«…με την γλώσσαν την τότε και με το πνεύμα του καιρού εκείνου»

ΕΛΛAΔΑΈντυπη Έκδοση

Οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης είχαν φυσικά συνείδηση των ιστορικών στιγμών των οποίων υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αφού οι ίδιοι βρέθηκαν στην πρωτοπορία του αγώνα για την ανεξαρτησία. Έτσι, την πρώτη εποχή της Επανάστασης άνθισε η συγγραφή των απομνημονευμάτων.

Ήδη τα πρώτα απομνημονεύματα κυκλοφορούν μόλις το 1836 υπό τον τίτλο «Απομνημονεύματα Πολεμικά» και φέρουν την υπογραφή του Χρ. Περραιβού. Έναν χρόνο αργότερα κάνουν την εμφάνισή τους τα «Υπομνήματα» του Παλαιών Πατρών Γερμανού.Ακολουθεί ο Γέρος του Μωριά παρακινημένος από τον Γ. Τερτσέτη που καταγράφει τις αναμνήσεις
του στο κείμενο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Στο δεύτερο μισό του αιώνα θα παρουσιαστούν κι άλλοι απομνημονευματογράφοι: Ν. Σπηλιάδης, Κ. Νικόδημος, Κ. Μεταξάς, Αρτέμης Μίχος και ο Φωτάκος, ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη. Ανάμεσα στα έργα αυτά, ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας αποδείχτηκαν τα έργα του στρατηγού Μακρυγιάννη που δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα με τον τίτλο «Απομνημονεύματα», το 1907, από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, και τα «Ενθυμήματα στρατιωτικά» του Νίκου Κασομούλη. Πολλές φορές τα απομνημονεύματα αποτελούν ένα είδος χωρίς ξεκάθαρα περιγράμματα και συνδυάζουν την ιστοριογραφία με άλλες μορφές του γραπτού λόγου. Για παράδειγμα, ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Φιλήμων, ως ιστορικοί αλλά και αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων που αφηγούνται, λειτουργούν και ως απομνημονευματογράφοι. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης Χαρακτηριστική της ιδιαίτερης προσωπικότητας του Μακρυγιάννη είναι η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Μπέλλιου, που γνώρισε καλά τον Μακρυγιάννη το 1836 και ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρει:30 Ιανουαρίου 1837, Δευτέρα [...] Εκ του νοσοκομείου εξελθόντες επήγαμεν να κάμωμεν βίζιταν τω Μακρυγιάννη, όστις είναι εις οργήν από μέρους της κυβερνήσεως, διότι υπέγραψεν αναφοράν, ην το Δημοτικόν Συμβούλιον εποίησεν διά τας καταχρήσεις, άπερ εποίησεν ο Άρμανσπεργκ και οι εν υπουργήμασι όντες Παυαροί (Βαυαροί) διά τους μεγάλους φόρους, όπου εις το έθνος έβαλε και κυρίως διά τον χαρτόσημον φόρον όστις εις κανένα μέρος της Ευρώπης δεν είναι τόσον βαρύς, ώσπερ εν Ελλάδι, και διά την απομάκρυνσιν των Παυαρών από Ελλάδος, ην αδιακόπως κατατρώγουν. Τα εξ αμάξης έλεγεν αυτός ο καλός άνθρωπος και πατριώτης κατά των καταχρήσεων και κατ’ εκείνων των λεγομένων πατριωτών, των μετά του Άρμανσπεργκ και άλλων Παυαρών την Ελλάδα αρμεγόντων. Αυτόν τον άνδρα τον έχοντα πέντε πληγάς εις διάφορα μέρη του σώματός του, κερδισμένας εις διαφόρους μάχας υπέρ της ελευθερίας και αναγεννήσεως της Ελλάδος, έχουν εις την οργήν και θέλουν να απομακρύνουν από Αθήνας ως έναν κατάδικον. Εφρύαττεν ο ανήρ κατά των επιβούλων της πατρίδος του και κατά των εχθρών αυτής. Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη Το χειρόγραφο αυτό, τυπωμένο, πιάνει πάνω από 460 πυκνές σελίδες μεγάλου σχήματος. Ο Μακρυγιάννης το αρχίζει στις 26 Φεβρουαρίου 1829, τριάντα δύο περίπου χρόνων, στο Άργος, όπου τον βρίσκουμε «Αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης», είτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα είτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σαν ένα ημερολόγιο. Περισσότερο από το μισό είναι γραμμένο, ως φαίνεται, στο Άργος, ώς τα 1832. Το συνεχίζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, ώς τα 1840, οπότε και το κλείνει βιαστικά για να το κρύψει. Η εξουσία έχει υποψίες εναντίον του. «Είχαν μεγάλην υποψίαν από μένα» σημειώνει «και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα». Το εμπιστεύεται λοιπόν σ’ έναν κουμπάρο, που το παίρνει στην Τήνο. Στα 1844, ύστερα δηλαδή από τη συνωμοσία για το Σύνταγμα, όπου παίζει μεγάλο ρόλο, και τα Σεπτεμβριανά, πηγαίνει και τα παίρνει· αντιγράφει τις σημειώσεις που κρατούσε στο αναμεταξύ με πολλές προφυλάξεις· «σημείωνα» μας λέει «και είχα έναν τενεκέ και τα ’βανα μέσα και τα ’χωνα» – γράφει ώς τον Απρίλη του 1850, και ύστερα από έναν χρόνο περίπου το συμπληρώνει μ’ έναν πρόλογο και μ’ έναν αρκετά μακρύ επίλογο. Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ώς τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο μέσα στ’ απόλυτο σκοτάδι. Γ. Σεφέρης «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης» από τις «Δοκιμές» Α’ Εκδόσεις ΊκαροςΤούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν, δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».Μακρυγιάννης «Απομνημονεύματα» Τα «Ενθυμήματα» του Κασομούλη Σύμφωνα με τον Δημαρά, οι χρονογραφικές σημειώσεις του Ν. Κασομούλη για την Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένουν από τις σημαντικότερες πηγές, μαζί με εκείνες του Μακρυγιάννη.Τα «Ενθυμήματα» αυτά γράφτηκαν στα 1832, όταν ήταν αξιωματικός πια σε καθεστώς αναγκαστικής αργίας και ολοκληρώθηκαν με κάποιες διακοπές στα 1842. Στα 1861 επανέρχεται, αυτήν τη φορά για να γράψει την ιστορία του αρματολισμού (ως συμπλήρωμα των αναμνήσεών του), η οποία είναι η πρώτη απόπειρα συνθετικής παρουσίασής της. Για τη γλώσσα των «Ενθυμημάτων» του ο Κωνσταντίνος Δημαράς λέει πως τα λιγοστά γράμματα που έμαθε ο Κασομούλης ήταν αρκετά για να καθαρεύει και να σολοικίζει αδιάκοπα μέσα στο έργο του. Ως άνθρωπος ανεπαρκώς γραμματισμένος, στην προσπάθειά του να μιλήσει μια γλώσσα πιο λόγια, συγκόπτει τη φράση του, παραλείπει μόρια, ρήματα και κύρια ονόματα, και κολλά κάτι που επιτείνει τη δυσκολία κατανόησής του. Αποτυπώνει ανάγλυφα την καθημερινότητα των αγωνιστών του 1821 και την ατμόσφαιρα εντός της οποίας κινήθηκαν.ελληνική επανάστασηλογοτεχνίαΜακρυγιάννηςIssue: 1947Issue date: 15-12-2016Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα