«Ροκάδες» vs «Καρεκλάδες»: Οι ταραχές στο Σικάγο που «κατεδάφισαν» τη Disco μουσική (videos)

Τη δεκαετία του 1970, όταν έκανε την εμφάνισή της η μουσική Disco, η νεολαία στην Ελλάδα διχάστηκε. Τότε δημιουργήθηκαν δύο βασικά υποσύνολα ανάλογα με τις μουσικές τους προτιμήσεις: οι «ροκάδες» και οι «καρεκλάδες». (Ξέρω, ότι κάποιοι «παλιοί» θα σκάσουν ένα αδιόρατο μειδίαμα).

Η ονομασία των «ροκάδων» είναι μάλλον αυτονόητη, αλλά η ονομασία των «καρεκλάδων» (καρεκλάδες: ήταν αυτοί που επισκεύαζαν τα χαλασμένα ψάθινα καθίσματα στα μαγαζιά και τα σπίτια, οι περισσότεροι των οποίων ήταν τσιγγάνοι) προήλθε

από τα χτυπητά χρώματα, τα λαμέ υφάσματα, τα παντελόνια «καμπάνα», τις φαρδιές γραβάτες, τα κεραμιδί αντρικά «ποτηράτα» ψηλοτάκουνα παπούτσια, και βέβαια τις χρυσές αλυσιδίτσες και τα σταυρουδάκια πάνω στα δασύτριχα στήθη τους.

Ο διχασμός δεν ήταν απλά θέμα μουσικής προτίμησης, είχε και κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά.

Οι ροκάδες, με τα μακριά μαλλιά τους, τα μπλουτζίν τους και τα στρατιωτικά τους αμπέχονα (anti-militaire style) ή τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν, ήταν συντονισμένοι στο ευρύτερο κίνημα των χίπις, που πρέσβευε μια άλλη κοινωνική συνθήκη δίνοντας έμφαση στην αγάπη, την ειρήνη, τον έρωτα, τη μουσική, την αλληλεγγύη, την κατανόηση και την ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων.

Οι καρεκλάδες, δεν είχαν τέτοιες ανησυχίες, θεωρούνταν πιο «φλώροι», επειδή ήθελαν απλώς να ντύνονται ασυνάρτητα φανταχτερά, και να χορεύουν στις disco κάνοντας διάφορες χορευτικές φιγούρες, και την απαραίτητη «μόστρα», ελπίζοντας ότι θα έκαναν εντύπωση στα κορίτσια. Δεν ενδιαφέρονταν παραπάνω για τη μουσική, και τα διάφορα εμπορικά disco hits της εποχής τούς ήταν υπεραρκετά.

Ταξικές διαφορές δεν μπορούμε να πούμε ότι υπήρχαν. Τόσο η ροκ όσο και η disco διαπερνούσαν κάθετα τη διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας. Εύρισκε κανείς ροκάδες και καρεκλάδες, από τις πιο πλούσιες οικογένειες μέχρι τις πιο φτωχές, απλά οι νεολαίοι των βορείων και νοτίων προαστίων ή του αστικού κέντρου της Αθήνας πήγαιναν συνήθως σε διαφορετικές discotheques, ενώ οι νεαροί των δυτικών προαστίων πήγαιναν σε άλλες «λαϊκότερες».

Ανάμεσα στις δύο αντίπαλες φυλές των ροκάδων και των καρεκλάδων υπήρχε πάντως σαφής πολιτισμικός διαχωρισμός, και μερικές φορές δεν έλειπαν και συρράξεις που συνήθως όμως ήταν μικρής κλίμακας. (Αυτό βέβαια άλλαξε τη δεκαετία του 1980, όταν έγιναν συρράξεις ροκάδων και σκίνχεντς σε μεγάλη κλίμακα, και οι οποίες κατέληξαν σε show down).

Όταν κάποιος εντασσόταν σε κάποια ομάδα, εντασσόταν για μια ζωή. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε πολλές (και μερικές φορές) άδικες γενικεύσεις. Υπάρχουν, για παράδειγμα πολλοί Αθηναίοι ροκάδες που έμειναν πιστοί στις επιλογές τους, και δεν πήγαν για παράδειγμα ποτέ να δουν καμία συναυλία του James Brown στην Αθήνα, διότι πολύ απλά ήταν «γκιράπι» (συνώνυμο του καρεκλά) από το γνωστό (git up, and git on love) που έλεγε.

Σικάγο, 1979: η «κατεδάφιση» της Disco

Μπορεί λοιπόν στην Ελλάδα -και κυρίως στα αστικά κέντρα- να μαίνονταν αυτός ο άτυπος «πόλεμος», όμως το ίδιο συνέβαινε και στην Ευρώπη (Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία, κλπ.) ενώ στις ΗΠΑ το πράγμα φάνηκε πως είχε πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις.

Στο Σικάγο υπήρχε ο νεαρός Στιβ Νταλ, ένας ντισκ τζόκεϊ που έκανε ροκ εκπομπές στο ραδιόφωνο και ο οποίος δεν έχανε την ευκαιρία να φωνάζει: «Disco Sucks!!!». Ο Νταλ που είχε μείνει ένα διάστημα χωρίς δουλειά όταν πολλοί σταθμοί του Σικάγο το «γύρισαν» στη disco, θεωρούσε τον εαυτό του πρωτοστάτη στο κίνημα κατά της disco κουλτούρας.

Στο Σικάγο, επίσης, υπήρχε το στάδιο Comiskey Park, έδρα της ομάδας μπέϊζμπολ των White Sox. Το στάδιο είχε 45.000 θέσεις, αλλά το 1979 οι αγώνες δεν μάζευαν παραπάνω από 15.000 θεατές.

Τότε, ο ιδιοκτήτης Μπιλ Βικ, αποφάσισε να κάνει κάτι για προσελκύσει κόσμο και να πουλήσει εισιτήρια. Καθώς είχε παλαιότερα φιλοξενήσει μια βραδιά για τους οπαδούς της disco, με αρκετή επιτυχία, σκέφτηκε ότι θα άξιζε να κάνει και μια βραδιά για όσους ήταν αντίθετοι στην disco μουσική.

Η βραδιά ήταν η 12η Ιουλίου του 1979. Στο στάδιο Comiskey Park, η ομάδα των White Sox αντιμετώπιζε την ομάδα των Detroit Tigers. Ο ιδιοκτήτης του σταδίου Μπιλ Βικ, σκέφτηκε να βάλει ένα φτηνό εισιτήριο (0,98 δολάρια) για όποιον έφερνε μαζί του και κάποιο δίσκο με μουσική disco. Την πρωτοκαθεδρία του anti-disco κινήματος θα είχε νεαρός ντισκ τζόκεϊ, Στιβ Νταλ.

Οι πιο αισιόδοξοι περίμεναν γύρω στις 8.000 με 10.000 άτομα. Το στάδιο όμως γέμισε ασφυκτικά. Υπολογίζεται ότι στο στάδιο μπήκαν πάνω από 50.000 άτομα, ενώ πλήθος κόσμου έμεινε χωρίς εισιτήριο και συνωστίζονταν στην πλατεία έξω από το Comiskey Park. Καθένας θεατής έδινε κι ένα βινύλιο της disco που είχε φέρει μαζί του. Τα βινύλια θα έμπαιναν σε ένα κοντέινερ, και θα ανατινάζονταν στο ημίχρονο.

Πράγματι στο ημίχρονο ο Στιβ Νταλ μπήκε στον αγωνιστικό χώρο και με το μικρόφωνο στο χέρι έριξε έναν εξάψαλμο εναντίον της disco μουσικής και κουλτούρας. Στη συνέχεια, ο Νταλ μέτρησε αντίστροφα και το κοντέινερ με τα βινύλια της disco, ανατινάχτηκε σε χίλια κομμάτια. Ο κόσμος παραληρούσε, ενώ ο Στιβ Νταλ παρακινούσε τον κόσμο να ξεχυθεί στους δρόμους και να καταλάβει όλες τις discotheques της πόλης του Σικάγο με το σύνθημα «Disco Sucks!».

Μέσα σε λίγα λεπτά, και ενώ οι ομάδες έμπαιναν για τη δεύτερη περίοδο, 5.000 άτομα έκαναν «ντου» στον αγωνιστικό χώρο, καταστρέφοντας το γκαζόν και δημιουργώντας διάφορες ζημιές και ευτράπελα. Σε λίγο, εισέβαλαν και τα ΜΑΤ, για να απωθήσουν τους εισβολείς. Ο αγώνας τελικά διακόπηκε, αφού δεν γινόταν να συνεχιστεί λόγω των ζημιών στον αγωνιστικό χώρο.

Ο ιδιοκτήτης, Μπιλ Βικ, είδε να καταστρέφεται μεγάλο κομμάτι του σταδίου, καθώς κάποιοι έβαζαν και φωτιές ακόμα και στις εξέδρες.

Τελικά ο Μπιλ Βικ, παραδέχτηκε ότι το σόου ήταν μια πολύ κακή ιδέα που εξελίχθηκε πολύ λάθος. Παρόλα αυτά, αυτές οι ταραχές θεωρήθηκαν η «αρχή του τέλους» για την Disco, που από τότε άρχισε να παίρνει την κατηφόρα. Οι καλλιτέχνες της Disco δεν πίστευαν στα μάτια τους, αφού το όλο σκηνικό θύμιζε το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί.

Πολλοί, βλέποντας τα επεισόδια, έκαναν λόγο για «discophobia», ενώ ο ντισκ τζόκεϊ Στιβ Νταλ θεωρήθηκε βασικός υπαίτιος για την «κατεδάφιση της disco», κάτι για το οποίο είναι μέχρι σήμερα περήφανος.

Διαβάστε επίσης:

Πάτι Σμιθ: Η ηγερία του punk τιμά τον ποιητή Αρθούρο Ρεμπό στο Παρίσι (Videos)

Parchman Farm Blues: Αντιλαλούν οι φυλακές του Μισισιπή ξεχειλίζοντας μουσική

Βαγγέλης Παπαθανασίου: Το κύκνειο και ακυκλοφόρητο έργο του, για πρώτη φορά στο Ευγενίδειο Πλανητάριο

Keywords
Τυχαία Θέματα