«Οι Γερμανικές εκλογές ήχησαν σαν καμπανάκι κινδύνου»

Το αποτέλεσμα των Γερμανικών εκλογών ανέδειξε το σύνολο των παθογενειών του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου της, ατελούς ακόμη, Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι μακροχρόνιες πολιτικές που ασκήθηκαν από το Γερμανικό Διευθυντήριο με πρωτεύοντα στόχο τη διευθέτηση των οικονομικών όρων της Ευρωζώνης έθεσαν σε δεύτερη μοίρα θεμελιώδη ζητήματα και ιδρυτικούς σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρώπη απέτυχε σε τρία κρίσιμα θέματα:

Πρώτον στη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Δεύτερον στην άσκηση πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής με όρους γεωπολιτικής ισχύος

και

Τρίτον στην ανάπτυξη ενός πλέγματος ενεργειακής και αμυντικής ανεξαρτησίας.

Το αποτέλεσμα αυτών των αστοχιών, σε συνδυασμό με το εντεινόμενο δημογραφικό πρόβλημα, ήταν αφενός η πλήρης αμυντική εξάρτηση από το ΝΑΤΟ και αφετέρου η ενεργειακή εξάρτηση από το φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, που χρηματοδότησε την ανάπτυξη και η ενσωμάτωση εκατομμυρίων προσφύγων που κάλυψαν με την παροχή φθηνής εργασίας τα κενά στην παραγωγική αλυσίδα.

Ειδικότερα λοιπόν στη Γερμανία, δηλαδή στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, συνέβη η «τέλεια καταιγίδα». Η επιβράδυνση της οικονομίας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και μίας άνευ προηγουμένου επεκτατικής κινεζικής εμπορικής πολιτικής συνέπεσαν με την μετατόπιση πόρων από το κοινωνικό κράτος προκειμένου να καλυφθούν το υπέρογκο κόστος των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και η χρηματοδότηση της Ουκρανίας.

Αυτό το μίγμα, σε συνδυασμό με την απουσία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, απέφερε μία ουσιαστική και βαθιά διαιρετική τομή στην ίδια τη γερμανική κοινωνία. Το αποτέλεσμα των εκλογών απέδειξε ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ψηφοφόροι παρέμειναν συντεταγμένοι στις παραδοσιακές συστημικές και υπεύθυνες για το σημερινό αδιέξοδο δυνάμεις, όπως το CDU και το SPD και οι νεότεροι ψηφοφόροι που αποτελούν και τον πυρήνα του ενεργού οικονομικού  πληθυσμού, δηλαδή οι ηλικίες 18 έως 45 ετών, στράφηκαν σε δύο αντίπαλες προσεγγίσεις, αυτήν του AfD και Die Linke, οι οποίες κυριάρχησαν σε όλη την επικράτεια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και στις ηλικίες αυτές στην υπόλοιπη Γερμανία.

Αυτό μας επιτρέπει να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι μεγάλες ηλικίες της Γερμανίας που φεύγει παρέμειναν συστημικές και η Γερμανία που έρχεται ριζοσπαστικοποιείται και οδεύει προς μία σκληρή ιδεολογική και εκλογική σύγκρουση ριζοσπαστικών προσεγγίσεων.

Η λογική μας επιτρέπει να προβλέψουμε ότι, αν δεν αναστραφεί το μίγμα της πολιτικής των αστικών κομμάτων, το ακροδεξιό AfD, το οποίο διπλασίασε το ποσοστό του σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, θα αναπτυχθεί γρήγορα και ασύμμετρα, καθώς επίκειται περαιτέρω δραματική μείωση των πόρων του κοινωνικού κράτους, λόγω της ανόδου των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει λιγότερα επιδόματα, μικρότερες συντάξεις, αποδυνάμωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Δηλαδή επέρχεται μία νέα κρίση που θα πλήξει ταυτόχρονα τους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους, αλλά και τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία, ως επί τω πλείστον, προέρχονται από τις προσφυγικές ροές πρώτης και δεύτερης γενιάς.

Η ιδιομορφία του εκλογικού νόμου της Γερμανίας που θέτει ως πήχη εισόδου στη Βουλή το 5% άφησε για μόλις 16.000 ψήφους εκτός Βουλής τον «συνασπισμό Βάγκενκνεχτ» (BSW), ο οποίος επιχείρησε, μετά την αποκοπή του από το Die Linke, με μία ξενοφοβική και ρωσόφιλη προσέγγιση να αποτελέσει ένα υβριδικό ανάχωμα στην φθορά των συστημικών κομμάτων.

Στην πραγματικότητα ο ηττημένος νικητής των εκλογών είναι το CDU, που έπεσε για πρώτη φορά στην ιστορία του κάτω από το 30% και ο απόλυτος ηττημένος είναι το SPD, το οποίο σημείωσε την χαμηλότερη επίδοσή του από το 1887, αποδεικνύοντας ότι ένας «imitation» πολιτικός λόγος δεν είναι ικανός να προσελκύσει το ενδιαφέρον των πολιτών, παρά μόνο των διαρκώς μειούμενων νοσταλγών της περιόδου ακμής του, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη με τα σοσιαλδημοκρατικά  κόμματα  και στα καθ’ ημάς με το ΠΑΣΟΚ.

Είναι προφανές ότι η κοινωνία αποζητά έναν πιο ριζοσπαστικό προοδευτικό προγραμματικό λόγο και ένα πλαίσιο λύσεων που θα είναι κατανοητές, ελκυστικές και εφαρμόσιμες, ως εναλλακτική στην άνοδο της ακροδεξιάς, που απροκάλυπτα ενθαρρύνεται πλέον από την πολιτική των ΗΠΑ, που επιθυμούν μία Ευρώπη βαθιά διαιρεμένη και ανήμπορη να επιβάλει όρους στον παγκόσμιο γεωπολιτικό μετασχηματισμό.

Αυτό που συνέβη στη Γερμανία πολύ σύντομα θα έχει αντανάκλαση και στην Ελλάδα, η οποία μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία, εξαιτίας της συνάντησής τους μεταπολεμικά με ακροδεξιές κυβερνήσεις και δικτατορίες, διατηρούν ένα δημοκρατικό απόθεμα που δεν επιτρέπει μέχρι σήμερα την γιγάντωση συγκεκαλυμμένων ή απροκάλυπτων ακροδεξιών μορφωμάτων.

Το ερώτημα λοιπόν είναι: Αν στη Γερμανία άνοιξε το «Κουτί της Πανδώρας» ποιά θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη απάντηση της Ελλάδας προκειμένου να μην διαρραγεί η κοινωνική συνοχή και να ανακτηθεί ένας υψηλός βαθμός εθνικής ανεξαρτησίας σε συνδυασμό με ένα πραγματικό Κράτος Δικαίου, το οποίο θα εγγυάται την διαυγή και υπέρ της κοινωνίας διανομή του παραγόμενου πλούτου.

Στην Ελλάδα απαιτείται η άμεση συγκρότηση ενός ριζοσπαστικού αλλά γειωμένου με το παγκόσμιο γίγνεσθαι μοντέλου συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων και η διατύπωση ενός σαφούς κυβερνητικού μοντέλου που θα εστιάζει σε πέντε κρίσιμα επίδικα:

1. Στην άμεση καταστολή των μηχανισμών κερδοσκοπίας προκειμένου να διασφαλιστούν οι όροι διαβίωσης του συνόλου των πολιτών.

2. Στην άμεση αναστροφή του μοντέλου διανομής των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ του μικρομεσαίου επιχειρείν και του κόσμου της εργασίας.

3. Στην άμεση ενίσχυση με πόρους και αρμοδιότητες της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης υπό πραγματικό δημοσιονομικό έλεγχο και νέους θεσμούς διαφάνειας.

4. Στον άμεσο ανασχεδιασμό και στην ενίσχυση του Κοινωνικού Κράτους, με ταυτόχρονη ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του Δημόσιου Συνταξιοδοτικού Συστήματος και

5. Στην άμεση αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας προκειμένου να δημιουργηθούν νέες και σταθερές θέσεις εργασίας στον αγροδιατροφικό τομέα, στον τομέα της μεταποίησης χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, στην ψηφιακή οικονομία και στον συνδυασμένο δωδεκάμηνο τουρισμό.

Συμπερασματικά οι Γερμανικές εκλογές μπορούν να διαβαστούν με δύο τρόπους: ο πρώτος και αφελής είναι να μην τις μελετήσουμε και να τις υποβαθμίσουμε ως μία ακόμη εκλογική αναμέτρηση σε μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο δεύτερος είναι να τις εκλάβουμε ως ένα «καμπανάκι αφύπνισης» προκειμένου να συσπειρωθούμε γύρω από το δικό μας επίδικο που είναι η ταχεία απομάκρυνση της επικίνδυνης Κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία λειτούργησε επί έξι χρόνια ως υπηρέτης του πτωχευμένου στην πράξη γερμανικού πολιτικοοικονομικού κατεστημένου.

Το Κίνημα Δημοκρατίας έχοντας διαγνώσει έγκαιρα τα επερχόμενα αδιέξοδα έχει καταθέσει και διαρκώς εμπλουτίζει την πιο σύγχρονη δημοκρατική κυβερνητική προσέγγιση στην βάση του συνδυασμού ενός νέου κράτους που θα δρα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι των καρτέλ και ενός απελευθερωμένου από παράλογα φορολογικά βάρη ιδιωτικού οικονομικού τομέα, ο οποίος θα έχει κίνητρα να επενδύει διαρκώς και να συμμαχεί με τον δημόσιο τομέα, στηρίζοντας μια νέα πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας σε έναν κόσμο που απροκάλυπτα μετασχηματίζεται σε ένα νέο καρτέλ οικονομικών υπερδυνάμεων, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τη σημαία την οποία τυπικά εκπροσωπούν.

Η μεγάλη μάχη που έρχεται είναι μεταξύ της διεθνούς του κεφαλαίου και της διεθνούς των πολιτών που απαιτούν ένα δίκαιο μερίδιο στον νέο κόσμο.

Θεοδώρα Τζάκρη είναι ανεξάρτητη βουλευτής , μέλος του Κινήματος Δημοκρατίας

Διαβάστε επίσης:

Είναι τα Τέμπη ορόσημο για την εξέλιξη των πραγμάτων στη χώρα;

Μια Ανεξάρτητη Επιτροπή Αλήθειας για τα Τέμπη  – Τι προτείνουν Κοντιάδης, Λιάκος, Μαραντζίδης, Σωτηρέλης

Ο Καιρός του Πανικού – Πώς οι καιρικές προβλέψεις επηρεάζουν την Ψυχολογία μας

Keywords
Τυχαία Θέματα