«Το σχολείο των γυναικών», του Μολιέρου

Σπάνια συναντά κανείς σε μια θεατρική παράσταση μια ομοιογενή ομάδα ταλαντούχων ηθοποιών που καταδύονται στα βάθη του μολιερικού κειμένου και κυκλοφορούν με εξαιρετική άνεση μέσα στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο του.

Αναφέρομαι στο «Σχολείο Γυναικών» που ανέβασε ο Έκτορας Λυγίζος στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η σκηνοθεσία του σέβεται απόλυτα τη δομή του έργου, δεν αλλοιώνει τους χαρακτήρες, εκμαιεύει με ευγένεια το χιούμορ και, ιδιαίτερα, δεν

επιδίδεται σε άσκοπους μοντερνισμούς.

Ανανεώνει, όμως, τη μορφή του στοχεύοντας να αναδείξει τη μουσικότητα του έμμετρου λόγου (εξαιρετική η μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη). Με αυτή τη λογική, τα μουσικά όργανα που κατακλύζουν τη σκηνή και τα οποία χειρίζονται οι ηθοποιοί ως μέρος μιας μπάντας, δημιουργούν ένα ηχητικό περιβάλλον που συνοδεύει ή τονίζει τον λόγο, ενώ ο πρωταγωνιστής του έργου μετατρέπεται σε μαέστρο που διευθύνει – ή τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει – τη μοίρα όλων.

Ωστόσο ο ταλαίπωρος Αρνόλφος ή κύριος Ντε λα Σους (καίριος στον ρόλο του ο Έκτορας Λυγίζος), που για να κατανικήσει τη φοβία του απατημένου συζύγου μετατρέπεται σε εξουσιαστή, διαψεύδεται στο τέλος οικτρά. Και αντιλαμβάνεται ότι το να εγκλωβίσει σε μοναστήρι μία κοπέλα από τα παιδικά της χρόνια και να την εκπαιδεύσει έτσι ώστε να γίνει στο μέλλον η κατάλληλη συμβία του – ενάρετη αλλά ταυτόχρονα ανόητη και αδαής – δεν φέρνει πάντα το ποθητό αποτέλεσμα.

Γιατί η Αγνή (την ερμηνεύει η χαρισματική Σοφία Κόκκαλη), όταν μεγαλώνει, αντιλαμβάνεται ότι είναι υποχείριο ενός αλλοτριωτικού πατριαρχικού μηχανισμού και αντιδρά βίαια στη βία του δυνάστη της. Δηλαδή με όπλο τον έρωτα κάνει τη δική της εξέγερση.

Ωστόσο, το «Σχολείο γυναικών», μια φάρσα πιστή στην παράδοση του είδους, που παρουσιάστηκε το 1662 στο βασιλικό θέατρο Palais με τον Μολιέρο στον κεντρικό ρόλο, δεν σατιρίζει μόνο τη ματαιοδοξία του νάρκισσου ήρωά του. Αποκαλύπτει το τραγικό υπόβαθρο ενός ανθρώπου που διακατέχεται από ιδεοληψίες και τη βάρβαρη μεταχείριση των γυναικών της εποχής του που, ως «κατώτερα όντα», εκπαιδεύονται με τον φόβο της αμαρτίας.

Το έργο, παρότι αγαπήθηκε από το κοινό, προκάλεσε ταυτόχρονα θύελλα αντιδράσεων καθώς οι επικριτές του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα θεώρησαν ότι υπονομεύει τόσο την Εκκλησία όσο και το ανδρικό φύλο, καυτηριάζει τη χειραγώγηση και την εξουσία που ασκεί αλλά και υποδεικνύει την εγγενή αδυναμία του. Στις κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν εναντίον του ο Μολιέρος απάντησε αμέσως μετά με ένα άλλο έργο, την «Κριτική του σχολείου των γυναικών».

Τι σχέση άραγε θα μπορούσε να έχει η θεματολογία αυτής της δραματουργίας με τη σημερινή πραγματικότητα;

Ίσως το γεγονός ότι θέτει το πρόβλημα της κτητικότητας ως βαθύτερη νοοτροπία των ανδρών αλλά και τη διαμάχη των φύλων που ακόμα και σήμερα δεν έχει οριστικά τελειώσει.

Στην παράσταση παίρνουν ακόμα μέρος οι: Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Γιάννης Κλίνης, Άρης Μπαλής και The boy, που επιμελήθηκε επιτυχώς τη μουσική.

Μοναδική αντίρρηση η ογκώδης ντουντούκα που δεσπόζει στη σκηνή. Παρότι λειτουργική και γεμάτη συμβολισμούς (μετατρέπεται σε διαφορετικά σημεία της δράσης από εσωτερικό σπιτιού σε εσωτερικό μουσικού οργάνου και από χωνί σε αιδοίο) δεν παύει να είναι αντιαισθητική.

Διαβάστε επίσης:

Ελληνική λογοτεχνία – καλοκαιρινές κυκλοφορίες

Ένα νησί, πέντε πελάγη

Το φεστιβάλ που έγινε θεσμός επιστρέφει!

Keywords
Τυχαία Θέματα