Περί ανάγνωσης και βιβλίων

Για μια βιβλιοθήκη δίχως σύνορα

Γράφει ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Ελληνικές αναφορές σε δύο σημαντικά μυθιστορήματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας

Ένα από τα δύο μακράν σημαντικότερα προσωπικά αναγνώσματα αυτού του καλοκαιριού ήταν το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Σκωτσέζου συγγραφέα Tobias George Smollett, που έζησε τον 18ο αιώνα, με τίτλο «Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ». Πρόκειται για μια συναρπαστική σάτιρα, στην οποία ο συγγραφέας εικονογραφεί ζοφερά την πάλη της ανθρώπινης φύσης με τους θεϊκούς και ανθρώπινους ηθικούς κανόνες, από την οποία παράγεται η κατά συνθήκην υποκρισία. Το

μυθιστόρημα κυκλοφόρησε περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα ως μια ακτινογραφία της ανθρωπότητας. Ένας νεαρός, ο Ρόντερικ Ράντομ, γεννημένος από μητέρα ταπεινής καταγωγής και πατέρα αριστοκράτη, του οποίου η ζωή του περνά από τα χίλια κύματα σε στεριά και θάλασσα, καταλήγει στο Λονδίνο, «το σαλόνι του διαβόλου».

Η πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζόφου είναι η σάτιρα, όπου τα πάθη που εκπορεύονται από τα ερέβη της ανθρωπότητας φωτίζονται μέσα από την εξαγνιστική επιθυμία της εξημέρωσής τους. Η απανθρωπιά αντιμετωπίζεται με την ανθρωπιά και η σκληρότητα με τη συμπόνια. Ένα έργο που περιγράφει τον κόσμο του 18ου αιώνα και τη σκληρή πάλη ανάμεσα στην ανθρώπινη κακοήθεια και υποκρισία με την ειλικρίνεια και την εντιμότητα, αλλά και την αγριότητα της ζωής όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την ανθρώπινη φύση και δεν ορρωδεί ούτε καν μπροστά στην προοπτική της πιο ζοφερής κόλασης. Μια απάνθρωπη περιπέτεια γεμάτη τρυφερότητα και πίστη στον άνθρωπο.

***

Το δεύτερο βιβλίο γράφεται περίπου ενάμιση αιώνα αργότερα από τον Τόμας Χάρντυ. Σε αυτό δεν υπάρχει ο κοσμοπολιτισμός του Λονδίνου, ούτε οι ταξιδιωτικές περιπέτειες ανά τον κόσμο του Ρόντερικ Ράντομ. Κυρίαρχο σκηνικό είναι η αγγλική ύπαιθρος, τα βοσκοτόπια, τα αρμέγματα, οι κτηματίες και οι χωρικοί. Εδώ τα πάθη περιορίζονται μέσα από την οικουμενική διάσταση του πολύπτυχου έρωτα.

Ο Τόμας Χάρντυ στο «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» περιγράφει μια αγροτική κοινότητα, όπου η καθημερινότητα έχει να κάνει με μονοσήμαντους χωρικούς, αγελάδες και κοπάδια, σοδιές, κουρές προβάτων και άλλα γλαφυρά της απίστευτα βαρετής αγροτικής αγγλικής υπαίθρου του 19ου αιώνα. Ένα ογκώδες βιβλίο γεμάτο ηθογραφικές λεπτομέρειες και μακροσκελείς περιγραφές της φύσης. Ωστόσο, τη βαρεμάρα της καθημερινότητας τη διανθίζει με μια βουκόλα Αγγλίδα καλλονή και τρεις τρελά ερωτευμένους μαζί της άντρες. Και εκεί που λες ότι βρίσκεσαι στο κέντρο μιας πληκτικής ηθογραφίας και μόνο το γεγονός ότι ο τόπος και τα ήθη βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όλα αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον, γίνονται πανανθρώπινα, καθώς πίσω από την αφήγηση εργάζεται η μεγάλη αριστοκρατική – αστική κοινωνία. Καταμεσής της αφήγησης εισβάλλει ο νεαρός λοχίας Τρόι με ευγενική καταγωγή και καλή παιδεία, ο οποίος τινάζει τα πάντα στον αέρα με μιαν ορμή ακαταμάχητη, βάζοντας φωτιά στις υπάρξεις και δίνοντας νόημα στη ζωή με την ευφράδειά του, την πονηριά του, την απιστία του, την τολμηρότητά του, την αναίδειά του, την ευφυΐα του, τη ζωογόνο ανηθικότητά του. «Ήξερε να μιλά δίχως να κομπάζει», «να δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις», «να επισκέπτεται τον σύζυγο για να δει τη σύζυγό του». Το μυθιστόρημα αίφνης αλλάζει ταχύτητα, καθώς μέσα από μια περίτεχνη αφήγηση – σε εμπνευσμένη συνεργασία με την πλοκή, ώστε να μην προκαλεί εντύπωση αλλά και να μην ξεχνιέται – δημιουργεί έναν περίπλοκο κόσμο, γεμάτο ζωή. Έτσι, το μυθιστόρημα αποκτά φτερά, πετά πάνω από την ομίχλη του χρόνου σε καθαρό ουρανό.

***

Δύο αντιπροσωπευτικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, των οποίων οι υποθέσεις είτε έχουν πολυπολιτισμικό χαρακτήρα μέσα από ταξίδια σε εξωτικές χώρες, γνώση του κόσμου μέσω των εμπορικών συναλλαγών και των βρετανικών κτήσεων, είτε επικεντρώνονται στη νωχελικότητα της αγγλικής υπαίθρου, εντάσσουν τις ανθρώπινες σχέσεις στην παράδοση μιας αυτοκρατορίας, η οποία υποστηρίζει σθεναρά την καλλιέργεια, εκτός πολλών άλλων, και του μυθιστορήματος. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε εδώ – κι αυτό περισσότερο υπήρξε η αφορμή αυτού του σημειώματός μας – την επαναλαμβανόμενη παρουσία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας και στα δύο αναγνώσματα, η οποία είναι ενσωματωμένη πολιτισμικά με εντυπωσιακό τρόπο. Η αρχαιοελληνική κουλτούρα δεν αποτελεί κτήμα της αριστοκρατίας, αν και αυτή την κατέχει και τη χειρίζεται, αλλά έχει ενσωματωθεί ακόμα και στην κατώτατη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας, όπως για παράδειγμα στο μυθιστόρημα του Smollett, όπου η γνώση των ελληνικών ήταν σοβαρός λόγος για να κερδίσεις την εκτίμηση ακόμα κι από ναυτικούς τυχοδιώκτες, εγκληματίες και αποβράσματα στα βάθη των σκοτεινών ωκεανών:

«Ό,τι εσείς αρέσκεστε ν’ αποκαλείτε “κωδικούς”, είναι απλώς γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που για προσωπική μου διασκέδαση τα χρησιμοποιούσα για να κρατάω ημερολόγιο για όλα τ’ αξιοσημείωτα πράγματα που τύχαινε να παρατηρώ απ’ την αρχή του ταξιδιού αυτού…

[…] Ποιος ο λόγος να χρησιμοποιείς ελληνικά γράμματα, αν δεν φοβόσουν μήπως ανακαλύψει κάποιος αυτά που είχες γράψει; Και τ’ είν’ αυτά που λες για ελληνικά γράμματα; Νομίζεις ότι είμαι τόσο αμόρφωτος ώστε να μη γνωρίζω την ελληνική γλώσσα και να μην ξεχωρίζω τα γράμματά της απ’ αυτά εδώ, που είναι τόσο ελληνικά όσο και κινέζικα;»

Tobias George Smollett, «Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ», σελ.: 330

«[…] Έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, δυο άνδρες πλησίασαν και δήλωσαν ότι γνώριζαν τη γλώσσα, που, όπως είπαν, την είχαν μάθει σε μερικά ταξίδια στο Λεβάντε από τους Έλληνες του Μοριά».

Tobias George Smollett, «Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ», σελ.: 331

«[…] Επεσήμανα ότι τα σύγχρονα ελληνικά διέφεραν τόσο από αυτά που μιλούσαν κι έγραφαν οι αρχαίοι όσο και τα αγγλικά που χρησιμοποιούσαμε τώρα από τα παλιά σαξονικά του 450 μ.Χ., και καθώς εγώ είχα μάθει μόνο τη γνήσια αρχική γλώσσα στην οποία έγραφαν ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, οι Ευαγγελιστές και άλλοι σπουδαίοι Έλληνες της αρχαιότητας…».

Tobias George Smollett, «Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ», σελ.: 332

Παρατηρούμε με τεράστια έκπληξη ότι η ελληνική παιδεία είναι εμπεδωμένη βαθιά στην αγγλική κοινωνία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και σίγουρα εκτιμάται και υποστηρίζεται περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα στη σύγχρονη Ελλάδα. Κάπου είχα διαβάσει, αν θυμάμαι καλά, ότι στις συνομιλίες που είχε με τον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα, ο Κρις Γουντχάουζ μιλούσε καλύτερα ελληνικά και από τους δυο Έλληνες πολέμαρχους. Κάτι επίσης σημαίνει και αυτό. Να σημειώσουμε, με την ευκαιρία, ότι ο Γούντχαουζ φοίτησε στο New College της Οξφόρδης στις κλασικές σπουδές, που περιείχαν σε σημαντικό βαθμό και ελληνική γλώσσα και πολιτισμό, όπου σημείωσε αξιοπρόσεκτη πρόοδο. Εδώ τα απλοποιήσαμε για να γίνει η παιδεία κτήμα του λαού και να μην παιδεύονται οι ελληνόπαιδες με τις περίεργες υπογεγραμμένες… Αναρωτιέμαι αν σε ένα νεοελληνικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να αντέξει μια παρόμοιων συνθηκών συζήτηση, δίχως να προκαλέσει τη γενική θυμηδία των σύγχρονων Ελλήνων χιουμοριστών, πράγμα που θα έπρεπε να μας προβληματίζει πολλαπλώς.

Αναφορές μικρές, ωστόσο μεγάλης σημασίας για την κατανόηση της έννοιας του πολιτισμού και της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού, συναντά κανείς και στο μυθιστόρημα του Χάρντυ, δημοσιευμένο περίπου ενάμιση αιώνα μετά από εκείνο του Σμόλετ. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πόσο δηλωτικά παρούσα είναι η Ελλάδα στην αγγλική, και όχι μόνο, λογοτεχνία:

«Ναι», είπε ο Τζόζεφ. «Ήμουνα που λέτε σπίτι ψάχνοντας στη Διαθήκη για τους Εφεσίους κι έλεγα, “καλά, μονάχα Κορινθίους και Θεσσαλονικείς έχει αυτό το ρημάδι το βιβλίο;”, όταν να σου ο Χένερι από δω και μου λέει “Τζόζεφ, τα πρόβατα τουμπανιάσανε…”».

Τόμας Χάρντυ, «Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος», σελ.: 188

Όπως εύκολα γίνεται φανερό, ο διάλογος αυτός γίνεται μεταξύ αγράμματων χωρικών, ωστόσο ανεπιτήδευτα, φυσικά, σαν κάτι που τους ανήκει. Προφανώς είναι στα όρια της φαιδρότητας να φανταστούμε έναν παρόμοιο μυθιστορηματικό διάλογο μεταξύ δυο νεοελλήνων βοσκών.

«[…] Ως τότε, ο μεγάλος του καημός ήταν ότι αυτή δεν τον αγαπούσε: το να την βλέπει τώρα εκείνην ερωτευμένη, ήταν ένας καημός πολύ μεγαλύτερος, που σχεδόν εξαφάνισε τον προηγούμενο. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με αυτό που λέει ο Ιπποκράτης στον αφορισμό* του περί σωματικών πόνων».

Τόμας Χάρντυ, «Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος», σελ.: 260, 261

***

Αν συνυπολογίσει κανείς ότι η εγκυρότερη σειρά αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων είναι αυτή της Οξφόρδης μαζί με της Λειψίας, δεν δυσκολεύεται να εξάγει το μελαγχολικό μεν, αληθές δε, συμπέρασμα ότι η ελληνική κληρονομιά (ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός) είναι εισαγόμενος στη χώρα μας ως πολιτισμικό προϊόν από άλλες, μάλλον περισσότερο πολιτισμένες χώρες. Κι ας λέμε εμείς!…

Το καλό νέο – αν υπάρχει – είναι ότι ως οικουμενικός πολιτισμός διατηρείται σε ξένες φιλόξενες κουλτούρες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η ελληνική γραμματεία εμφανίζεται διαχρονικά στις περισσότερες προηγμένες λογοτεχνίες και απουσιάζει εκκωφαντικά από την ελληνική, στην οποία έχει εμπεδωθεί ως αντιδραστική, παλαιομοδίτικη, αρχαιόπληκτη και κυρίως ακροδεξιά. Θα ήταν άδικο όμως να μην υπενθυμίζαμε ότι το νεοελληνικό μυθιστόρημα δρέπει δάφνες στην αντιφασιστική λογοτεχνία!

* Από δύο ταυτόχρονους πόνους, που όμως δεν εκδηλώνονται στο ίδιο σημείο, ο ισχυρότερος καλύπτει τον ασθενέστερο.

Info

Tobias George Smollett

Οι περιπέτειες του Ρόντερικ Ράντομ

Μετάφραση: Ρένα Χατχούτ

Εκδόσεις: Gutenberg

Σελ.: 760

Τόμας Χάρντυ

Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος

Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο

Εκδόσεις: Καστανιώτη

Σελ.: 576

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Περί ανάγνωσης και βιβλίων – Για μια βιβλιοθήκη δίχως σύνορα

Βιβλίο: Φερνάντο Βαγιέχο – Ο γκρεμός

Βιβλίο: Οι προτάσεις της εβδομάδας

Keywords
Τυχαία Θέματα