Στον απόηχο της Άγκυρας

Μετά την πάνδημη απήχηση της στάσης του Νίκου Δένδια στη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Άγκυρα, στην θέση των πρώτων ενθουσιωδών αντιδράσεων άρχισαν να εμφανίζονται σιγά-σιγά οι αναμενόμενες αμφισβητήσεις, επισημάνσεις, αντιρρήσεις.

Αμέσως, σχεδόν, επανήλθε στο προσκήνιο η διαφορά στην φιλοσοφία της εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή εκφράστηκε πρόσφατα μέσα από την δημόσια αντιπαράθεση Σημίτη-Καραμανλή.

Με επίκεντρο αυτήν την αντιπαράθεση, έγινε μια προσπάθεια ερμηνείας της στάσης του Δένδια στην Άγκυρα σε σχέση με το αν οι δηλώσεις του

παρεξέκλιναν του μέχρι σήμερα ελληνικού σχεδιασμού της εξωτερικής πολιτικής της χώρας – με όλη την πλούσια φιλολογία που αυτό συνεπάγεται. Αμέσως, η προέκταση αυτών των προβληματισμών επικεντρώθηκε στο αν ήταν τελικά ενήμερος ή όχι των δηλώσεων Δένδια ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ή αν ήταν μια «πρωτοβουλία» του υπουργού ώστε μέσω των εθνικών θεμάτων να θέσει υποψηφιότητα για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας στην μετα-Μητσοτάκη εποχή.

Προφανώς και ο καθένας σκέφτεται και ερμηνεύει κατά το δοκούν. Ωστόσο, μια πράξη αποκτά σημασία με τον τρόπο που την καταλαβαίνουν οι πολλοί. Και ο ελληνικός λαός έδειξε να λυτρώνεται με τη στάση που κράτησε ο Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών αλλά και με τις αντιδράσεις που προκάλεσε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Τόσο οι ελληνικές αντιδράσεις όσο και οι τουρκικές φαίνεται να δικαιώνουν τον Δένδια.

Από την άλλη, η αποδοχή αυτής της δήλωσης αν αποτιμηθεί ξεχωριστά από την διπλωματική της αξία, δημιούργησε μια πρωτοφανή αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ο ελληνικός λαός εισέπραττε αυτή την μέχρι τούδε διπλωματία «μετριοπάθειας» που δημιουργούσε ένα φοβικό σύνδρομο απέναντι στην Τουρκία. Ο λαός δεν μπορεί να γνωρίζει το νομικό καθεστώς που διέπει το διεθνές δίκαιο. Μπορεί, ωστόσο, να γνωρίζει τα όρια του ελληνικού κράτους ξεκάθαρα – μαζί με τα προβλήματα των εθνικών εκκρεμοτήτων μας με την Τουρκία.

Είναι προφανές ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι απίστευτα πολύπλοκη υπόθεση με πολλές παραμέτρους οι οποίες είναι αδύνατον να συνυπολογιστούν ταυτόχρονα και προφανώς δεν μπορούν να ερμηνευτούν μονομερώς . Θα τολμούσαμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι οι συνθήκες των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν μπει σε μια νέα φάση, πολύ διαφορετική από αυτή που επικρατούσε τα περασμένα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί νέα δεδομένα στην διεθνή σκηνή που έχουν αλλάξει δραματικά τις ισορροπίες και τις αντιλήψεις. Άρα, ήδη εκ των πραγμάτων, κάποιες παράμετροι τόσο της αντίληψης Σημίτη όσο και Καραμανλή, έχουν απλά ξεπεραστεί.

Μετά κυρίως τις αμφιταλαντεύσεις της Αμερικής, την κινεζική διείσδυση, την ρωσική ανασυγκρότηση αλλά και τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία θεώρησε ότι μπορεί να επιδιώξει την ανασύσταση του οθωμανικού της μεγαλείου. Αυτό δεν διέλαθε της προσοχής κανενός και δημιούργησε έναν επανασχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής μια σειράς κρατών που θίγονται ποικιλοτρόπως από τα νεοωθομανικα σχέδια του Ερντογάν. Η Τουρκία του 2021 δεν έχει σχέση με αυτή του 2000 που πάσχιζε να βρει ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Έχουν αλλάξει πολλά, έχουν δημιουργηθεί νέες συμμαχίες και νέα πεδία συγκρούσεως συμφερόντων.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι το αν ο Δένδιας  έβαλε υποψηφιότητα ως διάδοχος του Μητσοτάκη ή αν επανέφερε  την καραμανλική αντίληψη άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Μόνο τον τελευταίο χρόνο, η Ελλάδα  δέχτηκε την ασύμμετρη και ευθεία επίθεση παραβίασης των συνόρων της στον Έβρο που πυροδότησε μια σειρά αντιδράσεων – όπως το τείχος, την περαιτέρω στρατιωτική  οχύρωση των βορείων συνόρων μας, την ενεργοποίηση και συμμετοχή της Ευρώπης στην φύλαξη των εθνικών μας συνόρων.

Κυρίως, όμως, όλοι αισθάνθηκαν ότι η Ελλάδα κατάφερε να ανταπεξέλθει, ότι η Ελλάδα απάντησε σθεναρά, ότι διαχειρίστηκε μια μεγάλης έκτασης κρίση στα σύνορα της. Το ίδιο συνέβη και με τις μεταναστευτικές ροές και την μεγάλης διάρκειας απειλή σύρραξης στο Αιγαίο. Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν δέκτες με ενθουσιασμό και οι δήλωσης Δένδια που στο κάτω – κάτω απλά επαναλάμβαναν πάγιες ελληνικές θέσεις.

Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκαν μια σειρά συμμαχιών με τα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία. Τα ελληνοτουρκικά μετατράπηκαν σε ευρωτουρκικά, επετεύχθη μια σταθερή αλλαγή στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην σχέση της με την Τουρκία, και κυρίως άλλαξε η αμερικανική πολιτική στον ευρύτερο χώρο όπως αυτή υπαγορεύεται πλέον από τα συμφέροντά της. Στο πλαίσιο όλων αυτών των νέων δεδομένων, η Ελλάδα έχει ξεκινήσει και ένα φιλόδοξο όσο και καλοσχεδιασμένο -όπως φαίνεται- σχέδιο εξοπλισμών που αποτελεί το πιο πειστικό «διπλωματικό» επιχείρημα απέναντι στην Τουρκία.

Δεν μπορούμε λοιπόν να ζητάμε μια λιγότερο διπλωματική γλώσσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έναντι της Τουρκίας κι όταν το πράττει ο Έλληνας Υπουργός να διαμαρτύρονται κάποιοι. Και γιατί δεν είναι διπλωματία η σαφής έκθεση των ελληνικών θέσεων;

Η Τουρκία ανέπτυξε μια σειρά δραστηριοτήτων ανοίγοντας πολλαπλά μέτωπα που δύσκολα μπορεί να διαχειριστεί. Ο Ερντογάν πλέον μοιάζει να υπερασπίζεται εκτός από τα φαραωνικά νεοοθωμανικά του όνειρα και την τύχη του ίδιου και της οικογένειάς του – σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις που διαρρέουν από την αμερικανική πλευρά.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Άγκυρας,agkyras