Ο «Εθνικός διάλογος για την Παιδεία»

Επωνύμως

Είναι εκπληκτική η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού της Παιδείας στην Ελλάδα. Πολλά Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ – για να επικεντρωθούμε στην Ανώτατη Εκπαίδευση – ιδρύθηκαν χωρίς καμία μελέτη περί σκοπιμότητάς τους, πέραν αυτής της ικανοποίησης περιοχών που περίμεναν ανάπτυξη από τις καφετέριες και τις ενοικιαζόμενες γκαρσονιέρες – πολλαπλή δηλαδή η ζημιά της χώρας.

Τα δε παλαιότερα Τμήματα προσπαθούν να επιβιώσουν με τους παλαιότερους πολιτισμικούς

και αναπτυξιακούς όρους της ελληνικής αρχικώς κοινωνίας, αλλά και της παγκόσμιας πλέον κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς δηλαδή επικαιροποιημένο σχεδιασμό περί της σκοπιμότητας του γνωσιολογικού τους περιεχομένου, αλλά και του τρόπου λειτουργίας τους. Πρόκειται περί διαδικασίας συνεχών αυθαιρεσιών από πλευράς Πολιτείας, Υπουργείων Παιδείας εν προκειμένω, που ξεκίνησε πριν από δεκαετίες, εντάθηκε προ ολίγων ετών και τώρα προσπαθούν να το συμμαζέψουν με σπασμωδικές ενέργειες, που δεν κάνουν άλλο παρά να χειροτερεύουν την κατάσταση, με αποτέλεσμα την περαιτέρω διάλυσή τους (διάλυση όλων, Υπουργείων Παιδείας και Δημόσιας Παιδείας).

Η αδιαφορία της πλειονότητας – ή έστω μεγάλου μέρους – των φοιτητών για τις σπουδές τους, αποδεικνύει την ανικανότητα της Πολιτείας να σχεδιάσει σωστά την εκπαίδευση των νέων της χώρας μας. Αυτή η αδιαφορία οφείλεται είτε στο πλήθος των εμφανώς άχρηστων πτυχίων που εκδίδουν τα Πανεπιστήμια είτε στην κατάδηλη αναντιστοιχία τους με τον ρυθμό και τον τρόπο ανάπτυξης της χώρας – ανάπτυξη οικονομική, πολιτισμική και κοινωνική –, με αποτέλεσμα την εντόνως επαπειλούμενη μελλοντική τους ανεργία (έτσι, στη συντριπτική πλειονότητά τους αρνούνται οι φοιτητές να συμμετάσχουν ενεργά στα ζητήματα των σχολών τους, με αποτέλεσμα η εκπαιδευτική διαδικασία να εμποδίζεται συχνά-πυκνά από «δυναμικές μειοψηφίες» που αποτελούν ελάχιστο μέρος των εγγεγραμμένων φοιτητών. Αυτές οι «δυναμικές μειοψηφίες» είναι μεν απολύτως ελεγχόμενες από πολιτικά κόμματα, προτάσσουν όμως κατά κανόνα ανομολόγητες αλήθειες, άρα, προτού τις καταδικάσουμε, ας αναλογιστούμε τις αλήθειες αυτές).

Το αρμόδιο μάλιστα Υπουργείο έχει φτάσει, τα τελευταία χρόνια, να αγνοεί και τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του ή να κάνει πως τις αγνοεί. Αποφασίζει και διατάσσει κατά το δοκούν, κάνοντας «μεταρρυθμίσεις» για την υστεροφημία των εκάστοτε Υπουργών του. Από όλη αυτήν τη φαυλότητα, η ζημιά που υφίσταται η χώρα μας είναι τεράστια και πολυεπίπεδη: οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική, εθνική.

Το τελευταίο κόλπο γκρόσο του υπουργείου Παιδείας – ή η απόδειξη της απόλυτης ασχετοσύνης του – είναι ο εξαγγελθείς «Εθνικός διάλογος για την Παιδεία». Πρόκειται περί εξαγγελίας είτε ψευδεπίγραφης, ως προς το «διάλογος», ή απλώς ως προσπάθεια εντυπωσιασμού με ταυτόχρονη αδυναμία κατανόησης των χρησιμοποιηθέντων όρων (ασχετοσύνη). Το επιπλέον ανησυχητικό είναι πως χρησιμοποιεί γι’ αυτό, σε ηγετικές θέσεις, προβεβλημένους μεν καθηγητές, αλλά αμφιλεγόμενης αποδοχής τους από την κοινωνία, που ανενδοίαστα αποδέχονται τον ρόλο αυτόν.

Εξηγούμεθα: «Εθνικός διάλογος για την Παιδεία» σημαίνει διάλογος προς σχεδιασμό της Παιδείας με στόχο τη συμμετοχή της στην ανάπτυξή του Κράτους ή του Έθνους. Όταν λέμε «ανάπτυξη», εννοούμε βεβαίως ανάπτυξη κοινωνική, ανάπτυξη οικονομική και ανάπτυξη πολιτιστική. Προτιμήθηκε μάλιστα ο όρος «έθνος» από τον όρο «κράτος», άρα θα περίμενε κανείς μια βαθύτερη εξέταση του ζητήματος, δηλαδή σύνδεση της Παιδείας με την ίδια την υπόσταση και εξέλιξη του Ελληνικού Έθνους, έννοια ευρύτερη από αυτήν του Ελληνικού Κράτους. Καταδήλως όμως με τον τρόπο σύνθεσης της Επιτροπής των διαλεγομένων, δεν διασφαλίζεται μήτε η ανάπτυξη του Έθνους μήτε αυτή του Κράτους (για να μη ζητάμε και πολλά).

Είναι απολύτως προφανές πως ένας διάλογος μεταξύ καθηγητών δεν μπορεί να είναι «Εθνικός». Οι καθηγητές δεν είναι αντιπρόσωποι της κοινωνίας, των αναγκών της και των οραμάτων της. Ελάχιστοι εξ αυτών μάλιστα, που ορίστηκαν ως μέλη αυτού του διαλόγου, έχουν δημοσίως εκφραστεί για το υπό συζήτηση θέμα, αφήνω κατά μέρος αυτούς που εκφράστηκαν και έτυχαν δριμείας κοινωνικής κριτικής για τις απόψεις τους. Σε έναν πραγματικά «Εθνικό διάλογο για την Παιδεία», θα ήταν απαραίτητη η συμμετοχή των νομιμοποιημένων εκπροσώπων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, υπάρχουν στην εξαγγελθείσα Επιτροπή διαλόγου ελάχιστοι τέτοιοι, θα έπρεπε προφανώς να υπάρχουν περισσότεροι και έτσι να κλείσει ο κύκλος των καθηγητών ως εκπροσώπων των Φορέων Εκπαίδευσης. Μέχρι εδώ δηλαδή η συμμετοχή των καθηγητών.

Οι καθηγητές δεν δικαιούνται ούτε νομιμοποιούνται να εκφράσουν και να σχεδιάσουν μόνοι τους την Παιδεία του Έθνους (ή του Κράτους). Η Παιδεία αφορά στο μέλλον της κοινωνίας, αφορά στην ανάπτυξή της, αφορά στους συλλογικούς της στόχους. Αυτά δεν μπορούν να τα εκφράσουν παρά νομιμοποιημένοι εκπρόσωποί της. Τέτοιοι είναι οι Πρόεδροι ή οι εκπρόσωποι Επαγγελματικών και Επιστημονικών Επιμελητηρίων, οι Περιφερειάρχες της χώρας ή εκπρόσωποί τους, γιατί η Παιδεία πρέπει να υπηρετεί και την ανάπτυξη των Περιφερειών της χώρας, αλλά και εκπρόσωποι των ασχολουμένων με την ανάπτυξη της χώρας και με τον Πολιτισμό της. Δεν γίνεται δηλαδή να μη συμμετέχουν εκπρόσωποι του Υπουργείου Ανάπτυξης, που έχουν γνώση του θέματος «ανάπτυξη», δεν γίνεται να μη συμμετέχουν εκπρόσωποι του Υπουργείου Πολιτισμού, που έχουν γνώση του αντικειμένου τους και νομιμοποιημένα ασχολούνται με αυτόν. Η δεισιδαιμονία περί των καθηγητών ως ικανών να σχεδιάσουν τα πάντα είναι από καιρού παρωχημένη (στην περίπτωσή μας μάλιστα έχουμε κάποιους καθηγητές επιλεγμένους από τον Υπουργό, δηλαδή μήτε το πρόσχημα της αδιάβλητης και έστω δήθεν αντιπροσωπευτικής σύνθεσης διαφυλάχτηκε).

Με άλλα λόγια, δυστυχώς ΚΑΙ το ζήτημα της Παιδείας εντάσσεται στον σπαραγμό του Σαββόπουλου «…οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, γίνανε παιχνίδια στα χέρια των παιδιών…».

* Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι δρ Αρχιτέκτων/MSC Φιλοσοφίας Πολιτισμού, καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας

παιδείαπανεπιστήμιαΤΕΙΚυβέρνησηεθνικός διάλογοςHas video:
Keywords
Τυχαία Θέματα