Περί ανάγνωσης και βιβλίων

Για μια βιβλιοθήκη δίχως σύνορα

Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Όταν η λογοτεχνία υποκλίνεται στον κριτικό της

Το 2001 από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία μιας εμβληματικής προσωπικότητας των γερμανικών γραμμάτων. Ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι υπήρξε ο πιο επιδραστικός, όπως θα λέγαμε, κριτικός λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα. Για δεκαετίες ολόκληρες καθόρισε με τις λογοτεχνικές του κριτικές τη γερμανόφωνη λογοτεχνία σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε του κείμενο ή κάθε του εμφάνιση στη γερμανική τηλεόραση

να δημιουργεί τεράστιες αντιδράσεις. Υπήρξε ο πιο γενναίος και επαρκής κριτικός για τα «τέρατα» της γερμανικής λογοτεχνίας, προκαλώντας –όπως γράφει κι ο ίδιος – κάποιες φορές «κτηνώδεις» χαρακτηρισμούς σε βάρος του από μεγάλους συγγραφείς που εύχονταν ώς και τον θάνατό του. Πριν συνεχίσουμε, και για την πληρέστερη κατανόηση του θέματος, καλό είναι να διευκρινίσουμε με όση σαφήνεια διαθέτουμε ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου ως «κριτικού λογοτεχνίας» ουδεμία σχέση έχει με αυτό που εννοούμε με τη λέξη αυτή στη χώρα μας.

Ο ρηξικέλευθος, ωστόσο, κριτικός, ούτε και σε αυτή τη περίπτωση δεν τους έκανε, όπως φαίνεται, τη χάρη, καθώς απεβίωσε το 2013 σε ηλικία 93 ετών! Η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Mein Leben» («Η ζωή μου») εκδόθηκε στα γερμανικά το 1999 και αποτέλεσε το εκδοτικό γεγονός εκείνης της χρονιάς. Η αφήγηση της ζωής του Πολωνοεβραίου κριτικού, που λάτρεψε τη γερμανική λογοτεχνία, αποτελεί ένα μνημείο μυθιστορηματικής και δοκιμιακής αφήγησης. Παρακολουθώντας κανείς τη ζωή αυτού του μεγάλου κριτικού είναι σαν να αφουγκράζεται τους κτύπους της καρδιάς της ευρωπαϊκής κοινωνίας και κουλτούρας από τον Μεσοπόλεμο έως και τις αρχές του 21ου αιώνα.

Προκειμένου να αντιληφθούμε ευκρινέστερα την προσωπικότητα του εμβληματικού κριτικού και το τι σημαίνει «κριτικός λογοτεχνίας» σε μια χώρα σαν τη Γερμανία, σημειώνουμε ότι τα απομνημονεύματά του έγιναν αμέσως best seller φτάνοντας στο αδιανόητο νούμερο των δύο εκατομμυρίων αντιτύπων. Και εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Τι πολιτισμό έχει ένας λαός που ενδιαφέρεται για τη ζωή ενός κριτικού λογοτεχνίας, ο οποίος στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν καν Γερμανός;…

Ο Ρανίτσκι γεννήθηκε στην Πολωνία το 1920 από Γερμανοεβραίους γονείς. Οκτώ χρόνια αργότερα, πριν προλάβει να μάθει επαρκώς την πολωνική γλώσσα, τον στέλνουν στη Γερμανία. Όπως σημειώνει ο ίδιος, του έμειναν χαραγμένα στη μνήμη τα λόγια της δασκάλας του: «Φεύγεις, αγόρι μου, για τη χώρα του πολιτισμού». Στη χώρα του πολιτισμού σύντομα ανακαλύπτει πως η εβραϊκή του καταγωγή δεν δημιουργεί ιδιαίτερα ευνοϊκή συνθήκη για να προσεγγίσει τους συμμαθητές του. Παρ’όλα αυτά, ο ίδιος τους ξεπερνά στη γερμανική γλώσσα και «εθίζεται» με την ανάγνωση. Από τότε, το διάβασμα θα καθορίσει ολόκληρη τη ζωή του.

Μια δεκαετία αργότερα, το 1938, ένας εριστικός νεαρός Γερμανός συγγραφέας, τον οποίο είχε γνωρίσει πριν από έναν μόλις χρόνο στη Βαρσοβία, θα του θέσει ξεκάθαρα, όπως αναφέρει ο ίδιος ο κριτικός:

«Έπειτα από μια σύντομη λογομαχία με στρίμωξε ξαφνικά μ’ ένα απλό ερώτημα. Κανείς μέχρι τότε, αφ’ ότου ήμουν πάλι στη Γερμανία, δεν μου είχε θέσει τόσο άμεσα και τόσο αδίστακτα εκείνο το ερώτημα. Εκείνος, ο Γκύντερ Γκρας από το Ντάντσιχ, με ρώτησε λοιπόν να μάθει: “Μα, τι είστε, αλήθεια, εσείς τώρα – Πολωνός, Γερμανός ή τι τέλος πάντων;”. Οι λέξεις “ή τι τέλος πάντων” υπαινίσσονταν και κάποια τρίτη πιθανότητα. Απάντησα ταχύτατα: “Είμαι κατά το ήμισυ Πολωνός, κατά το ήμισυ Γερμανός και ακέραιος Εβραίος”. Ο Γκρας φάνηκε να εκπλήσσεται, ωστόσο προφανώς ευαρεστήθηκε, σχεδόν γοητεύτηκε μάλιστα: “Ούτε λέξη παραπάνω, μπορεί να καταστρέψετε τούτο το ωραίο απόφθεγμα”».

Αυτό που μένει να απαντηθεί είναι το πώς ο πιο πολιτισμένος λαός στον κόσμο (πράγμα που ακόμα και στην υπερβολή του δεν απέχει από την αλήθεια) γίνεται να επινοεί την καθετοποιημένη εξαέρωση αυτών που θεωρεί αντιπάλους του. Αναρωτιέται δηλαδή κανείς ποια ακριβώς είναι η επίδραση της υψηλής, στην περίπτωσή μας, κουλτούρας στη γενικότερη αντίληψη ενός λαού που ενέκρινε, όπως και να το κάνουμε, με πάθος αυτήν τη βαρβαρότητα.

Πρόκειται για ένα θέμα που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς και κυρίως δεν έχει λάβει καμιά πειστική απάντηση. Κατά κάποιο τρόπο, αυτόν τον προβληματισμό τον θίγει κι ο ίδιος καθώς γράφει: «Αυτό που εμπόδιζε για χρόνια τη συντριπτική πλειονότητα των Εβραίων να ξενιτευτούν δεν ήταν, εν ολίγοις, τίποτε άλλο παρά η πίστη στη Γερμανία»…

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Ρανίτσκι άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στη γερμανική λογοτεχνία ώστε να ανακηρυχθεί ο αδιαμφισβήτητος Πάπας της. Ξεκινώντας με τον Σίλλερ, συνεχίζοντας αργότερα με τον Γκαίτε, ανακαλύπτοντας την ποίηση του Ρίλκε, του Χόφμανσταλ, του Γκεόργκε, εδραιώνεται ως ο εθνικός αναγνώστης της γερμανικής λογοτεχνίας ο οποίος δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τα ιερά τέρατα που την εκπροσωπούσαν ή να μιλήσει ανοικτά, ή να προτείνει νέους – άγνωστους – συγγραφείς με την τόλμη της γνώμης που λείπει από τους «επαγγελματίες» κριτικούς.

«Ο Τόμας Μανν ήταν εγωκεντρικός σαν παιδί, ευαίσθητος σαν primadonna και φιλάρεσκος σαν τενόρος. Θεωρούσε, όμως, πως ο εγωκεντρισμός ήταν η προϋπόθεση για την παραγωγικότητά του: βασανίζεται μόνο εκείνος ο οποίος υπερεκτιμά τον εαυτό του. Δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να ισχυρίζεται ότι όλα όσα “φαίνονται καλά και ευγενή, το πνεύμα, η τέχνη, η ηθική, από την ανθρώπινη αυτοϋπερεκτίμηση προέρχονται”. Επειδή οι συγγραφείς τα πάντα τα αισθάνονται εντονότερα κι εντατικότερα από τους άλλους ανθρώπους, τους μέλλει να βασανίζονται και περισσότερο απ’ τους άλλους. Η ανάγκη τους για διαρκή αυτοεπιβεβαίωση απ’ αυτό εξαρτάται. Τούτο είναι σαφές, είναι όμως και άξιον απορίας που η επιτυχία ενός συγγραφέα, η παγκόσμια επιτυχία, μάλιστα, δεν μειώνει μήτε στο ελάχιστο τούτη την ανάγκη».

Οι σχετικές αποτυχίες του Γκαίτε – από την «Ιφιγένεια» μέχρι τις «Εκλεκτικές Συγγένειες» – προφανώς τον πόνεσαν περισσότερο, απ’ ό,τι μπόρεσαν να τον κάνουν ευτυχισμένο οι διεθνείς, όντως, θρίαμβοί του.

«Ο Τόμας Μανν διψούσε κανονικότατα για επαίνους, επιζητούσε μανιωδώς την αναγνώριση. Τις κριτικές εκτιμήσεις του έργου του δεν ήθελε καν να τις μαθαίνει. Επέμενε, ο εκδότης του, οι γραμματείς του και τα μέλη της οικογένειάς του, να του αποκρύπτουν τέτοια άρθρα. Διότι και την παραμικρή κριτική την αισθανόταν αμέσως ως προσωπική εξύβριση, εάν όχι ως τερατώδη προσβολή».

«Τι να θέλουν, άραγε, οι συγγραφείς από εκείνους που εκφράζονται δημόσια για τα προϊόντα τους; Όταν το 1955 δημοσίευσα κάτι για τον Άρνολντ Τσβάιχ και του το έστειλα κιόλας, ενώ δεν ήταν απαραίτητο, εκείνος με ευχαρίστησε με κάποιο ανέκδοτο: «Κάποτε ο Χάινριχ Μανν, ο Άρτουρ Σνίτσλερ και ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ έκαναν περίπατο μαζί στη λίμνη του Στάρνμπεργκ, μιλούσαν για τη λογοτεχνική κριτική και ρωτώντας τον Χόφμανσταλ τι πιστεύει για την κριτική, πήραν την κλασική απάντηση: «Πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική, πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική, πρέπει να ’ν’ πιότερο ’παινετική»! Ο Γκέοργκ Λούκατς είχε αφιερώσει στο θέμα «Συγγραφέας και Κριτική» μία εμπεριστατωμένη πραγματεία· έπειτα από λεπτούς, ενίοτε άκρως περίπλοκους συλλογισμούς εκπλήσσει τους αναγνώστες του με μιαν αποκάλυψη: «Για τον συγγραφέα “καλή” κριτική είναι γενικά εκείνη που επαινεί τον ίδιο και εξευτελίζει τους αντιζήλους του, “κακή” εκείνη που ψέγει τον ίδιο ή ευνοεί τους αντιζήλους του».

INFO

Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, «Η ζωή μου», μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδ. Ίνδικτος, σελ. 528

Διαβάστε επίσης:

Περί ανάγνωσης και βιβλίων

Βιβλίο: Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Για μια βιβλιοθήκη δίχως σύνορα

Βιβλίο: Φερνάντο Βαγιέχο – Ο γκρεμός

Keywords
Τυχαία Θέματα
Περί ανάγνωσης και βιβλίων,