Βιβλίο: Η τέχνη του να αφήνεις πίσω σου κάτι γλυκό

Κυριάκος Αθανασιάδης

Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών

Εκδόσεις: Διόπτρα

Σελ.: 374

Ένας γέρος μόνος, άρρωστος και χτυπημένος άσχημα από τη μοίρα, συναντά έναν επίσης κακογερασμένο, κουτσό, αδέσποτο σκύλο ένα βροχερό πρωινό, λες και μια άλλη μοίρα τους ενώνει, φέρνει τον έναν κοντά στον άλλον για να δώσει μια τελευταία ίσως ευκαιρία σε όση ζωή τους έχει απομείνει. Μέσα από τη γνωριμία τους θα αναγεννηθούν, θα ελπίσουν, θα κυνηγήσουν το θαύμα, το ακατόρθωτο, ένα καταφύγιο για τις ωραίες ψυχές. Μυθιστόρημα συναρπαστικό, μέχρι τα μπούνια ανθρώπινο, γεμάτο στοχαστική μελαγχολία,

την οποία υπονομεύει διαρκώς αλλά διακριτικά ένα γλυκόπικρο χιούμορ. Μυθιστόρημα καταιγιστικής εσωτερικής περιπέτειας, υπαρξιακής αγωνίας που ψαύει τα ανθρώπινα, αναζητώντας τη σπάνια ιδιότητα των ψυχών, την παρηγοριά απέναντι στον χρόνο φωτίζοντας το πολύτιμο διαμάντι της εφήμερης ζωής, αυτής που κάνει την κάθε στιγμή της μια γιορτή, ένα θαύμα, μια τραγωδία. Τους ενώνει η ανάγκη της αγάπης, το καθήκον να την κρατήσουν ζωντανή, αλλά και να την αναζητήσουν, έστω με ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες. Ο Αθανασιάδης μας παραδίδει ακόμα ένα μυθιστόρημα – κέντημα, ένα βιβλίο που μπορείς να το διαβάσεις πολλές φορές και σε όλες τις ηλικίες σαν ένα καινούργιο βιβλίο.

«Ο κόσμος είναι μια γιορτή όταν δεν βρέχει και δεν είσαι μόνος. Μια ατέλειωτη πελώρια γιορτή», συμπεραίνει ο αδέσποτος σκύλος που αρκετές σελίδες πιο κάτω θα μάθουμε ότι τον λένε Έκτορα. Η ζωή είναι ωραία, με το τίποτα ή σχεδόν με το τίποτα. Δηλαδή με λίγα, ελάχιστα, με αυτά που μπορεί να έχει ο καθένας, άνθρωπος και σκύλος: συντροφιά, φαγητό κι ένα καταφύγιο να μην βρέχεται. Θα μπορούσε, ωστόσο, η ανθρωπότητα, αν το γενικεύσουμε, να γινόταν το καταφύγιο των «ωραίων ψυχών»;

Στο ερώτημα αυτό, που δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά καμιά θρησκεία και καμιά ιδεολογία, καλούνται να απαντήσουν αρχικά ένας ηλικιωμένος και άρρωστος άνθρωπος που στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έφτιαχνε ρυζόγαλο και κρέμες, ένας γέρικος αδέσποτος και δίχως ελπίδα σκύλος που έβλεπε τη ζωή και τους περαστικούς να περνούν απλώς από μπροστά του, και το φάντασμα της γυναίκας του κυρίου Ισίδωρου, η Ελισάβετ. Α! Μαζί σε όλους αυτούς προσθέστε κι ένα γέρικο ποδήλατο, παλιό, ξεπερασμένο κι αυτό, με βοηθητικές ρόδες.

Ο Αθανασιάδης ξέρει να φτιάχνει τα καλύτερα μυθιστορήματα με απλά υλικά, όπως ο Ισίδωρος τα ρυζόγαλα και τις κρέμες, τις καλύτερες του κόσμου. Ωστόσο, το μυστικό του Αθανασιάδη και σε αυτό όπως και στην αμέσως προηγούμενη μυθιστορία του «Αγκάθια και πικραλίδες» είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αποσπάσει από την προσήλωσή του στο «άτομο». Σε κάθε άνθρωπο αναγνωρίζει την ανθρωπότητα, σε κάθε μικρό, ασήμαντο συμβάν ανακαλύπτει την Ιστορία της. Από όλη τη μεγάλη παράσταση της ζωής κρατά τα μικρά, εκείνα που κρύβουν το μεγάλο μέσα τους, τον άνθρωπο εκείνον που θέλει να αφήσει πίσω του κάτι γλυκό: έστω και τη γλυκιά ανάμνηση μιας κρέμας που θα απαλύνει τον πόνο του βίου, γιατί δεν υπάρχει ζωή δίχως βάσανα – υπάρχει όμως κι άλλη ζωή, αυτή της προσπάθειας να αφήσεις πίσω σου κάτι γλυκό. Να μην πεθάνεις και ξεχαστείς την επομένη. Να παραμείνεις στον κόσμο, όπως η Ελισάβετ, που εξακολουθεί να προσέχει, να συντροφεύει, να παρηγορεί και να συμβουλεύει τον άνθρωπό της, τον κύριο Ισίδωρο. Η κάθε τραγωδία μπορεί να αφήσει πίσω της και κάτι καλό, κάποιες φόρες να χαρίσει και ένα θαύμα. Δεν πιστεύουν άκριτα, οι άνθρωποι στα θαύματα όπως νομίζουν μερικοί. Αλλιώς η ζωή θα ήταν μια βροχερή, μοναχική διαδρομή.

Ο συγγραφέας «παίζει» με τη συγκίνηση στο όριό της, στην κόψη της, ώς εκεί που ματώνεις αλλά δεν αιμορραγείς, ώς εκείνο το σπάνιο ξέφωτο της αισιοδοξίας που πηγάζει από αληθινά τραύματα, κανονικές τραγωδίες. Επίσης «παίζει» με τα γηρατειά, την ανημπόρια, το αμετάκλητο του θανάτου, τον χρόνο που δεν ανακαλεί ούτε μισό δέκατο του δευτερόλεπτου. Καταφεύγει στις αναμνήσεις, στο παρελθόν, στη μνήμη που γίνεται συνέχεια, μέλλον, ελπίδα καινούργια, βήμα να προσπαθήσει ο άνθρωπος να αφήσει πίσω του κάτι γλυκό, έστω όπως τα ρυζόγαλα και οι κρέμες του κυρίου Ισίδωρου, που τον κράτησαν όρθιο να ισορροπεί πάνω σε ένα γέρικο ποδήλατο μοιράζοντας γλύκες στους πελάτες του, αντιμετωπίζοντας έτσι την απώλεια της κόρης του της Γλυκερίας, της εικοσάχρονης Γλύκας του, όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά με την Ελισάβετ, της Γλύκας που δοκίμασε λάθος γλυκό και πέθανε από ναρκωτικά.

Στον αντίποδα του Ισίδωρου ο αδέσποτος Έκτορας, ταλαίπωρος των δρόμων, σκληραγωγημένος αλλά όχι αναίσθητος, δεν έχει να χάσει τίποτε γιατί ποτέ δεν είχε τίποτε. Καμιά μόνο φορά σκέπτεται ότι είναι γέρος, πολύ γέρος και πολύ κουρασμένος, ίσως αν μπορούσε κάποτε να κοιμηθεί ξέγνοιαστος να πει και η κούραση «αρκετά πια με τον Έκτορα»… Ξέρει να χαίρεται με το τίποτα, γιατί ξέρει την τέχνη τού να αγαπά. Για την ακρίβεια μπορεί να αγαπά δίχως προσπάθεια, επειδή μπορεί να νιώσει ένα χάδι απλό και να το μετατρέψει σε ζωή κι ελπίδα, σε στιγμή και μέλλον. Γιατί ο Έκτορας κι όλοι οι Έκτορες του κόσμου δεν έχουν δόλο. Ακόμα και όταν αυτά που βουλιάζουν μέσα στα πηγάδια των βλεμμάτων τους είναι όλα άσχημα, δεν χάνουν τη δυνατότητα της αγάπης και των δώρων της.

Δομημένο αριστοτεχνικά σε τρία κεφάλαια, το μυθιστόρημα μιλά για τον θάνατο, για το τέλος, για το γήρας, για την τρυφερότητα, την αγάπη, τις μυρουδιές, την πείνα και το φαγητό, τα ποδήλατα και τα φαντάσματα, τις ευχές και τα θαύματα, τις όψεις του πένθους και τα γλυκά ως μνημόσυνα (μέρος μιας τεράστιας παράδοσης που χάνεται στα βάθη των μύθων), τη μοναξιά, τους σκύλους, μιλά για τη μνήμη και την προέκτασή της στο μέλλον, μιλά «για όλα μαζί κι ένα – ένα χώρια». Κυρίως, όμως, δεν μιλά για τον κίνδυνο της απώλειας όταν αυτή μπορεί να μετατραπεί σε κάτι καλό, σε έναν «εις μνήμην» ύμνο ζωής που ο χαμός ενός κοριτσιού από ναρκωτικά θα μετατραπεί σε ένα χάδι, μια προσπάθεια για το καλό, για τη συνέχεια, υπέρ αναπαύσεως των εν ζωή «ωραίων ψυχών».

Στο μυθιστόρημα προσθέτει δυο ακόμα πρόσωπα για να φτιάξει τον «κόσμο» του ή εκείνους που θα οικοδομήσουν το καταφύγιο των ωραίων ψυχών, που δεν στηρίζεται στη λογική αλλά στην καρδιά, σε αυτήν που χτυπά και ξέρει καλύτερα από όλους τη ζωή, κυρίως δε να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Είναι η ετοιμοθάνατη, επίσης εικοσάχρονη, Μελίνα και η βλοσυρή φαινομενικά μάνα της Θεοπίστη.

Εδώ ο Ισίδωρος, καβάλα στο ποδήλατό του, με τον μεγαλόσωμο και ταλαιπωρημένο Έκτορα στο ταψί που παλιά τοποθετούσε τα ρυζόγαλα και τις κρέμες, βρίσκεται στο έμπα μιας παραθαλάσσιας πόλης. Είναι ο από ποδηλάτου θεός για τις δυο αυτές γυναίκες, μάνα και κόρη. Ταυτόχρονα, η Μελίνα και η Θεοπίστη θα γίνουν κι αυτές οι φύλακες – άγγελοι του Ισίδωρου και του Έκτορα. Τα υπόλοιπα αφήνονται στα Χριστούγεννα που πλησιάζουν, την εποχή των θαυμάτων, καλών και γλυκόπικρων.

Στο μυθιστόρημα αυτό ο Αθανασιάδης βάζει δυο συγγραφικά στοιχήματα: το πρώτο σχετίζεται με τη δυνατότητα να γράψει κανείς ένα πολύ καλό μυθιστόρημα δίχως «μεγάλο θέμα» και με απλούς καθημερινούς ανθρώπους δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, δεύτερον, δίχως τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, δίχως αυτό που υπαγορεύει ο κανόνας. Έτσι κι αλλιώς η ζωή δεν είναι γεμάτη εξαιρέσεις, ανατροπές, υπερβάσεις των κανόνων; Ε, έτσι κι ένα μυθιστόρημα μπορεί τουλάχιστον να είναι εξίσου, αν όχι καλύτερο, με πρωταγωνιστές τις ωραίες ψυχές.

Διαβάστε επίσης:

Αντρέας Λεντάκης: ένα όνομα που μας εμπνέει!

Βιβλίο: Οι προτάσεις της εβδομάδας

Βιβλίο: Το πέταγμα του Ίκαρου

Keywords
Τυχαία Θέματα
Βιβλίο,vivlio