Το χρέος μπορεί να περιμένει...

ΠΟΛΙΤΙΚΗΈντυπη Έκδοση

Η ολιγοήμερη σύγκρουση της κυβέρνησης με το ΔΝΤ έληξε μάλλον «άδοξα», με τη Μέρκελ να υπογραμμίζει – μετά τη συνάντηση της Τρί­της με τη Λαγκάρντ – ότι θέση της Γερμανίας είναι πως το Ταμείο πρέπει να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, σε αντίθεση με τη θέση της Αθήνας, που διατυπώνεται όλο και πιο καθαρά τελευταία, ότι πρέπει να φύγει και τον ρόλο του να αναλάβει ο ευρωπαϊκός

μηχανισμός του ESM.

Η κυβέρνηση κρατά στα θετικά ότι από την καγκελάριο τονίστηκε πως πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγο­ρα οι διαπραγματεύσεις, κι επίσης «διαβάζει» στις δηλώσεις Λαγκάρντ χαμήλω­μα των τόνων εκ μέρους του ΔΝΤ. Επίσης, σε αντίθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση που ασκεί την κριτική ότι οι χειρισμοί των τελευταί­ων ημερών οδήγησαν σε κοινό μέτωπο την Ευ­ρώπη και το ΔΝΤ έναντι της Ελλάδας, το Μαξί­μου θεωρεί ότι η αξιοποίηση της διαρροής των WikiLeaks πέτυχε τον στόχο που ήταν να «κα­εί», να ακυρωθεί ένας σχεδιασμός εκ μέρους των στελεχών του ΔΝΤ να οδηγηθούν τα πράγ­ματα σε πιστωτική ασφυξία.

Η κυβέρνηση πλέον επικεντρώνεται στην κατ’ αυτήν προτεραιότητα της επιτυχούς ολοκλή­ρωσης της αξιολόγησης εντός του Απριλίου, καθώς εκτιμάται πως δεν μπορεί να καθυστε­ρήσει περαιτέρω, διότι αυτό θα στείλει αρνητι­κά μηνύματα για την οικονομία και, όπως είπε και ο Τσακαλώτος, τότε «ζήτω που καήκαμε».

Πάντως, το ξεκαθάρισμα από τη Μέρκελ ότι το Ταμείο πρέπει να μείνει δεν είναι και η καλύ­τερη εξέλιξη για την κυβέρνηση, καθώς αυτό σημαίνει εκ των πραγμάτων καθυστέρηση στις συζητήσεις για το χρέος, δεδομένου ότι Τα­μείο και Ευρώπη δεν συμφωνούν ως προς την ενδεδειγμένη επίλυση του θέματος. Κυρίως όμως σημαίνει ότι το Ταμείο παραμένει ενεργό και στις διαπραγματεύσεις - άλλωστε τη σχετι­κή «αναγκαιότητα» υπέδειξε και η Μέρκελ, ως ο «μπαμπούλας» ή αλλιώς ο θεματοφύλακας της υλοποίησης του προγράμματος.

Δηλαδή, προκύπτουν τα εξής ερωτήματα:

♦ Αν βγαίνουν πλέον οι χρόνοι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έδωσε στη Βουλή τη Δευ­τέρα ο πρωθυπουργός, στο οποίο έκανε λόγο για κατάληξη της διαπραγμάτευσης εντός των επόμενων ημερών ώστε να υπάρξει τελική συμ­φωνία στο Eurogroup της 22ας Απριλίου.

♦ Αν το γεγονός ότι το ΔΝΤ παραμένει στο πρόγραμμα και συνεπώς στην αξιολόγηση ση­μαίνει ότι θα αυξηθεί ο λογαριασμός πέραν των 5,4 δισ. (3% του ΑΕΠ) στα οποία η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους για την τριετία ώς το 2018.

Κατά συνέπεια εντείνεται η ανησυχία ότι θα επιστρέψει η πίεση για νέα μέτρα, κάτι που επηρεάζει και τα χρονικά ορόσημα και τις προ­θεσμίες όπως αυτές τίθενται και απ’ έξω και από την κυ­βέρνηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι κυβερνητικοί πα­ράγοντες αναφέρονται ως το «καλό σενάριο» στα μέτρα 5,4 δισ. στα οποία έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση και τα οποία αντιστοιχούν σε δη­μοσιονομικό κενό ύψους 3% του ΑΕΠ. Υπενθυ­μίζεται ότι το ΔΝΤ ζήτησε μέτρα για την τριετία ύψους 7-9 δισ. ευρώ ή 4,5% του ΑΕΠ.

Κι ενώ βλέπουν τα 5,4 δισ. ως «καλό» αλλά όχι ακόμη ως τελικό σενάριο, ξορκίζουν το «κακό σενάριο» λέγοντας ότι δεν μπορεί να ζητηθούν από τους δανειστές νέα μέτρα, τα οποία γνωρί­ζουν ότι δεν μπορούν να περάσουν από τη Βου­λή, και παραπέμπουν στο βρετανικό δημοψή­φισμα. Αφήνουν, με άλλα λόγια, τον υπαινιγ­μό ότι είναι αμφίβολο οι Ευρωπαίοι να επιτρέ­ψουν πολιτική αποσταθεροποίηση στη χώρα λίγο πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα.

Οι «σύμμαχοι»

Όπως είναι γνωστό, οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να ξαναδημιουργηθεί κρίση με την Ελλάδα εν μέσω προσφυγικής κρίσης, επανάκαμψης της τρομοκρατίας, αλλά και εν όψει του επερχόμε­νου δημοψηφίσματος στη Βρετανία, στις 23 Ιουνίου. Ως προς το τελευταίο, έχει διαμηνυ­θεί στην ελληνική πλευρά ότι οι εβδομάδες με­τά το ορθόδοξο Πάσχα είναι απαγορευτικές για συζητήσεις επί του ελληνικού προγράμματος καθώς ενδέχεται να επηρεάσουν το δημοψή­φισμα με τρόπο που απεύχονται οι Ευρωπαίοι (Brexit), επομένως η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει μέχρι τις αρχές Μαΐου.

Εν ολίγοις η Αθήνα βλέπει στο βρετανικό δημοψήφισμα έναν «σύμμαχο» στην επιδίω­ξή της για το κλείσιμο της αξιολόγησης εντός Απριλίου. Στους «συμμάχους» μπορούν να προ­σμετρηθούν, επίσης,

♦ η κρίση του προσφυγικού και το ζήτημα ασφάλειας λόγω τρομοκρατίας, όπως προείπαμε,

♦ ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος από τη θέση του τεχνοκράτη μονότο­να και σχεδόν κάθε εβδομάδα τονίζει την ανά­γκη ή εκφράζει την ελπίδα η αξιολόγηση να κλείσει ώς τις αρχές Μαΐου, λίγο πριν ή λίγο με­τά το ορθόδοξο Πάσχα, διότι αλλιώς θα υπάρ­ξει πρόβλημα.

Ασύμβατες επιδιώξεις

Διάθεση για γρήγορη ολοκλήρωση της δια­πραγμάτευσης φαίνεται να υπάρχει από όλες τις πλευρές, και σίγουρα από την πλευρά της Μέρκελ, όμως εδώ τα πράγματα είναι κάπως σύνθετα. Στις κοινές δηλώσεις με τη Λαγκάρντ, η Γερμανίδα καγκελάριος τόνισε ότι:

♦ Το ΔΝΤ πρέπει να μείνει και στο πρόγραμμα και στις διαπραγματεύσεις.

♦ Πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα αυτές οι διαπραγματεύσεις.

♦ Πρέπει να βγαίνουν τα νούμερα (αυτό το υπογράμμισαν αμφότερες).

♦ Δεν είναι εφικτό νομικά στην ευρωζώνη το κούρεμα του χρέους, αλλά έχει βρεθεί άλλη λύ­ση.

Από το Μαξίμου σχολιάζουν ότι το γρήγορο κλείσιμο της αξιολόγησης, η θέση υπέρ της πα­ραμονής του ΔΝΤ και το γερμανικό «όχι» στο κούρεμα ή μάλλον το «όχι» στην άμεση και δρα­στική ελάφρυνση του χρέους (αφού και το ΔΝΤ έχει υπαναχωρήσει κι έχει αποδεχτεί την ευρω­παϊκή θέση κατά του κουρέματος) συνιστούν «τρεις ασύμβατες μεταξύ τους γερμανικές επι­διώξεις».

Όπως έχει φανεί μέχρι σήμερα, οι «ασύμβα­τες» αυτές επιδιώξεις αποτελούν μόνιμο παρά­γοντα εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις καθώς η Μέρκελ διαβεβαιώνει ότι θέλει γρήγορη κα­τάληξη των συνομιλιών, αυτές όμως, όπως εί­ναι αναμενόμενο, κολλάνε στις απαιτήσεις του ΔΝΤ, τις οποίες η Αθήνα απορρίπτει ως «ακραί­ες».

Αυτό συνέβη πέρυσι, αυτό συμβαίνει και τώ­ρα, με το Μαξίμου να θεωρεί κάθε φορά ότι η όποια εμπλοκή θα αρθεί προς το συμφέρον της Ελλάδας. Έτσι και τώρα στο επιτελείο του πρω­θυπουργού θεωρείται ότι η μπάλα πέφτει στο ΔΝΤ, το οποίο είναι αυτό που θα πρέπει να υπα­ναχωρήσει από τις απαιτήσεις του, και όχι στην ελληνική πλευρά, αφού, όπως προαναφέρθη­κε, η εκτίμηση είναι ότι δεν μπορεί να ζητηθούν νέα μέτρα.

Το αν αυτή η εκτίμηση είναι βάσιμη ή όχι θα φανεί πολύ γρήγορα, καθώς ο στόχος είναι η συζήτηση με το κουαρτέτο να κλείσει, αν όχι στο τέλος της εβδομάδας, στις αρχές της επό­μενης και πριν από την εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στις 15-16 Απριλίου, ώστε σε δυόμισι εβδο­μάδες από τώρα, δηλαδή στις 22 του μήνα, τα όποια συμφωνηθέντα να επικυρωθούν στη συ­νεδρίαση του Eurogroup.

Επιφυλάξεις

Πάντως οι δηλώσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν μια κάποια ανησυχία. Φάνηκε και στις καταγγελίες του πρωθυπουργού τις τελευταίες μέρες ότι το ΔΝΤ, κάνοντας άλλες παραδοχές από τις επίσημες για τα στοιχεία της οικονομίας (διαπιστώνοντας έλλειμμα εκεί που τα στοιχεία μιλούν για πλεόνασμα) και ζητώντας και άλλα μέτρα (από τις συνομιλίες προκύπτει ότι το ΔΝΤ επιμένει και σε περικοπές συντάξεων αλλά και σε νέες περικοπές στο Δημόσιο), ουσιαστικά ζητά μια νέα συμφωνία.

Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς δεν παραλείπουν να τονίζουν τα τελευταία εικοσιτετράωρα ότι η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει και δη «χωρίς μέτρα που ακυρώνουν τις όποιες δυνατότητες της οικονομίας έχουν διαφανεί αυτήν τη στιγ­μή» (Νίκος Παππάς στο News247).

Συνεργάτες του πρωθυπουργού προειδοποι­ούν ότι βρισκόμαστε σε μια σκληρή φάση της διαπραγμάτευσης και αυτό θα φανεί τα επόμε­να εικοσιτετράωρα.

Πάντως τα παραπάνω δηλώνουν επιφύλα­ξη, παρά την αισιοδοξία του πρωθυπουργού τη Δευτέρα ότι η αξιολόγηση θα κλείσει ώς τις 22 Απριλίου, αισιοδοξία για την οποία επικαλέστηκε τους Ευρωπαίους συνομιλητές του (ηγέτες και αξιωματούχους της Ε.Ε.), από τους οποί­ους, όπως είπε, εξέλαβε τις τελευταίες μέρες απόλυτη στήριξη και συμφωνία για το δημοσι­ονομικό κενό.

Ως προς αυτό, υψηλόβαθμος κυβερνητικός παράγοντας εξηγεί στο «Π» ότι ο πρωθυπουργός από τις συνομιλίες που πραγματοποιεί σε ανώ­τατο επίπεδο πράγματι λαμβάνει κλίμα στήρι­ξης σε κατηγορηματικούς τόνους αναφορικά με την αξιολόγηση, το οποίο με τη σειρά του μεταφέρει και στον δημόσιο λόγο του. Ωστό­σο το κλίμα αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων και του κου­αρτέτου, όπου οι αποστάσεις στα περισσότερα ζητήματα παραμένουν. Επομένως, η κυβέρνη­ση δεν παύει να είναι και επιφυλακτική απέναντι στις διαβεβαιώσεις που λαμβάνει.

Τι τρέχει με το χρέος;

Κι αν η κυβέρνηση «τα δίνει όλα» για την αξι­ολόγηση ελπίζοντας ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, πλέον δείχνει ότι έχει αφήσει το χρέος για λίγο αργότερα, χωρίς ωστόσο να το εγκαταλείπει.

Συνεργάτες του πρωθυπουρ­γού υπογραμμίζουν: «Δεν αντι­δράμε στο ενδεχόμενο να μην ανοίξει τώρα η συζήτηση για το χρέος, αλλά αντιδράμε στο ενδεχόμενο να καθυστερήσει η αξιολόγηση». Συμπληρώνουν δε ότι σε αντίθεση με το ΔΝΤ η κυβέρνηση δεν θέλει να συνδέσει το χρέος με την ολοκλήρωση της αξιολό­γησης, δηλαδή δεν θέλει η επίλυσή του να τεθεί ως προϋπόθεση για την κατάληξη της διαπραγ­μάτευσης.

Η στροφή που κάνει η κυβέρνηση στο χρέ­ος φάνηκε εύγλωττα στις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή τη Δευτέρα (προ­μηνύματα είχαν υπάρξει πριν από δύο εβδο­μάδες διά του γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκου Κουτεντάκη, ο οποίος είχε κα­τηγορήσει το Ταμείο για «συμπεριφορά Σάυλοκ»): μεταξύ άλλων αμφισβήτησε ότι θα εί­ναι καταλυτική η συμβολή του ΔΝΤ στην ελά­φρυνσή του και υποστήριξε ότι το Ταμείο επι­ζητά ουσιαστικά μια νέα, σκληρότερη συμ­φωνία με αντάλλαγμα μια «γενική υπόσχε­ση» για το χρέος.

Η γραμμή που χαράσσει πλέον το πρωθυ­πουργικό επιτελείο λέει ότι η ελάφρυνση του χρέους προβλέπεται ούτως ή άλλως από τη συμφωνία του Ιουλίου, επομένως δεν χρειάζε­ται η παρουσία του ΔΝΤ, πολλώ δε μάλλον που το τρίτο πρόγραμμα που σχεδίασαν οι ευρωπα­ϊκοί θεσμοί πετυχαίνει, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα, εμπνεύσεως του Ταμείου.

Σε αυτήν τη θέση ο Τσίπρας βρήκε απρόσμε­νο σύμμαχο τον Αυστριακό κεντρικό τραπεζίτη και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ Έβαλντ Νοβότνι, ο οποίος υποστήριξε πως «μιλώντας με οικο­νομικούς όρους, το ΔΝΤ δεν είναι πλέον ανα­γκαίο για τη σταθεροποίηση της οικονομίας της Ελλάδας. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να το λύσουν μόνοι τους».

Εν ολίγοις, η κυβέρνηση πλέον δείχνει να μην εξαρτά το θέμα του χρέους από το ΔΝΤ και να προσβλέπει σε μια διευθέτηση με τους Ευρω­παίους, οι οποίοι με βάση τα σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας προκρίνουν μια σταδιακή ελάφρυνση που γι’ αυτούς σίγουρα δεν έχει επείγοντα χαρακτήρα, καθώς μέχρι το 2022 θεωρείται ότι δεν υπάρχουν μεγάλες πλη­ρωμές.

Σημειώνεται ότι ήδη από τη συμφωνία του καλοκαιριού η κυβέρνηση πήρε μια δέσμευση για παραμετροποίηση του δημόσιου χρέους (reprofiling), δηλαδή μετάθεση πληρωμών στο μέλλον, και ζητούμενο τώρα είναι η ελάφρυνση μεγάλων πληρωμών μετά το 2022.

Σε αυτό ουσιαστικά αναφέρθηκε ο υπουργός Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης, διορθώνοντας το πότε θα γίνει η συζήτηση αυτή - σε αντίθε­ση με την αρχική του δήλωση, που έδειχνε να παραπέμπει τη συζήτηση στο αόριστο μέλλον, διευκρίνισε ότι την τοποθετεί στο διάστημα με­τά το κλείσιμο της αξιολόγησης.

Σε κάθε περίπτωση οι διαφωνίες μεταξύ ΔΝΤ και Ευρώπης είναι επί του πώς θα γίνει αυτή η παραμετροποίηση και η αξία της συζήτησης αυτής δεν έχει να κάνει με την άμεση επίδραση της ελάφρυνσης στην ελληνική οικονομία, αλ­λά με το θέμα της προσέλκυσης μακροχρόνι­ων επενδύσεων και του μεσοπρόθεσμου δα­νεισμού.

Από αυτήν τη σκοπιά κυβέρνηση και ΔΝΤ συμφωνούν. Όπως είπε η Λαγκάρντ απαντώ­ντας σε ερώτηση για τη θέση Σταθάκη περί αντιμετώπισης της βιωσιμότητας του μακρο­χρόνιου χρέους: «Αυτό είναι το θέμα». Για την

ακρίβεια, η επικεφαλής του Ταμείου υπερ­θεμάτισε λέγοντας ότι οι ιδιώτες επενδυ­τές που θέλουν να κάνουν μακροπρό­θεσμου ορίζοντα επενδύσεις στην Ελλάδα θα εξετάσουν τα πάντα, θέλουν να ξέρουν ποια είναι τα δεδομένα από οικονομική, χρηματοδοτική και νομι­σματική πλευρά. Μύλος…

συμφωνίαχρέοςΔΝΤαξιολόγησηΛαγκάρντΜέρκελΚυβέρνησηπρόγραμμαΣύμμαχοιIssue: 1911Issue date: 07-04-2016Has video:
Keywords
Τυχαία Θέματα