψεις της με ύπουλο τρόπο».

Διαβάστε επίσης:

Eλλάδα, χώρα – δορυφόρος

Πώς μπορούν οι αρχηγοί Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ να πάρουν πλεονέκτημα ενόψει διπλής κάλπης

ΠΑΣΟΚ: Εκλογική ετοιμότητα μέχρι τέλη Νοεμβρίου

Keywords
Τυχαία Θέματα