Το «θυμικό» και τα ελληνοτουρκικά

Μετά τη στάση που κράτησε ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας στις κοινές δηλώσεις με τον Τσαβούσογλου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα, ορθώς επισημαίνεται από ορισμένους ότι ναι μεν ήταν μια αξιοπρεπής στάση η οποία δικαίως προκάλεσε τον ενθουσιασμό των Ελλήνων πολιτών, ωστόσο δεν λύθηκαν τα προβλήματα.

Η συγκεκριμένη αντίδραση του Έλληνα ΥπΕΞ στην αναφορά του Τούρκου ομολόγου του περί τουρκικής μειονότητας στην Θράκη, δεν μοιάζει να απηχεί σε μια συγκροτημένη στρατηγική που να υποδηλώνει αλλαγή πλεύσης, οπότε δεν αλλάζει κάτι δραματικά στη διπλωματική διαδικασία. Εν ολίγοις,

δε φάνηκε να επήλθε η καταστροφή, και αν οι συνομιλίες οδηγηθούν σε ναυάγιο το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ευθύνεται η συγκεκριμένη στάση του Δένδια, αλλά όσα διαδραματίζονται στο παρασκήνιο και από τουρκικής πλευράς και από ευρωπαϊκής. Πολιτικά στο εσωτερικό δημιούργησε μια στιγμή κατά την οποία μπήκαν όρια για όλο το πολιτικό σύστημα, διπλωματικά μένει να φανεί ποια είναι η συνέχεια.

Ουκ ολίγοι πάντως από το εγχώριο πολιτικό σύστημα (με τη στενή και την ευρεία έννοια που μπορεί να περιλαμβάνει δημοσιολογούντες, αναλυτές, κ.α.) ανησύχησαν για τους «επικίνδυνους αυτοσχεδιασμούς» Δένδια διότι σύμφωνα με την οπτική τους έθεσε σε απερίσκεπτο ρίσκο τις συνομιλίες, κάτι για το οποίο σχεδόν ποτέ δεν εγκαλείται η απέναντι πλευρά παρόλο που επιδίδεται σε φραστικές και έμπρακτες προκλήσεις, ενίοτε και με ρυθμό 24ωρου.

Από την ίδια πλευρά, υποβαθμίζεται και το γεγονός της ενθουσιώδους υποδοχής αυτής της ενέργειας από το ελληνικό ακροατήριο. Αν δεν επισημαίνεται κιόλας ως πρόβλημα υπό την έννοια ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά κινδυνεύει να παρασυρθεί η εξωτερική πολιτική από τον «λαϊκισμό» και τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες, για παράδειγμα την απόκτηση πολιτικών πόντων από τον ΥΠΕΞ στο εσωτερικό πολιτικό χρηματιστήριο.

Σε αδρές γραμμές, αυτά γράφτηκαν και ειπώθηκαν τις προηγούμενες μέρες για τον Νίκο Δένδια άλλοτε κομψά και άλλοτε λιγότερο κομψά, κυρίως από την εκσυγχρονιστική και αριστεροανανεωτική πλευρά του πολιτικού φάσματος.

Σε κάθε περίπτωση αυτή ήταν μια αρκετά αποκαλυπτική στιγμή για την απόσταση που χωρίζει όσους χειρίζονται τα πράγματα της εξωτερικής πολιτικής από το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο μπορεί να πει κανείς, ότι παρατηρείται ένα μοτίβο όπου απομειώνεται σε – ακατέργαστο προφανώς και άρα μη έλλογο – «συναίσθημα», μια νηπιακή ανάγκη για «αίσθηση μεγαλείου», η αίσθηση ταυτότητας και η ανάγκη εθνικού αυτοπροσδιορισμού.

(Και όταν λέμε ταυτότητα, προφανώς και δεν εννοούμε κάποια αίσθηση ανωτερότητας έναντι άλλων λαών αλλά τη συνείδηση ενός συνεκτικού εθνικού πλαισίου μέσα από το οποίο αναπαράγεται η συγκεκριμένη κοινωνία και χρήζει συλλογικής υπεράσπισης έναντι σοβαρών απειλών και προκλήσεων, τις οποίες δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς – όχι ότι δε συμβαίνει κι αυτό πάντως).

Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού ωστόσο, στην αντίληψη όσων κινούνται στο πλαίσιο των παραπάνω πολιτικών αποχρώσεων, είναι θεμιτή και δη με όρους εθνικούς και όχι απλώς θρησκευτικούς, στην περίπτωση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης – κοινώς, μας λέει αυτή η πλευρά, μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται όπως επιθυμούν στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» και ας πάει στον κάλαθο των αχρήστων η Συνθήκη της Λωζάννης.

Με άλλα λόγια, ο ενθουσιασμός που εκδηλώθηκε από μερίδα Ελλήνων πολιτών για μία, μάλλον κατ’ εξαίρεση, αξιοπρεπή αντίδραση της ελληνικής πλευράς απέναντι στην γείτονα, αντιμετωπίζεται περίπου ως φθηνός συναισθηματισμός τον οποίο δεν οφείλει κανείς να παίρνει υπόψη, θέτει εν κινδύνω άλλωστε τα συμφέροντα της χώρας.

Συμπληρωματικά στην παραπάνω διαχείριση εκδηλώνεται και ένα άλλο «συνήθειο»: να ταυτίζεται η λεγόμενη πατριωτική στάση με την πιο ακραία και γραφική καρικατούρα της (πχ «χλαμύδες και περικεφαλαίες»). Σαφώς αυτό είναι εργαλείο και πολλών από το απέναντι «γήπεδο» του πολιτικού συστήματος που ρητορικά δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους όσον αφορά την προσήλωσή τους στα «εθνικά ιδεώδη και τα πατροπαράδοτα ήθη» αλλά στην πράξη δε διστάζουν να συμπλεύσουν ακόμη και με τη γραμμή του ιδεολογικού τους αντιπάλου.

Το δια ταύτα εδώ είναι ότι, εφόσον δεχτούμε για συντομία ότι ελληνικός λαός το παρακάνει με τις συναισθηματικές προβολές του στο θέμα των σχέσεων με την Τουρκία, ενδεχομένως χρειάζεται και άλλοι να ελέγξουν το συναίσθημά τους και να μην παραδίδονται τόσο εύκολα στον φόβο ότι, αν «υψώσουν ανάστημα» κατά πως ενδεχομένως θα αξίωνε και η κοινωνία την οποία εκπροσωπούν, σημαίνει ότι θα τους ξεγράψει η Δύση και ο ορθός λόγος…

Keywords
Τυχαία Θέματα
Το «θυμικό» και τα ελληνοτουρκικά,