Ζητείται πολιτική βούληση για τα 3 «Σ» μίας πετυχημένης παρέμβασης και το παράδειγμα της οπαδικής βίας

Κάθε πετυχημένη πολιτική προσπάθεια στην Ελλάδα έχει τρία κοινά χαρακτηριστικά, τα τρία «Σ»: Συνεργασία όλων των αρμόδιων φορέων, συνέχεια από πολιτική ηγεσία σε πολιτική ηγεσία και Συστήματα εφαρμογής των πολιτικών, ώστε στο τέλος κάθε περιόδου να αξιολογείται η αποτελεσματικότητά τους.

Για να διασφαλιστούν τα «τρία Σ», χρειάζεται το πιο δύσκολο: πολιτική βούληση. Ένα θετικό παράδειγμα εφαρμογής των τριών «Σ» είναι ο τουρισμός. Για αυτό και η προσπάθεια που ξεκινήσαμε το 2010 απέκτησε διαχρονικότητα, παράγοντας συνεχώς

καλύτερα αποτελέσματα τα χρόνια που ακολούθησαν. Δυστυχώς όμως, τα αρνητικά παραδείγματα στη χώρα μας είναι περισσότερα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την οπαδική βία, ένα φαινόμενο που θα μπορούσε να εξαλειφθεί αν είχαμε Κυβέρνηση με πολιτική βούληση για συνεργασία, συνέχεια και συστήματα αξιολόγησης και διόρθωσης.

Όταν ο Πρωθυπουργός, με αφορμή την πρόσφατη δολοφονία του Μιχάλη Κατσούρη, ανακοινώνει τα ίδια μέτρα που είχε ανακοινώσει πριν από ενάμιση περίπου χρόνο μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, ουσιαστικά παραδέχεται ότι, στην καλύτερη περίπτωση, δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα. Εάν τα μέτρα είχαν εφαρμοστεί, θα έπρεπε να εξετάζει γιατί απέτυχαν και ποιες αλλαγές πρέπει να κάνουμε ώστε να επιτύχουν. Εάν δεν εφαρμόστηκαν, θα έπρεπε να ψάξει γιατί δεν έγιναν όσα ζήτησε.

Θυμίζω πως το 2011, επί ΠΑΣΟΚ, και ενώ η Κυβέρνηση διαχειριζόταν τη δημοσιονομική κρίση που κληρονόμησε, έγινε η τελευταία ή τουλάχιστον μια από τις τελευταίες ουσιαστικές προσπάθειες για την εξυγίανση του ελληνικού αθλητισμού από φαινόμενα παθογένειας, όπως η βία, το ντόπινγκ και οι στημένοι αγώνες. Και τότε, πολλοί πίστευαν ότι η πολιτική συγκυρία δεν ευνοούσε τομές σε έναν τόσο ευαίσθητο χώρο ενώ άλλοι πρότειναν ακραίες λύσεις όπως το «κλείσιμο» των γηπέδων. Αποφασίσαμε να κάνουμε το καθήκον κάθε πολιτικής ηγεσίας και να κρατήσουμε τα γήπεδα ανοιχτά, ενώ εφαρμόσαμε αλλαγές που θα μπορούσαν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Για πρώτη φορά, θεσπίσαμε ρήτρες βίας στα συμβόλαια των ομάδων με τον ΟΠΑΠ, την ΕΡΤ και τα κρατικά γήπεδα, βάλαμε κανόνες για τις μετακινήσεις φιλάθλων, ορίσαμε κριτήρια για τις ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης και τους υπαλλήλους τους που συνεργάζονταν με τις ομάδες για την ομαλή διεξαγωγή των αγώνων και συνδέσαμε τις λέσχες οπαδών με τις διοικήσεις των ομάδων.

Στο πλαίσιο εκείνης της προσπάθειας λοιπόν, συνεργαστήκαμε στενά με τρία Υπουργεία (Πολιτισμού και Τουρισμού, Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη) και όλοι μαζί με την ΟΥΕΦΑ και την ΕΠΟ, ώστε να συντάξουμε, να καταθέσουμε και τελικά να ψηφίσουμε στις αρχές του 2012, μαζί με τη Νέα Δημοκρατία και τη συμβολή όλων των τότε κοινοβουλευτικών κομμάτων, τον νόμο 4049/2012.

Σε αυτόν προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, μια σειρά από μέτρα, προκειμένου να ρυθμιστεί η λειτουργία των λεσχών οπαδών. Συγκεκριμένα:

Οι λέσχες οπαδών συνδέονταν με τα αντίστοιχα σωματεία, τα οποία ήταν υπεύθυνα για την αδειοδότηση και την εποπτεία τους.Οι λέσχες θα έπρεπε να τηρούν μητρώα μελών και να εκδίδουν αντίστοιχα ταυτότητες μελών, λαμβάνοντας υπόψη και το ποινικό τους μητρώο.Οι λέσχες όφειλαν να τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων υπόκειντο σε έλεγχο πόθεν έσχες των περιουσιακών τους στοιχείων.

Σας θυμίζουν κάτι τα μέτρα αυτά; Είναι παρόμοια με όσα ανακοινώθηκαν εκ νέου από τον κ. Μητσοτάκη προ ολίγων ημερών, έντεκα χρόνια μετά το νομοσχέδιο που και οι ίδιοι ψήφισαν. Γιατί δεν πέτυχαν τότε; Πρώτον, διότι δεν προλάβαμε καν να τα εφαρμόσουμε ουσιαστικά στην πράξη και, δεύτερον, διότι (όπως και σε πλήθος άλλων περιπτώσεων) δεν υπήρξε συνέχεια στο κράτος. Ό,τι ξεκινήσαμε ως ΠΑΣΟΚ το 2011 επί κυβέρνησης Παπανδρέου και συνεχίσαμε διακομματικά για λίγους μήνες το 2012 επί κυβέρνησης Παπαδήμου δεν είχε τη συνέχεια που έπρεπε μετά το σύντομο τέλος εκείνων των Κυβερνήσεων. Όχι μόνο από Κυβέρνηση σε Κυβέρνηση, αλλά και από Υπουργό σε Υπουργό στην ίδια Κυβέρνηση. Έτσι, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ με τη συνέπεια που χρειάζεται ώστε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά τους.

Η αλήθεια είναι ότι δεν τρέφαμε αυταπάτες πως με νομοθετικές ρυθμίσεις θα εξαλείφαμε τα φαινόμενα βίας στον αθλητισμό. Ο στόχος μας ήταν να τεθούν κανόνες και να περιοριστούν οι παθογένειες. Ακόμη κι αν οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονταν για μια δεκαετία, ενδεχομένως να μην αποτρέπαμε «τυφλές» δολοφονικές επιθέσεις, όπως αυτές που οδήγησαν στον θάνατο του Μιχάλη ή του Άλκη. Όμως, σίγουρα δεν θα επέτρεπαν στις λέσχες οπαδών να λειτουργούν ως σημεία συγκέντρωσης παραβατικών στοιχείων και «στρατολόγησης» νέων παιδιών σε συμμορίες. Σίγουρα δεν θα επέτρεπαν σε εγκληματίες να δρουν και να καπηλεύονται τα σύμβολα και την ιστορία αθλητικών σωματείων με ξεχωριστή θέση στην κοινωνία μας. Και σε κάθε περίπτωση, θα γνωρίζαμε σήμερα πολύ καλύτερα που βρισκόμαστε.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο χουλιγκανισμός βολεύει την πολιτική ηγεσία που δεν θέλει να τα βάλει σοβαρά με το απόστημα. Η πολιτική αδράνεια αποφεύγει δύσκολες αποφάσεις, της προσφέρει το άλλοθι ότι τελικά μόνο εκείνη «βάζει τάξη» μαζεύει ψήφους φοβισμένων ψηφοφόρων ενώ ταυτόχρονα συντηρητικοποιεί τα ένστικτα των «νοικοκυραίων». Όμως το τίμημα αυτής της μικροπολιτικής προσέγγισης, είναι ανθρώπινες ζωές. Αν θέλουμε να βάλουμε τέλος σε αυτή την πολιτική μιζέρια, είναι εξαιρετικά σημαντικό να πιστέψουμε βαθιά μέσα μας ότι η μοίρα του Μιχάλη και του Άλκη δεν είναι αναπόφευκτη. Ότι με πολιτική βούληση και συνεργασίες, συνέχεια και συστήματα αξιολόγησης πολιτικών, θα μπορέσουμε να αλλάξουμε την πολιτική ζωή του τόπου. Και ότι αυτό θα γίνει όταν επιλέξουμε Κυβερνήσεις που όταν μιλάνε για μεταρρυθμίσεις, να το εννοούν. Εναλλακτικά, θα συνεχίσουμε όπως πορευόμαστε, από διαχείριση κρίσης σε διαχείριση κρίσης, με πολιτικές ηγεσίες που δεν λένε αυτά που εννοούν ή δεν εννοούν αυτά που λένε.

*Γράφει ο Παύλος Γερουλάνος, Βουλευτής Α΄ Αθήνας με το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ

Διαβάστε επίσης:

Αφύπνιση του προοδευτικού κόσμου ενάντια στις κυβερνητικές πρακτικές

Η μάχη των βιογραφικών

Η κάκιστη εκκίνηση της κυβέρνησης και η απουσία της αντιπολίτευσης

Keywords
Τυχαία Θέματα