Λευτέρης Παπαδόπουλος: Η φτώχεια, η ανεργία και οι διώξεις γέννησαν την «Απονη ζωή»

Ο γνωστός δημοσιογράφος και στιχουργός καταγράφει την ιστορία της... γέννησης ενός θρυλικού τραγουδιού που συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος και έντυσε με λόγια ο ίδιος. Ταυτόχρονα περιγράφει και την εποχή στην οποία γράφτηκε αυτό το τραγούδι αλλά και πολλά ακόμη, που έγιναν κλασσικές επιτυχίες.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, γράφει στα Νέα στην εβδομαδιαία στήλη της εφημερίδας «οι εξομολογήσεις ενός τραγουδιού» για το πως έγινε δημοσιογράφος και πως ο Ξαρχάκος του ζήτησε να γράψει το πρώτο του τραγούδι.Μεταξύ άλλων
γράφει: Ημουν 23 χρόνων και μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό. Είχα υπηρετήσει στο 527 Τάγμα πεζικού στη Μεθώνη. Ηταν ένα τάγμα για «χαρακτηρισμένους» οπλίτες. Για φαντάρους δηλαδή, που εθεωρούντο «αριστεροί» και αντιμετωπίζονταν σαν «τυφεκιοφόροι του εχθρού», όπως θα έγραφε λίγο αργότερα ο Μάριος Χάκκας, ο καισαριανιώτης πεζογράφος, που χάθηκε τόσο πρόωρα. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν και άλλα δύο τάγματα. Το ένα ήταν το 525 με έδρα την Κατερίνη και το δεύτερο το 509 με έδρα τον Κολινδρό. Στον Κολινδρό, τα πράγματα ήταν πιο ζόρικα. Στο Πειθαρχείο, συχνά, έπεφτε και ξύλο. Σκληρή περίοδος, με τον Καραμανλή πρωθυπουργό. Ασκήσεις πολύωρες, εξαντλητικές, όλη τη μέρα και το βράδυ «μάθημα Πολιτικής Αγωγής». «Ποιοι είναι οι εχθροί της Ελλάδος;». «Οι Ρώσοι, οι Βούλγαροι και οι κομμουνιστές, κυρ λοχαγέ».Το '58, λοιπόν, «καλός πολίτης», πλέον, έπρεπε να βρω δουλειά: ο πατέρας μου άνεργος, η μάνα στο σπίτι, ο μικρός μου αδελφός, άνεργος επίσης. Φτώχεια μεγάλη! Και οργή συνάμα, για όσα είχα τραβήξει στον στρατό, ως «χαρακτηρισμένος», και για τη «σκοτεινιά» που έβλεπα μπροστά μου. Πού να δουλέψω; Τι να κάνω; Η ανεργία σερνόταν σαν ένα πελώριο φίδι, με χίλια κεφάλια, στη γειτονιά. Στην πλατεία Βικτωρίας. Σε όλη τη χώρα. Θα μπορούσα, βέβαια, να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Νομική – ήμουν στο τρίτο έτος. Αλλά το σπίτι χρειαζόταν ψωμί. Τέσσερα στόματα! Ο αδελφός μου κάτι προσπαθούσε να κάνει – εργάτης σε μια χημική βιομηχανία. Ο πατέρας μου, τσαγκάρης σε αποστρατεία, μπάλωνε κάνα παπούτσι, κάρφωνε κάνα τακούνι. Και η μάνα μου πήγαινε παραδουλεύτρα σε σπίτια. Τότε ήρθε και με βρήκε ο Νίκος Αγας. Ψηλό παιδί, ξανθό, με τρέλα για τη δημοσιογραφία. «Θες να γίνεις δημοσιογράφος;» μου πρότεινε. «Φυσικά. Αλλά με τι προσόντα;». «Θα σε πάω σε μια αθλητική εφημερίδα, για να γράφεις ποδοσφαιρικούς αγώνες». «Λεφτά θα παίρνω;». Στην αρχή, μόνο τα οδοιπορικά. Αλλά με τον καιρό,«κάτι θα γίνει. Και αν αποδειχτεί ότι έχεις και ταλέντο, σώθηκες!». Πήγα στην αθλητική εφημερίδα. Αρχισα να γράφω διάφορα μικρομάτς - δέκα αράδες για το καθένα. Ταυτόχρονα, όμως, με το σιγοντάρισμα του Αγα, πούλαγα και μούρη. Διέδιδα ότι γράφω και ποιήματα. Και, πράγματι, σκάλιζα μερικά στιχάκια. Ωσπου ήρθε η ώρα του Ξαρχάκου. Ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν φίλος μου. Δεκαεννιά χρόνων, τότε, είχε παρουσιάσει μερικά τραγούδια που άρεσαν πολύ. Ενα με την Πόλυ Πάνου, ένα με τη Βουγιουκλάκη, ένα με τη Γιοβάννα. Τον κάλεσαν, αμέσως, από το θέατρο «Πορεία», να γράψει μουσική και για το έργο του Αλέκου Γαλανού «Κόκκ
Keywords
Τυχαία Θέματα