Απάντηση Λοττίδου στα περί γνωμάτευσης του Γεν. Εισαγγελέα

Επανέρχεται η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη σε σχέση με το ζήτημα που έχει προκύψει τις τελευταίες ημέρες για τον διαχειριστικό έλεγχο που επιχείρησε να ασκήσει στο γραφείο της ο Γενικός Ελεγκτής.

Σε γραπτή της ανακοίνωση η κα Λοττίδη αναφέρει ότι η ίδια έλαβε γνώση της «αποσπασματικής διαρροής» της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα μέσω επιστολής ημερομηνίας 28 Μαρτίου και η οποία δημοσιεύτηκε στις 12 Μαΐου στον κυπριακό Τύπο.

Όπως επισημαίνει,

αφενός η εν λόγω επιστολή έχει ήδη απαντηθεί με δική της επιστολή στις 22 Μαρτίου, στην οποία θέτει θεμελιώδη ερωτήματα.

Τονίζει δε ότι είναι επί αυτής της επιστολής που ακολούθησε η επιστολή στήριξης «ΙΟΙ» (International Ombudsman Institute) με ημερομηνία 13 Μαρτίου.

Σημειώνει επίσης ότι στην εν λόγω επιστολή ημερ.22-3-2018 προς τον Γενικό Εισαγγελέα αναφέρει ότι εκ παραδρομής δεν φαίνεται να τέθηκε ενώπιόν του και να ληφθεί υπ’ όψιν το άρθρο 7 του νόμου 113(Ι)/2002 με πλαγιότιτλο «Άρση αμφιβολιών για εξουσία Γενικού Ελεγκτή» που αναφέρει επί λέξει:

«Προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, με τον παρόντα Νόμο δηλώνεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία και δύναται να διεξάγει διαχειριστικό έλεγχο σε Υπουργείο, ή τμήμα ή υπηρεσία του, σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δήμο, κοινοτικό συμβούλιο ή σε άλλο ταμείο ή οργανισμό που ελέγχεται από αυτόν, για να διαπιστώσει αν οι πιο πάνω λειτουργούν και χρησιμοποιούν τους διαθέσιμους πόρους τους με οικονομικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο».

Στην ανακοίνωσή της τονίζει ότι «είναι προφανές ότι ο ίδιος ο νομοθέτης ενέταξε το άρθρο 7 στο συγκεκριμένο νομοθέτημα, ακριβώς επειδή ανησυχούσε» προσθέτοντας ότι αυτός έχει καθορίσει πολύ συγκεκριμένα και περιοριστικά, προς άρση κάθε αμφιβολίας, τα πρόσωπα στα οποία ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία διαχειριστικού ελέγχου και στα οποία ο Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν περιλαμβάνεται.

Η κα Λοττίδη αναφέρει ότι με την ίδια επιστολή είχε θέσει προς προβληματισμό ποια θα ήταν η θέση του Γενικού Εισαγγελέα αν λάμβανε υπ’ όψιν, αφενός το παραπάνω άρθρο, αφετέρου ποια θα ήταν η τύχη και η αξία των εκθέσεων του/της Επιτρόπου, αν ο κάθε ελεγχόμενος (εν προκειμένω ο Γενικό Ελεγκτής) για αποφυγή συμμόρφωσής του με το περιεχόμενό της, αναζητούσε και τελικά λάμβανε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με τυχόν διαφορετικό περιεχόμενο από την Έκθεση του Επιτρόπου.

Διερωτάται δε αν αυτό εν τέλει θα κατέλυε στην κυριολεξία τον θεσμό του Επιτρόπου.

Παραθέτει επίσης ως σχετική και την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση αρ. 1695/2009 (Νικολέτα Χαραλαμπίδου εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας) στην οποία αναφέρονται τα εξής:

«..Θεωρώ λοιπόν ότι μια απόφαση που λαμβάνεται από όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η αποφασιστική και αποκλειστική αρμοδιότητα, μπορεί να τύχει ελέγχου από ανώτερο ιεραρχικά όργανο και όχι από το Γενικό Εισαγγελέα. Ο τελευταίος δεν έχει εξουσία να απορρίψει ή να αγνοήσει τις εισηγήσεις του Επιτρόπου».

Όπως υπογραμμίζει, σε απόλυτη συμφωνία και εναρμόνιση με τα παραπάνω βρίσκονται και οι απόψεις του International Ombudsman Institute («ΙΟΙ») το οποίο σύμφωνα με την ανακοίνωση απάντησε αμέσως μετά την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα (8.3.18) υποδεικνύοντας ότι η Επίτροπος δεν δύναται να λαμβάνει οποιαδήποτε κατεύθυνση από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.

Συγκεκριμένα αναφέρθηκε ότι:

«… Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε προσπάθεια που αντικαθιστά την κρίση της Επιτρόπου με αυτή του Γενικού Ελεγκτή, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, θα παραβίαζε την ανεξαρτησία σας και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το ΙΟΙ θα εξέταζε το ενδεχόμενο λήψης περεταίρω μέτρων σύμφωνα με την πολιτική μας τακτική. Η ανεξαρτησία αποτελεί θεμελιώδη πτυχή του θεσμού του Διαμεσολαβητή, όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 6 των κανονισμών του ΙΟΙ σύμφωνα με τους οποίους ένας Ombudsman δεν δύναται να λάβει οποιαδήποτε κατεύθυνση από οποιαδήποτε δημόσια αρχή που θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του».

Keywords
Τυχαία Θέματα