Από τη διχόνοια στην Εθνική Ανάσταση

Αναμφίβολα η ελληνοκυπριακή κοινωνία είναι σήμερα κατακερματισμένη και βαθειά διαιρεμένη. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο πολιτικό πεδίο εμβάθυναν ακόμη περισσότερο τα χάσματα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Πέραν τούτου υφίσταται δυστυχώς σήμερα διχόνοια.

Ανεξάρτητα από τον «θόρυβο» που δημιουργήθηκε σε σχέση με το ψήφισμα για το ενωτικό δημοψήφισμα, τα συμβάντα

παραπέμπουν σε βαθειές πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές καθώς και σε τεράστιες συγχύσεις και αντιφάσεις. Ταυτόχρονα εξακολουθούν να διαιωνίζονται οι ψευδαισθήσεις. Σοβαρότερο απ’ όλα όμως είναι η απουσία παραγωγής πολιτικής, που να απαντά στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και η κοινωνία.

Παρακολουθώντας την καθημερινότητα του πολιτικού βίου θεωρώ ότι τα υφιστάμενα χαρακτηριστικά δεν προοιωνίζουν θετικές εξελίξεις. Από τη μια είναι δικαιολογημένο το αίσθημα της αδικίας που βιώνουν οι Ελληνοκύπριοι. Οι συναισθηματικές εξάρσεις όμως δεν αρκούν. Ούτε και οδηγούν στη δικαίωση, ούτε μπορεί να αποτελέσουν τη βάση για πολιτική δράση. Αντίθετα απαιτούνται νηφαλιότητα, πραγματισμός και πολιτική διεκδίκησης. Από την άλλη, είναι αφελής η θέση ότι η οποιαδήποτε λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας θα οδηγήσει σε βελτίωση του status quo σε όλα τα επίπεδα. Οι υπεραπλουστεύσεις δεν ωφελούν. Εν ολίγοις, οι τοποθετήσεις είτε ως αποτέλεσμα συναισθηματικών εξάρσεων είτε ως αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων, που πολλές φορές υποστηρίζονται τόσο από ζηλωτές όσο και λαϊκιστές, δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.

Είναι εξωπραγματικό να μιλούμε σήμερα για ένωση ή για ενιαίο κράτος. Αν η αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί προτεραιότητά μας, τότε πρέπει να κατανοηθεί ότι αυτή μπορεί να καταστεί εφικτή μόνο στα πλαίσια ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού πλαισίου το οποίο θα καλλιεργήσει, μεταξύ άλλων, και ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινών επιδιώξεων. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα σεβασθεί την Κυπριακή Δημοκρατία και να της επιτρέψει να λειτουργήσει ως ένα ομοσπονδιακό πλουραλιστικό κράτος.

Η διαδικασία των συνομιλιών αντιμετωπίζει πολύ πιο σοβαρά προβλήματα απ’ αυτά που είχε δημιουργήσει η αρχική απόφαση της Βουλής για το ενωτικό δημοψήφισμα. Με το σημείο αυτό δεν υπονοείται ότι η συγκεκριμένη απόφαση ήταν πολιτικά ορθή υπό τα υφιστάμενα δεδομένα. Αλλά ούτε και η «διορθωτική» απόφαση της Βουλής στις 7 Απριλίου, η οποία προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις ήταν σωστή. Σε ένα μεγάλο μέρος του λαού υπάρχει η αίσθηση ότι η τουρκική πλευρά εν πολλοίς επιβάλλει τις θέσεις της χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις ευαισθησίες των Ελληνοκυπρίων. Θα ήταν πιο εύκολο να υπάρξει ευρύτερη αποδοχή της συγκεκριμένης απόφασης εάν υπήρχε αμοιβαιότητα από την τουρκοκυπριακή πλευρά.

Πάντως θα πρέπει να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός σε σχέση με κάποιες πραγματικότητες. Η βάση επίλυσης του Κυπριακού στηρίζεται στο μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας (conscociational democracy) το οποίο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, ουσιαστικά σε διπλές πλειοψηφίες στη λήψη αποφάσεων για πολλά θέματα. Εξ ορισμού ένα τέτοιο μοντέλο απαιτεί να υπάρχουν σε μια κοινωνία τα στοιχεία της μεγαλοψυχίας, της ανοχής καθώς και της διάθεσης για συνεργασία και συμβιβασμό για τα επί μέρους θέματα. Δεν υπάρχει σήμερα στην Κύπρο μια τέτοια πολιτική κουλτούρα. Το εύλογο ερώτημα είναι εάν μεταξύ μας πολλές φορές υπάρχουν τόσο έντονες αντιπαραθέσεις, όχι μόνο για τα μεγάλα ζητήματα αλλά και για τα επουσιώδη, ποιό είναι το αύριο σε μια διζωνική δικοινοτική Κύπρο όπου θα απαιτούνται διπλές πλειοψηφίες για τη λήψη αποφάσεων; Αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχω καταθέσει τις θέσεις για, αφ’ ενός, εμβολιασμό του πλαισίου λύσης με ενοποιητικά στοιχεία και, αφ’ ετέρου, την αναγκαιότητα για μια εξελικτική πορεία.

Καταλήγοντας, εκφράζω την ελπίδα ότι τις μέρες αυτές που ετοιμαζόμαστε να εορτάσουμε τη μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας – την Ανάσταση του Κυρίου – θα περιορισθούν οι εγωισμοί και θα πρυτανεύσει η αλληλοκατανόηση, ο αλληλοσεβασμός και η διάθεση για συνεργασία. Μόνο έτσι είναι δυνατό να δημιουργηθούν προϋποθέσεις και για την Εθνική Ανάσταση.

*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα