Χωρίς στρατηγική απέναντι στην ακρίβεια η κυβέρνηση

Δεν υπάρχει πιο ισχυρή απόδειξη ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει πραγματική βούληση ν’ αντιμετωπίσει την ακρίβεια από το γεγονός ότι παρουσιάζει ως μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας ρυθμίσεις που ήδη προβλέπονται στη νομοθεσία.

Που είναι κατοχυρωμένες εδώ και χρόνια. Η ανακοίνωση για παραχώρηση αυξήσεων στις συντάξεις -αυξήσεων που είναι ήδη νομοθετικά κατοχυρωμένες εδώ και χρόνια και θα δίνονταν έτσι και αλλιώς από την 1η Ιουλίου- συνιστά ευθεία παραδοχή από τον Υπουργό Οικονομικών ότι δεν έχει πλάνο. Μεγαλύτερη υποτίμηση της συλλογικής νοημοσύνης δεν υπάρχει.

Το μόνο θετικό για

την κυβέρνηση είναι ότι επιτέλους αποφάσισε να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Της πήρε εννιά μήνες, με παλινωδίες, άρνηση της πραγματικότητας, διαστρέβλωση των δεδομένων και άλλα αντίστοιχα, σε μια προσπάθεια να κλείσει τη συζήτηση για την ακρίβεια. Κραυγαλέο παράδειγμα οι λανθασμένες εκτιμήσεις στα πλαίσια του προϋπολογισμού. Έκανε πρόβλεψη για αύξηση τιμών 1,5% το 2022 και πριν αλέκτωρ λαλήσει διαψεύστηκε από τα γεγονότα. Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 5% τον Ιανουάριο του 2022, πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, σήμερα αγγίζει το 9%.

Και θα ανέμενε κανείς ότι σε όλο αυτό το διάστημα θα είχε την ευθιξία να αναγνωρίσει το λάθος και να προχωρήσει έγκαιρα και αποφασιστικά σ’ ένα ολοκληρωμένο πλάνο για την ακρίβεια. Αντί τούτου, παρέμεινε σε θέση άμυνας, συνέχισε να υποστηρίζει ένα αφήγημα που δεν έπειθε κανένα μόνο και μόνο για να μην παραδεχθεί ότι η αντιπολίτευση και ειδικότερα το ΑΚΕΛ είχε προβλέψει και εκτιμήσει νωρίτερα την κατάσταση, είχε ορθά διατυπώσει την ανάγκη για παρέμβαση στην οικονομία και είχε εδώ και καιρό καταθέσει ένα συνολικό πλαίσιο προτάσεων. Με προτάσεις για μείωση φορολογιών, επαναφορά της ΑΤΑ, αντιμετώπιση των καρτέλ και της αισχροκέρδειας, χρήση του πλαφόν και αναπροσαρμογή των επιδομάτων που δεν ρυθμίζονται αυτόματα με βάση τον πληθωρισμό.

Μάλιστα την ώρα που στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν το σύνολο των κρατών μελών, το ένα μετά το άλλο, αιτούνταν και κέρδιζαν εξαιρέσεις ώστε να μειώσουν το κόστος ενέργειας και καυσίμων, η Κύπρος για άλλη μια φορά έμενε στην γωνιά, αρνούμενη να κάνει το όποιο βήμα προς όφελος της κοινωνίας. Πρώτο διότι δεν θα μπορούσε να το κάνει, λόγω της αναξιοπιστίας μας διεθνώς. Δεύτερο, διότι δεν ήθελε να το κάνει. Για αυτό και μέχρι τα μέσα Μάϊου έδινε διαβεβαιώσεις και διαπιστευτήρια -μεταξύ άλλων και στο ΔΝΤ- ότι «δεν υπάρχει η αναγκαιότητα νέων μέτρων για στήριξη της οικονομίας».

Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης πλέον για να αντισταθεί σε μια σειρά από επιπλέον μέτρα που προτείνει το ΑΚΕΛ και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ότι τα όποια πρόσθετα μέτρα πρέπει να είναι με βάση τις δημοσιονομικές δυνατότητες. Δεν έχουμε πολλά για να στηρίξουμε την οικονομία λέει ο Υπουργός Οικονομικών. Αλλά την ώρα που έκανε επίκληση στη δημοσιονομική στενότητα δεν βρήκε λέξη να πει για τα επιπλέον έσοδα του Κράτους.

Τουλάχιστον €150 εκ. περισσότερα θα εισπράξει το Κράτος από το Φ.Π.Α μόνο στα καύσιμα σε σχέση με το 2019. Αυτά τα χρήματα προέκυψαν λόγω του πληθωρισμού και έχει υποχρέωση η κυβέρνηση να τα επιστρέψει πίσω στην κοινωνία. Αν σε αυτά υπολογιστούν και τα επιπλέον έσοδα στο ΦΠΑ και σε άλλους φόρους τότε καταρρίπτεται σαν χάρτινος πύργος ο μύθος περί στενών δημοσιονομικών περιθωρίων.

Όλα τα πιο πάνω δείχνουν ένα πολύ απλό πράγμα. Ότι η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει την ακρίβεια. Ότι κρύβεται πίσω από προφάσεις και δικαιολογίες για να αποφύγει τη σύγκρουση με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ότι στο όνομα της λειτουργίας των αγορών και του «ανόθευτου ανταγωνισμού» αφήνει ανεξέλεγκτη την ασυδοσία και την αισχροκέρδεια, η οποία στρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και σε συνδυασμό με τους καθηλωμένους μισθούς διευρύνει τις ανισότητες και υποβαθμίζει το βιοτικό της επίπεδο της χώρας.

Μέλος του Π.Γ. ΑΚΕΛ - Επικεφαλής του Τομέα Οικονομίας ΑΚΕΛ

Keywords
Τυχαία Θέματα