Η περιρρέουσα πολεμική ατμόσφαιρα προβληματίζει την κυβέρνηση

Αν κάποιος θέλει να αντιληφθεί την κατάσταση που επικρατεί στην κυβέρνηση μετά τις δραματικές εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αρκεί μια φράση του πρωθυπουργού κατά την εισήγησή του στο Υπουργικό Συμβούλιο.

«Συνεδριάζουμε σήμερα σε μία πολύ δύσκολη συγκυρία κατά την οποία, στην ευρύτερη γειτονιά μας, απλώνονται πολύ μεγάλοι κίνδυνοι» ήταν η πρώτη φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους υπουργούς, ουσιαστικά σηματοδοτώντας τη μεγάλη ανησυχία που επικρατεί στην Αθήνα για τον – διόλου απίθανο, όπως εξελίσσονται τα

πράγματα – κίνδυνο περαιτέρω ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, με όλα όσα κάτι τέτοιο συμπαραδηλώνει, ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει και το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται με αμείωτη ένταση.

Ανησυχίες

Η πολεμική ατμόσφαιρα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, σε συνδυασμό με αγωνιώδεις προσπάθειες για διπλωματικές «πυροσβεστικές» παρεμβάσεις, έρχεται σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη συγκυρία για την κυβέρνηση, καθώς η Ν.Δ. καλείται να διαχειριστεί ένα όχι και τόσο καλό εκλογικό αποτέλεσμα στις αυτοδιοικητικές κάλπες. Μάλιστα, διά στόματος του ίδιου του Μητσοτάκη, η ανάλυση του αποτελέσματος αυτού επικεντρώνεται στην έκφραση δυσφορίας του εκλογικού σώματος, όχι μόνο κατά προσώπων, αλλά και συνολικά κατά πολιτικών που ακολουθούνται.

Όσο κι αν η κυβέρνηση επιχειρεί να «γλυκάνει το χάπι» με τον αριθμό περιφερειών και δήμων που πέρασαν ή παρέμειναν σε νεοδημοκράτες υποψηφίους, η πραγματικότητα λέει ότι πρώτη φορά από το 2019 οι πολίτες εξέφρασαν ανοιχτά στην κάλπη τη δυσφορία τους. Κι αν η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης ενδεχομένως εξισορροπεί κάπως την κατάσταση, εντούτοις υπάρχουν φόβοι ότι η αρνητική ψήφος στις αυτοδιοικητικές εκλογές μπορεί – αν δεν υπάρξει η κατάλληλη διαχείριση – να μετατραπεί σε τάση μέσα στο εκλογικό σώμα, η οποία δύσκολα θα μπορεί να αλλάξει.

Η επενδυτική βαθμίδα

Μέσα σε αυτό το σκοτεινό κλίμα, η κυβέρνηση αναζητά θετικές ειδήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν την ατζέντα και να βοηθήσουν να ξεπεραστεί μια δύσκολη περίοδος. Και η μεγάλη ελπίδα της είναι ότι οι ειδήσεις αυτές θα προέλθουν από τον χώρο της οικονομίας και κυρίως… απέξω, καθώς την Παρασκευή αναμένεται η νέα αξιολόγηση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Standard & Poor’s και σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις θα είναι ο δεύτερος οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας – μετά την καναδική BDRS Morningstar – που θα αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα.

Μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι και αναλυτές θεωρούν ότι – εκτός απροόπτου – το ίδιο θα συμβεί τον Δεκέμβριο και από τον οίκο Fitch Ratings, και μόνο η Moody’s θα διατηρεί το αξιόχρεο της χώρας εκτός επενδυτικής βαθμίδας.

Ωστόσο, παρότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θεωρείται επιτυχία και «ψήφος εμπιστοσύνης» των αγορών στην οικονομία της χώρας, στην κυβέρνηση υπάρχει η αίσθηση ότι η εξέλιξη αυτή δεν κάνει… γκελ στους περισσότερους πολίτες, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχουν κάποια άμεσα, χειροπιαστά αποτελέσματα για το πορτοφόλι τους, το οποίο συνεχίζει να υποφέρει λόγω της εντεινόμενης ακρίβειας σε είδη άμεσης ανάγκης.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας

Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στρέφεται στις συνεχιζόμενες συζητήσεις εντός Ε.Ε. για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, καθώς εκπεφρασμένος στόχος της ισπανικής προεδρίας είναι η διαβούλευση να έχει ολοκληρωθεί ώς το τέλος του 2023.

Το ζήτημα αυτό απασχολεί ιδιαιτέρως την κυβέρνηση, καθώς ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων και πρακτικών εντός Ε.Ε. θα καθορίσει εν πολλοίς και τους βαθμούς ελευθερίας που θα έχει, προκειμένου να κάνει παρεμβάσεις ελάφρυνσης των βαρών που καλούνται να σηκώσουν οι πολίτες, δεδομένου ότι το… όρντινο της Κομισιόν είναι να μπει τέλος στα οριζόντια μέτρα και πλέον οι όποιες παρεμβάσεις να αφορούν μόνο στους πιο ευάλωτους.

Για την ώρα, τα μηνύματα από το «μέτωπο» του Συμφώνου Σταθερότητας είναι αντιφατικά, με το Bloomberg να αναφέρει ότι Γαλλία και Γερμανία βρίσκονται κοντά σε συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες στην Ε.Ε., ενώ η Goldman Sachs εκτιμά ότι η πρόθεση για συμφωνία ώς το τέλος του έτους θα παραμείνει… πρόθεση και ότι η όποια αναθεώρηση θα γίνει εντός του 2024 και θα αφορά, προφανώς, στους προϋπολογισμούς του 2025 και ύστερα.

Φυσικά, τα δύο «στρατόπεδα» εντός Ε.Ε. είναι ήδη διακριτά, με τη Γερμανία να ζητά σαφή όρια στο έλλειμμα και δεσμεύσεις για μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οι «νότιοι» τάσσονται υπέρ μιας πιο ευέλικτης πολιτικής.

Αμυντικές δαπάνες

Μέσα σε αυτό το περίγραμμα η κυβέρνηση, διά στόματος του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, έθεσε εκ νέου στο ECOFIN το ζήτημα των αμυντικών δαπανών και τη μεταχείρισή τους ως μέρος του χρέους, επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της Ελλάδας, ότι, δηλαδή, οι αμυντικές ανάγκες δεν είναι οι ίδιες για όλες τις χώρες της Ε.Ε. και ότι θα πρέπει να υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες που θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα.

Το αίτημα αυτό έρχεται, βέβαια, σε μια φάση που σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη αυξάνει δραματικά τις αμυντικές της δαπάνες (λόγω πολέμου στην Ουκρανία), οπότε είναι άγνωστο πώς θα αντιμετωπιστεί.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι, ενώ η κυβέρνηση ομνύει στη δημοσιονομική πειθαρχία, εντούτοις – λόγω και της πολύ καλής εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023 – πλέον έχει αρχίσει εκ νέου η συζήτηση περί αξιοποίησης του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργείται για νέα μέτρα στήριξης των πολιτών, χωρίς, πάντως, να υπάρχει ακόμη κάτι επακριβώς σχεδιασμένο ή ανακοινώσιμο.

Διαβάστε επίσης:

Οι βαθιές ρίζες των σχέσεων Χαμάς – Ιράν

ΣΥΡΙΖΑ: Συνέδριο το Φεβρουάριο, τέλος το «φλερτ» με ΠΑΣΟΚ

Ολομέλεια: Ψηφίστηκε η αναστολή των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης στη Θεσσαλία

Keywords
Τυχαία Θέματα