Δύο νουβέλες - Γκυ ντε Μωπασάν: Κριτική βιβλίου

Τα διηγήματα αυτά είναι μία ανατομία του ανθρώπου που τα έγραψε από τη μία αλλά και του ανθρώπου που τα βιώνει από την άλλη. Είναι τα σημάδια ενός συγγραφέα που περιπλανήθηκε άλλοτε ανάμεσα στα σύννεφα και την βροχή και άλλοτε λούστηκε υπό τον ήλιο της πόλης του φωτός και της συνείδησής του

Καθώς και μία απόδειξη πως η ζωή του όσο σύντομη και αν ήταν τον τροφοδότησε με υλικό πλούσιο για να κατορθώσει να το μετουσιώσει σε πνεύμα, γιατί αν δεν βάλεις ψυχή στο κείμενο και δεν έχει αυτή πονέσει, δεν έχεις ουσία στον λόγο σου. Έχει σε όλες τις ιστορίες έντονη την μελαγχολία του αστικού τοπίου,

το οποίο μέσα από την αφήγησή του παίρνει χρώμα, κάτι σαν έναν πίνακα του σύγχρονού του Εντουάρντ Μανέ. Οι περισσότερες ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν πραγματεύονται την ζωή στη πόλη, στην εργασία, στο σπίτι αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις εξάρσεις της, τις διακυμάνσεις της, την αστάθειά τους, ακριβώς έτσι όπως τις βίωσε ο ίδιος μέσα από την ίδια του ζωή, την πολυτάραχη, την πολύχρωμη και την μυθιστορηματική κατά μία έννοια. Μαθητής του Φλωμπέρ, ο οποίος τον ενέταξε στους κύκλους της διανόησης και φρόντισε να τον κάνει γνωστό στο γαλλικό φιλαναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας με την ιμπρεσσιονιστική γραφή που είναι πλούσια σε περιγραφές, σκιάσεις και συναισθήματα, αποτέλεσε έναν κρίκο μεταξύ κοινωνίας και λογοτεχνίας.

Ο συγγραφικός του παλμός τόσο στην Κληρονομία όσο και στην Οικογενειακή υπόθεση είναι ποτισμένος με την αίσθηση της απώλειας, της κατάκτησης, της θλίψης, της χαράς, της αλήθειας και του ψέματος. Τα ρεύματα στην θάλασσα που κολυμπάνε οι ήρωές του είναι ηλεκτρισμένα, φουρτουνιασμένα περιμένοντας πολλές φορές ανέλπιστα τη νηνεμία · ένταση, ειρωνεία, αμηχανία, σύγκρουση, όλα αυτές οι εκφάνσεις των ανθρώπινων αντιδράσεων συναντώνται συνεχώς καθώς κορυφώνεται ή αποχρωματίζεται ο λόγος του. Ένας λόγος άλλοτε δραματικός και άλλοτε καυστικός για τα κακώς κείμενα των ανθρώπινων αδυναμιών που τείνουν να γίνουν κόλαφος για την ζωή που δεν σταματά να κρύβει εκπλήξεις. Το ευχάριστο τέλος που τελικά λαμβάνει χώρα δεν έχει την γεύση του ευχάριστου αν αναλογιστεί κανείς όλη την συγκέντρωση αρνητικών φορτίων κατά την διάρκεια της ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνεται η δύναμη της ευτυχούς κατάληξης και επιτυγχάνεται ο απόηχος που τελικά μένει, μία πικρία για όλη την συναισθηματική φόρτιση που τελικά κοστίζει, γιατί αν μπορεί ο άνθρωπος να αποφύγει διαπληκτισμούς και φθορά ποιος ο λόγος να πικραίνεται; Ο αναγνώστης αισθάνεται πως τελικά δεν θα υπάρξει αίσιο τέλος αλλά η ανάγκη του συγγραφέα να νιώσει έστω και συγγραφικά την περαίωση αυτών που δεν έζησε στην πραγματικότητα, τον οδηγεί μαθηματικά στη λύση του μυστηρίου και την οριστική επίτευξη των σκοπών του, την έξοδο των πρωταγωνιστών από την δίνη των βάσανών τους και των επώδυνων αδιεξόδων τους.

Στην Κληρονομιά, το ζευγάρι καταφέρνει κυριολεκτικά στο παρά πέντε να αποκτήσει το παιδί αυτό που είναι ο καθοριστικός παράγοντας ευτυχίας και το οποίο θα απαλλάξει πιθανότατα δια παντός την ανταλλαγή μνησίκακων λόγων μεταξύ συζύγου και πεθερού καθώς και θα προσδώσει γαλήνη και συγκατάβαση στις μεταξύ τους σχέσεις, μία ηρεμία και μία συμβίωση χωρίς κλυδωνισμούς που είναι πιο απαραίτητη από ποτέ. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως θα μάθουμε από τον Φοίβο Πιομπίνο, ο οποίος έχει επιμεληθεί με εξαιρετική επιτυχία όλη την έκδοση του βιβλίου αυτού, βίωσε με άσχημο και επώδυνο τρόπο τον χωρισμό των γονιών του. Κάτι που από όσο μπορεί κανείς να μεταφράσει και να ερμηνεύσει μέσα από την αφήγησή του που αγγίζει τα όρια της κατάθλιψης και της απόγνωσης, τον επηρέασε άμεσα. Διαφαίνεται η επιθυμία του να αποδιώξει το φάντασμα του διαμελισμού της οικογένειάς του προσφέροντάς το στα γραπτά του με μία μορφή λυτρωτική πρώτα για τον ίδιο και έπειτα για τους ήρωές του. Αλλά και όταν αναφέρεται στο διήγημα Κληρονομιά στην κατάσταση υγείας του πρωταγωνιστή του ουσιαστικά καθρεφτίζει τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς πέρασε μία μακρά περίοδο ασθένειας και συνεχών εξάρσεων της σύφιλης, η οποία και τελικά ήταν και αυτή που έπαιξε ρόλο στον γρήγορο όσο και αναμενόμενο θάνατό του σε ηλικία μόλις 43 χρόνων.

Πάλι στην Κληρονομιά, διήγημα που παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον ως προς τις πτυχές της ζωής που αναλύει, θίγει το ζήτημα της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας και των ανθρώπων που μένοντας κολλημένοι σε σταθερές και καθεστηκυίες αντιλήψεις χρόνων κωλυσιεργούν και δεν δύνανται να απεμπλακούν από τον αυστηρό κώδικα της σοβαροφάνειας και των συμφερόντων, δέσμιοι ενός συστήματος που τους θέλει θεατές χωρίς βούληση και ταυτότητα. Ο πρωταγωνιστής Λεσάμπλ αδημονεί πότε θα προαχθεί, με ποιους όρους θα συμβεί αυτό, συγκρίνει τις επιδόσεις των ομολόγων και συναδέλφων του με τις δικές του, τρέχει να κρυφτεί ή να μην αποκαλύψει το μυστικό του, την κληρονομιά που η θεία της συζύγου έχει αφήσει πίσω υπό έναν όρο. Και όταν ο πατέρας της γυναίκας του, Κασελέν, μέλος και αυτός του γραφείου βρίσκεται δέσμιος του μυστικού, προσπαθεί να ρυθμίσει από τη μία τα του οίκου του μέσω γνωριμιών προς την εξεύρεση γαμπρού και από την άλλη αφού το έχει κατορθώσει αυτό να μην ταράξει τα νερά δείχνοντας την αποστροφή του στον γαμπρό τον οποίο εκείνος σε τελική ανάλυση έχει επιλέξει. Άρα κατανοεί κανείς πόση ματαιοδοξία, πόση αχαριστία γεμίζουμε τη ζωή μας και με πόσο παραλογισμό δυσκολεύουμε την ίδια μας την πραγματικότητα. Με σαφώς σαρκαστικό και δηκτικό ύφος και έχοντας και πάλι ο ίδιος αποτελέσει μέρος αυτής της πολύ δυσκίνητης μηχανής που τα γρανάζια της μπορούν να παρασύρουν ένα ολόκληρο έθνος στα δίχτυα της, ο Μωπασάν ξεμπροστιάζει αυτό το άθλιο σύμπαν, το δημοσιοϋπαλληλικό στο οποίο πέρασε τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής του όπως και ο Τσέχοφ, ο Κάφκα και τόσοι άλλοι λογοτέχνες και βγήκαν πληγωμένοι αλλά πνευματικά κερδισμένοι. Ένα πολύ αντιπροσωπευτικό και χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ίδιο διήγημα Κληρονομιά αποτυπώνει όλη την φιλοσοφία της σκέψης του Μωπασάν για τις πράξεις και τις παραλείψεις του σύγχρονου ανθρώπου που βουλιάζει στην ουτοπία: «Εμφανίστηκε μπροστά του με την περίλυπη εκείνη όψη που παίρνει κανείς στις θλιβερές περιστάσεις και μάλιστα με κάτι ακόμα περισσότερο, με μία σφραγίδα αληθινής και βαθιάς θλίψης, με την αθέλητη εκείνη δυσθυμία που οι αιφνίδιες αντιξοότητες αποτυπώνουν στα χαρακτηριστικά του ανθρώπου».

«Η ευτυχία είναι εγωίστρια και δεν χρειάζεται τους τρίτους»

Το βιβλίο του Γκυ ντε Μωπασσάν, Δύο νουβέλες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Keywords
Τυχαία Θέματα