Το πολιτικό σύστημα οφείλει απαντήσεις

Η χούντα είχε θεσπίσει το νομοθετικό διάταγμα 802/1971 περί ευθύνης υπουργών. Σύμφωνα μ’ αυτό, υπουργικά αδικήματα διώκονται μόνο από τη βουλή (όχι από εισαγγελέα) και μόνο μέχρι το πέρας της πρώτης συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτή που διαπράχθηκε το αδίκημα (όχι εντός της πενταετούς, δεκαπενταετούς ή εικοσαετούς παραγραφής που ισχύει για όλους τους υπόλοιπους πολίτες). Φυσικά, όπως όλα τα θεσμικά νομοθετήματα της χούντας, έτσι κι αυτό ήταν μια παρωδία. Βουλή

δεν υπήρχε, επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να διωχθούν υπουργικά αδικήματα. Έστω κι έτσι, η ρύθμιση ήταν εξωφρενική. Σήμαινε πως, αν τις επόμενες εκλογές κέρδιζε το ίδιο κόμμα, τα υπουργικά αδικήματα της προηγούμενης περιόδου θα έμεναν, κατ’ αποτέλεσμα, ατιμώρητα.

Μετά τη μεταπολίτευση, το Σύνταγμα του 1975 κράτησε στο άρθρο 86 την αποκλειστική αρμοδιότητα της βουλής, αλλά όχι και την προνομιακή υπέρ των υπουργών παραγραφή. Ωστόσο, ο χουντικός νόμος που την προέβλεπε δεν καταργήθηκε. Παρέμεινε σε ισχύ για είκοσι δύο χρόνια ακόμη. Για τη νομοθετική αυτή αδράνεια –και το όνειδος, θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος να διέπονται από χουντικά νομοθετήματα– το πολιτικό σύστημα ουδέποτε απολογήθηκε.

Το 1997, επιτέλους, ο χουντικός νόμος καταργήθηκε. Αντικαταστάθηκε από καινούργιο νόμο περί ευθύνης υπουργών, το ν. 2509/1997, με εισηγητή τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο. Ο νέος νόμος δεν προέβλεπε την –περίπου χαριστική– παραγραφή του προηγούμενου νόμου, αλλά πενταετή. Με δεδομένη τη διάρκεια –αρκετά συντομότερη της τετραετίας– του εκλογικού κύκλου στη χώρα μας, αυτό σήμαινε πως, κατά κανόνα, θα παρεμβάλλονταν δύο εκλογές μέχρι την πενταετή παραγραφή, οπότε το ενδεχόμενο της ατιμωρησίας απομακρυνόταν.

Αίφνης, εκεί που νομίζαμε πως είχαμε αφήσει πίσω μας τις χουντικές (κουτο)πονηρίες, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 το καταργηθέν προνόμιο επανήλθε –όχι σε απλό νόμο, αλλά αυτή τη φορά στο Σύνταγμα. Στο άρθρο 86 προστέθηκε ότι η βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού μόνο μέχρι το πέρας της δεύτερης (αυτή τη φορά) συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται της διάπραξης του αδικήματος. Η μικρή χρονική διεύρυνση –από το πέρας της πρώτης στο πέρας της δεύτερης συνόδου– δεν είχε πρακτικά καμία σημασία. Σημασία είχε πως εκλογές παρεμβάλλονταν μία μόνο φορά, επομένως αν τις κέρδιζε το ίδιο κόμμα διασφαλιζόταν η ατιμωρησία.

Το άρθρο 86 ψηφίστηκε στη –συναινετική, βεβαίως– αναθεώρηση του 2001 από ευρύτατη πλειοψηφία. Και, όπως ήταν επόμενο, η προνομιακή διάταξη επαναλήφθηκε και στον καινούργιο εκτελεστικό νόμο (ν. 3126/2003) που, αυτή τη φορά, δεν καθυστέρησε καθόλου να ψηφίσει η βουλή. Ούτε για αυτή την κραυγαλέα εξυπηρέτηση του κακώς νοούμενου συντεχνιακού συμφέροντος της πολιτικής τάξης απολογήθηκε ποτέ το πολιτικό σύστημα. Ούτε καν όταν, αργότερα, μάθαμε πως υπουργοί εκείνης ακριβώς της περιόδου ενέχονταν σε σοβαρά σκάνδαλα για τα οποία, χάρη στο συνταγματικό προνόμιο –ή, μήπως, συνταγματικό ‘ρουσφέτι’;–, ουδέποτε δικάστηκαν.

Κατά τη δεκαετία της κρίσης, το άθλιο αυτό προνόμιο κόστισε στο πολιτικό σύστημα σημαντικό μέρος της, έτσι κι αλλιώς καταρρέουσας, αξιοπιστίας του. Μετά από λαϊκή κατακραυγή, το πολιτικό σύστημα εξαναγκάστηκε, εκόν άκον, να απαλείψει τη διάταξη από το άρθρο 86 του Συντάγματος. Όμως –τί ‘σύμπτωση’!– η ίδια πλειοψηφία που ψήφισε τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 ‘αμέλησε’ να απαλείψει τη διάταξη και από το ν. 3126/2003, ο οποίος βεβαίως εξακολουθεί να ισχύει. Οι (κουτο)πονηρίες της νομοθετικής αδράνειας συνεχίζονται. Καλλιεργώντας προσδοκίες απαλλαγής χωρίς καν δίκη σε περίπτωση μελλοντικής δίωξης υπουργών για αδικήματα που διαπράχθηκαν όσο ακόμα ισχύει ο ‘ξεχασμένος’ νόμος. Ούτε για αυτό θα απολογηθεί ποτέ το πολιτικό σύστημα. Και γιατί να το κάνει, θα πει κάποιος, όταν δεν το έκαναν ποτέ οι προηγούμενοι;

Η κοροϊδία αυτή τη φορά είναι διπλή. Όχι απλώς ατιμωρησία υπουργών, αλλά και ευτελισμός μιας πρόσφατης συνταγματικής αλλαγής που, μετά βαΐων και κλάδων, ευαγγελιζόταν το τέλος, δήθεν, αυτής ακριβώς της ατιμωρησίας. Παρόλα αυτά: Μετά την εξάλειψή της από το Σύνταγμα, η προνομιακή διάταξη του νόμου είναι, πλέον, κατάφωρα αντισυνταγματική. Κανονικά, το Ειδικό Δικαστήριο που θα κληθεί τυχόν να δικάσει υπουργούς θα πρέπει να την αφήσει ανεφάρμοστη. Και, βεβαίως, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο διάταξης, κατά τη θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου, διότι κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο (ακόμη κι αν είναι ποινικά ευνοϊκότερος) αντίθετο προς το Σύνταγμα.

Το πολιτικό σύστημα οφείλει πολλές απαντήσεις γι’ αυτή τη σκοτεινή ιστορία. Το λιγότερο που οφείλουμε να πράξουμε ως πολίτες –μεταξύ άλλων, και από την ευθύνη που έχουμε για την τήρησή του από το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος– είναι να απαιτήσουμε με κάθε τρόπο την άμεση νομοθετική κατάργηση της άθλιας διάταξης, ως αντισυνταγματικής. Ακριβώς προκειμένου να μη διανοηθεί κανένα δικαστήριο να υποπέσει στον πειρασμό ‘δημιουργικών’ ερμηνευτικών κατασκευών που θα επιτρέψουν, για ακόμη μια φορά, απαλλαγή υπουργών χωρίς δίκη.

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ

Διαβάστε επίσης:

ΚΚΕ(μ-λ): Διεθνής αντιπολεμική συνάντηση στις 22-23 Φλεβάρη από το κόμμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς

Τέμπη: Κάλεσμα Κασσελάκη για συμμετοχή στο συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου «χωρίς κομματικές σημαίες» (Video)

Ρωμανός: «Ανέκδοτο το να μιλάει για Δικαιοσύνη ο κ. Φάμελλος και ο ΣΥΡΙΖΑ με τους καταδικασμένους υπουργούς»

Keywords
Τυχαία Θέματα
Το πολιτικό σύστημα οφείλει απαντήσεις,