Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα

14:47 22/9/2012 - Πηγή: 24wro

Νόμος καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από τη Πολιτεία μέσω των διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών)...
Κατ άλλο ορισμό Νόμος καλείται η Πολιτειακή πράξη, δια της οποίας τίθεται, τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου.

Στην Ελλάδα ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος, κατασταλτικός και παρεμπίπτων. Το Σύνταγμα, στο άρθρο 93 παρ. 4 ορίζει: "Τα δικαστήρια υποχρεούνται
να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". Ο κάθε δικαστής μπορεί δηλαδή να αρνηθεί να εφαρμόσει νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αντίστοιχα η απόφασή του αυτή δεν επηρεάζει το τυπικό κύρος του νόμου, ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Η μόνη περίπτωση κύριου και συγκεντρωτικού ελέγχου στην Ελλάδα είναι όταν συγκαλείται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
. Το ΑΕΔ συγκαλείται, όταν δύο από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) εκδώσουν αντίθετες αποφάσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Στην περίπτωση αυτή το ΑΕΔ αποφαίνεται οριστικά για τη συνταγματικότητα του νόμου όχι στο πλαίσιο των επιδίκων διαφορών (δεν αποφαίνεται δηλαδή για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των διαφωνούντων δικαστηρίων), αλλά ως κύριο αντικείμενο της ενώπιόν του δίκης και η απόφασή του, αν θεωρήσει το νόμο αντισυνταγματικό, έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του νόμου από την έννομη τάξη.

Ο έλεγχος των νόμων περιορίζεται στον έλεγχο του περιεχομένου τους. Τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να ελέγξουν την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος κατά την ψήφιση του νόμου (απαρτία βουλευτών κλπ.). Αυτά θεωρούνται από τα δικαστήρια interna corporis (εσωτερικά ζητήματα) της Βουλής, τα οποία τα ελέγχει η ίδια και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση των νόμων.

Για να κριθεί αν ένας νόμος είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα θα πρέπει να προηγηθεί ερμηνεία του νόμου, ώστε να ανευρεθεί το αληθές νόημά του. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι προτού κριθεί ένας νόμος αντισυνταγματικός, θα πρέπει να καταβάλει ο δικαστής κάθε προσπάθεια να περισώσει το κύρος του πρώτου. Θα κάνει δηλαδή τη «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία» (Verfassungskonforme Auslegung). Η ερμηνεία αυτή θα πρέπει να γίνει, γιατί ο δικαστής θα πρέπει να έχει ως αφετηρία ότι ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να παραβιάσει το Σύνταγμα. Θα πρέπει δηλαδή να αναγνωρίζει στον νόμο τεκμήριο συνταγματικότητας. Επίσης η κρίση ενός νόμου ως άκυρου ή μη εφαρμοστέου είναι ένα εξαιρετικό μέτρο που οφείλει να εφαρμόζεται με φειδώ. Έτσι θα πρέπει να εξαντληθούν πρώτα όλες οι δυνατότητες να ερμηνευτεί ο νόμος σύμφωνα με το Σύνταγμα. Οι δυνατότητες αυτές είναι κατά κύριο λόγο η διορθωτική ερμηνεία του νόμου, έτσι ώστε το περιεχόμενό του να εναρμονίζεται με το Σύνταγμα.

Παράδειγμα: ένας νόμος προβλέπει ότι σε κάποιο ζήτημα ο ανήλικος θα αντιπροσωπευθεί από τον πατέρα. Γεννάται το ερώτημα αν το δικαίωμα αυτό το έχει και η μητέρα
. Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει διάκριση λόγω
Keywords
Τυχαία Θέματα