Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο & Μουσείο Μπενάκη

Στο πλαίσιο της προσπάθειας συγκρότησης εθνικής ταυτότητας, η πρόσληψη της βυζαντινής παραδόσεως σε σχέση με την αρχαιότητα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακόμα και σήμερα, η βυζαντινή περίοδος -που επανεκτιμάται στο σύνολό της πολιτικά και πολιτιστικά όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο- μας παραπέμπει αυτόματα σε μιαν εποχή που (πάντα σε σύγκριση με την αρχαιότητα) είναι υποδεέστερη, σκοτεινή, θρησκόληπτη. Συνήθως, αναφερόμαστε  στον βυζαντινισμό και σε μεθόδους που θυμίζουν Βυζάντιο όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε ζοφερά παρασκηνιακές ενέργειες, σε συνομωσίες και ραδιουργίες.

Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες μετά τον Παπαρηγόπουλο που ενέταξε το Βυζάντιο στο ενδιάμεσο μεταξύ αρχαιότητας και νέου ελληνισμού ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του Έθνους, για να φτάσουμε στις μέρες μας όπου αναθεωρείται ριζικά αυτή η άποψη.

Ολόκληρο τον 19ο αιώνα, το εθνικό αφήγημα αρεσκόταν να αντλεί την καταγωγική του σχέση από την λάμψη της αρχαιότητας, πράγμα που αποτυπώθηκε τότε στα αρχαιολογικά μουσεία της χώρας. Αυτό που προβαλλόταν σαν εθνική κληρονομιά ήταν η αρχαιότητα. Το Βυζάντιο άρχισε να ενσωματώνεται συνειδητά στην εθνική ιστορική κληρονομιά στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και συνδέθηκε κυρίως ιδεολογικά με την Μεγάλη Ιδέα που εμφανίστηκε ως ένα αλυτρωτικό κίνημα το οποίο προωθούσε την ιδέα της επέκτασης του ελληνικού κράτους σε όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Ταυτόχρονα εμπνεόταν και από τα εκείνα μέρη τα οποία ανήκαν ιστορικά κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό κόσμο, όπως περιοχές των νοτίων Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Αυτή η ιδέα πέρασε σαν πεποίθηση μέσα από το ιδεολόγημα της αδιάλειπτης συνέχειας του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσω του Βυζαντίου και ως την συγκρότηση του νεοελληνικού κρατιδίου. Πέρασε όχι σαν μια πολιτισμική παρουσία αλλά σαν γεωγραφική – εδαφική απαίτηση.

Η ίδρυση Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στην Αθήνα το 1914 εξυπηρετούσε την ιδέα της εθνικής πρόσληψης της βυζαντινής ιστορικής περιόδου.

Η δυτική πρόσληψη του Βυζαντίου

Είναι αλήθεια ότι ιστορικά το Βυζάντιο δημιουργεί στους Έλληνες έντονα συναισθήματα, πολύ διαφορετικά απ’ ότι σε έναν Δυτικοευρωπαίο ο οποίος μάλιστα δεν το εντάσσει καν ως παράγοντα διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο ευρωπαϊκός χριστιανικός κόσμος δυσκολεύεται να θεωρήσει ευρωπαϊκές τις ορθόδοξες χώρες. Έτσι, παρατηρούμε ακόμα και στις μέρες μας που η ιστορική επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ και οι αναθεωρήσεις δίνουν και παίρνουν, ότι  οι Δυτικοί αγνοούν την βυζαντινή περίοδο όσο ακριβώς αγνοούν και οι Ανατολικοί τον δυτικό Μεσαίωνα. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν σοβαρές παρανοήσεις και από τις δυο πλευρές, παρανοήσεις που αίρονται τελευταία σταδιακά μέσα από μια σειρά επανεξετάσεων του θέματος,  κυρίως από δυτικούς ιστορικούς οι οποίοι εντάσσουν το Βυζάντιο στον ευρύτερο Μεσαίωνα. Αν εκ παραλλήλου συμβεί αυτό και με τους Ανατολικούς  ιστορικούς και θεολόγους, αυτή η τεράστια και σημαντικότατη ιστορική περίοδος θα ενσωματωθεί, όπως είναι και το σωστό, στην ευρωπαϊκή ιστορία και παράδοση. Βέβαια, αυτές οι διεργασίες αποτελούν αντικείμενο ενός μακροχρόνιου διαλόγου, αφού πρώτα προσδιοριστεί εκ νέου ένας κοινός ορισμός για την Ευρώπη.  

Στον κλασικό κόσμο, ο «ελληνισμός» προσδιοριζόταν σε αντιδιαστολή με τον όρο «βαρβαρικός». Στη  συνέχεια, στην πρώιμη χριστιανική περίοδο, ο «ελληνισμός» έλαβε αρνητικό πρόσημο ταυτιζόμενος με την ειδωλολατρία μέσα από μιαν αντίθεση ανάμεσα στον εβραϊσμό και την ελληνική σκέψη.

Είναι φανερό ότι για να κατανοήσουμε την βυζαντινή ταυτότητα ή τον ελληνισμό στο Βυζάντιο, οφείλουμε να ξεκινήσουμε χρονικά αρκετά πριν την μεταφορά της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Όπως και να έχει το θέμα, βέβαιο είναι ότι η ταυτότητα των Βυζαντινών δεν βασιζόταν στην εθνικότητα. Ο πληθυσμός κυρίως των βυζαντινών επαρχιών ήταν πέρα για πέρα ανάμικτος ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια για εθνοκεντρικές  προσεγγίσεις. Θα λέγαμε ότι η βυζαντινή ταυτότητα δεν μπορεί να οριστεί εθνοτικά. Σίγουρα όμως, ο «ελληνισμός» υπήρξε ένα στοιχείο που έπαιξε σημαντικό ρόλο – όχι τον μοναδικό.

Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει ενσωματώσει με ανεπιφύλακτη αποδοχή την κλασική αρχαιότητα  αναγνωρίζοντας ότι οι ιδέες της εκφράζουν τα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Ωστόσο, εντελώς αντίθετη υποδοχή επιφύλαξε για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δηλαδή, εκείνη του «Βυζαντίου». Πρόκειται για την δυτική αντίληψη που επιμένει να διαχωρίζει τη «Νέα Ρώμη» του Κωνσταντίνου από την «αιώνια Ρώμη», την έδρα του καθολικισμού. Έτσι, ακόμα και σήμερα, τα πολιτισμικά σύνορα της Ευρώπης δεν περιλαμβάνουν τις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης – τα θεωρεί εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού ο οποίος ταυτίζεται με την δυτική χριστιανοσύνη, τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό.  

Έτσι, και την εποχή της Βαυαροκρατίας στην Ελλάδα υπό αυτή την οπτική (η οποία εμπλουτίστηκε ακόμα περισσότερο σαν αντίληψη από την Ιταλική Αναγέννηση και τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό), το νεοσύστατο κρατίδιο αναζητούσε τις ρίζες του στην κλασική αρχαιότητα. Αυτή η αντίληψη αναθεωρήθηκε με την πρόοδο των βυζαντινών σπουδών  στον 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά το γεγονός  ότι σήμερα πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γίνεται αντιληπτή ως μια  πολυεθνική αυτοκρατορία με εθνικό χαρακτήρα ως τον 12ο  αιώνα που ανέπτυξε σύνθετες σχέσεις με ομόδοξους γείτονες, την ετερόδοξη Δύση και το αλλόδοξο Ισλάμ, εξακολουθεί να φέρει την βαριά σκιά της παρανοήσεώς της.   

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1914 και είναι ένα από τα ιστορικότερα και μεγαλύτερα μουσεία της Ελλάδας. Από το 1930 στεγάζεται στην Βίλα «Ιλίσσια», που κατασκευάστηκε την περίοδο 1840-1848 ως οικία της Δούκισσας της Πλακεντίας και βρίσκεται επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 22, στην Αθήνα. Έχει φθάσει να φιλοξενεί περισσότερα από 25.000 εκθέματα με μοναδικές συλλογές εικόνων, γλυπτών, αντικειμένων μικροτεχνίας, τοιχογραφιών, κεραμικών, υφασμάτων, χειρογράφων αλλά και αντιγράφων από τον 3ο αιώνα μέχρι την σύγχρονη εποχή. Τα εκθέματα προέρχονται από τον ελλαδικό και τον βαλκανικό χώρο. Με τη συμπλήρωση 90 ετών από την ίδρυσή του, τον Ιούνιο του 2004, συνεχίζει τη λειτουργία του και στις αίθουσες της νέας του επέκτασης, μετά και την παραχώρηση μεγάλου οικοπέδου, άλλοτε στρατοπέδου.

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο είναι ένα από τα εθνικά μουσεία της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία διεθνώς για την τέχνη και τον πολιτισμό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.

Παράλληλα, λειτουργεί και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης που άνοιξε τις πύλες του στο κοινό μόλις το 1994. Οι 11 αίθουσες του μουσείου άνοιξαν σταδιακά ως το 2004. Το 2005, το μουσείο τιμήθηκε με το «Βραβείο Μουσείου» του Συμβουλίου της Ευρώπης ενώ παράλληλα ως κτίριο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα.

Το Μουσείο Μπενάκη

Το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1929 από τον Αντώνη Μπενάκη στην μνήμη του πατέρα του Εμμανουήλ Μπενάκη και στεγάζεται στην οικία της ιστορικής οικογένειας Μπενάκη από την Αλεξάνδρεια. Σημειώνεται ότι η προσφορά της οικογένειας Μπενάκη στη πολιτική, κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Αθήνας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας, κρίνεται ανεκτίμητη. Το κυρίως μουσείο στεγάζεται στο νεοκλασικό κτίριο της οικογένειας Μπενάκη, που κτίστηκε το 1867-1868 στη διασταύρωση της οδού Κουμπάρη και της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, έναντι του Εθνικού κήπου. Την περίοδο 1929-1931 το κτίριο επεκτάθηκε προς τα δυτικά και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να στεγάσει το νέο μουσείο. Για να μπορέσει όμως το μουσείο να λειτουργήσει σαν ολοκληρωμένο ίδρυμα και να στεγάσει τις συνεχώς εμπλουτιζόμενες συλλογές έργων τέχνης του, μια νέα πτέρυγα σχεδιάστηκε από τους Αλέκο και Στέφανο Καλλιγά και ολοκληρώθηκε το 1997. Το κεντρικό αυτό κτίριο – μουσείο άνοιξε επίσημα τις πύλες του στο κοινό το καλοκαίρι του 2000.

Στους τρεις ορόφους του, το μουσείο φιλοξενεί αντιπροσωπευτικά έργα όλων των εποχών της ελληνικής ιστορίας και τέχνης από την προϊστορική εποχή μέχρι τους σύγχρονους καιρούς. Η αρχική συλλογή του Αντώνη Μπενάκη που αποτελεί και τον πυρήνα της συλλογής του μουσείου, περιελάμβανε έργα αρχαίας Βυζαντινής, μεταβυζαντινής, ισλαμικής και παραδοσιακής τέχνης. Στις συλλογές του μουσείου περιλαμβάνονται επίσης έργα Ασιατικής (Κινέζικης κυρίως) και Κοπτικής τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το τμήμα των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη που ιδρύθηκε το 1973 με στόχο τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, καταγραφή και ταξινόμηση φωτογραφιών από μνημεία και αντικείμενα παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης, το οποίο επεκτάθηκε με αγορές ή δωρεές φωτογραφιών τέχνης.

Διαβάστε επίσης:

Τα Ελληνικά Μουσεία: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Ο θαυμαστός κόσμος των μουσείων

Η 80ή επέτειος από την Απόβαση στη Νορμανδία / Μέρος Τρίτο

Keywords
Τυχαία Θέματα