Δάνδολος-Τσιλίδου: Φωτογραφίζονται με τον γιο τους Πάνο

«Όταν ένας best seller συγγραφέας συνάντα ένα επιτυχημένο μοντέλο…». Θα μπορούσε να είναι η περιγραφή μιας ρομαντικής κομεντί, με συνεχείς ανατροπές. Όταν όμως ο Στέφανος Δάνδολος συνάντησε την Κάλλι Τσιλίδου, βάλθηκαν να τσακίσουν ταμπέλες και κλισέ.

Σαν πρόσωπο, ο Στέφανος γκρεμίζει το στερεότυπο του συγγραφέα που νικιέται από τους δαίμονές του κάθε βράδυ σε κακόφημα μπαρ, κυνηγώντας καταστροφικούς παράφορους έρωτες της μιας βραδιάς. Βάζοντας στην εξίσωση και τη μεταβλητή «Κάλι», τη γυναίκα του, ανακαλύπτουμε έναν τύπο που βρίσκεται πολύ μακριά από την εικόνα του σύγχρονου Έλληνα άντρα.

Ο Στέφανος Δάνδολος είναι ένας άντρας που δεν ανήκει στην εποχή του, γιατί ανήκει σε κάθε εποχή.

«Τα αδιάβαστα βιβλία μοιάζουν με τους ανθρώπους που δεν έχουν αγαπηθεί ποτέ» γράφει ο Στέφανος στο νέο του βιβλίο, Όταν Θα Δεις Τη Θάλασσα. Προφανώς και εκείνος το γράφει εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας πως είναι ένας άνθρωπος πολύ αγαπητός στο αυστηρά οριοθετημένο περιβάλλον του και ένας best seller συγγραφέας με φανατικό κοινό. Είναι απόμακρα σιωπηλός, αλλά όταν μιλάει σε κάνει να νιώθεις οικεία. Δεν χρησιμοποιεί εξεζητημένες λέξεις για να υπενθυμίσει την ιδιότητά του, αλλά χτίζει με περίτεχνα σχήματα το λόγο του. Δεν φοβάται τη σιωπή σε ένα διάλογο, μάλλον την επιλέγει.

Το βιβλίο μάς πάει 130 χρόνια πίσω. Πόσο χρόνο σού πήρε η έρευνα και να μπεις ο ίδιος στο κλίμα της εποχής;

Τρία χρόνια το έγραφα. Ο πρώτος ήταν αφιερωμένος σε έρευνα και προσχέδια. Για να μπεις βαθιά, χρειάζεται να κατανοήσεις την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων της εποχής. Οπότε, η έρευνα δεν περιλαμβάνει μόνο γεγονότα, αλλά και μουσική, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική… Το κλειδί είναι να κάνεις πολλή δουλειά πριν ξεκινήσεις να γράφεις. Πρέπει να μπεις εσύ ο ίδιος στο κλίμα.

Αν συμφωνήσουμε πως η ιστορία κάνει κύκλους και επαναλαμβάνεται με κάποιον τρόπο. Αυτά τα 130 χρόνια πίσω είναι κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα;

Πολύ κοντά. Η Ελλάδα τότε βρισκόταν σε φάση εκσυγχρονισμού. Είχαν πέσει χρήματα στην αγορά, αλλά ήταν μια χώρα με γυάλινα πόδια, δανειζόμασταν αφειδώς. Όπως και στη Μεταπολίτευση. Με μια πρώτη ματιά έβλεπες μια χώρα σε ανάπτυξη, η υποδομή, όμως, δεν υπήρχε. Είχε ήδη πτωχεύσει δύο φορές. Οι παθογένειες είναι παρόμοιες. Ήθελα να μιλήσω για το τι συμβαίνει στον τόπο μου σήμερα μέσα από μια άλλη εποχή. Ήμασταν και παραμένουμε τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας. Ο νεοέλληνας και η συμπεριφορά του δεν είναι σύμπτωμα των 20 τελευταίων ετών, αλλά ολόκληρου του 20ού αιώνα. Στα 90s βγάλαμε χρήματα και δείξαμε τον κακό μας εαυτό. Θέλαμε κι άλλα. Όλα ήταν στην υπερβολή τους. Είμαστε υπερβολικά καλοί, υπερβολικά κακοί, υπερβολικά ευγενείς, υπερβολικά αγενείς.

Οι ήρωές σου είναι μοναχικοί…

Είναι κάτι που με ακολουθεί. Είμαι μοναχικός άνθρωπος. Ξέρεις, ήθελα να βυθιστώ στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, μιας γυναίκας που, φαινομενικά, τα έχει όλα: Έναν άντρα που της παρέχει οικονομική άνεση, σταθερότητα, ασφάλεια, δεν είναι βίαιος – τότε οι άντρες ήταν βίαιοι. Αλλά είναι και ένας άντρας «στεγνός», δεν εκδηλώνεται. Ήθελα να εντρυφήσω στην ψυχή μιας τέτοιας γυναίκας που θα ανακαλύψει το πάθος για πρώτη φορά και να δω πως θα αντιδράσει. Η Μαργαρίτα ψάχνει να βρει το πρόσωπό της, μέσα από απαγορευμένα βιβλία της εποχής, όπως το Μαντάμ Μποβαρί, μέσα από τα πρώτα βήματα των Σουφραζετών στο Λονδίνο και ανακαλύπτει τελικά τον έρωτα στην Αθήνα. Αυτό που με ενδιέφερε μυθιστορηματικά ήταν να εξετάσω τις επιλογές που έχεις όταν όλη σου η ζωή είναι οριοθετημένη και η καρδιά σε οδηγεί σε μια επανάσταση. Τι επιλέγεις; Πηγαίνεις με το μυαλό ή με την καρδιά; Επίσης, είναι και ο μεγάλος, ο εξιδανικευμένος έρωτας, που πολλές φορές μένει μεγάλος επειδή δεν τελεσφορεί. Γιατί ο έρωτας, αν τελεσφορήσει, θα φθαρεί από την καθημερινότητα. Αισθάνομαι έντονα πως το βιβλίο είναι ένα μανιφέστο που είχα καιρό στο μυαλό μου: Τελικά η μόνη αληθινή μας πατρίδα είναι οι άνθρωποι που μας αγγίζουν, ακόμη και εκείνοι που έχουν φύγει από τη ζωή.

Ποιον ήρωα αγάπησες;

Τον «Τόμας Έργουιν», το «σύζυγο της Μαργαρίτας». Στο τέλος του βιβλίου συνειδητοποίησα πως είναι ο αγαπημένος μου ήρωας. Αν και μοιάζει στην αρχή με αρνητικό ήρωα, στο τέλος φαίνεται πως υπομένει όλα τα χτυπήματα με αξιοπρέπεια.

Είναι αυτό που ονομάζουμε «old school άντρας»;

Ναι, που θα πει ό,τι θέλει να πει με τις πράξεις του. Δεν χρειάζεται πολλά λόγια. Διανύουμε την εποχή των social media, της τηλεόρασης, που όλοι μιλούν ακατάσχετα. Είναι φοβερό το ότι έχει χαθεί η πραγματική επικοινωνία, τη στιγμή που όλοι δεν παύουν να μιλάνε.

Πόσο εύκολος χαρακτήρας θεωρείς πως είσαι;

Αρκετά εύκολος. Γίνομαι λίγο δύσκολος την εποχή που γράφω, επειδή κουβαλάω όλες αυτές τις σκέψεις για μεγάλη περίοδο. Αν ξεπέταγα ένα βιβλίο μέσα σε έξι μήνες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σαν άνθρωπος είμαι ήρεμος, μοναχικός –όχι αντικοινωνικός–, μου αρέσουν τα βιβλία, οι μουσικές μου, έχω την οικογένειά μου και πολύ λίγους φίλους. Βγαίνω προς τα έξω μόνο όταν εκδώσω ένα βιβλίο, κάθε δύο τρία χρόνια. Εγώ και η Κάλι είμαστε αφιερωμένοι στον μπέμπη. Είμαστε fulltime γονείς. Δεν μοιάζω με το στερεότυπο που υπάρχει για τους συγγραφείς: Δεν πίνω, δεν ξενυχτάω.

Ο γιος σου, Πάνος, ήρθε το 2013. Σε άλλαξε ως συγγραφέα;

Καθοριστικά. Το Όταν Θα Δεις τη Θάλασσα δεν θα είχε γραφτεί έτσι όπως γράφτηκε, με αυτή την ευαισθησία και την αίσθηση ευθύνης. Μέσα από το βιβλίο θέλω να περάσω ένα μήνυμα στη γενιά του γιου μου. Όταν θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο 20-30 χρόνια μετά, θα ασπαστούν μια αισθητική, της ευγένειας, του πολιτισμού. Θέλω ο γιος μου να το διαβάσει και να νιώσει περήφανος για μένα. Οπότε αυτό με καλούπωσε.

Θα είναι ο πιο αυστηρός κριτής σου;

Όχι. Ο πιο αυστηρός κριτής μου ήταν ο πατέρας μου. Νομίζω πως ο γιος μου θα είναι ο πιο γενναιόδωρος κριτής μου.

Σκέφτεσαι την επανάσταση που πρόκειται να κάνει στην εφηβεία του, διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία;

Το έχω σκεφτεί. Αλλά θέλω να πιστεύω πως θα μοιάζει περισσότερο σε μένα από ό,τι στη μητέρα του, που είναι πραγματική επαναστάτρια. Η δική μου επανάσταση έγινε μέσα από εσωτερικές διεργασίες. Δεν έφερα σε μπελάδες τους γονείς μου. Αυτό θα ευχόμουν και για τον γιο μου. Αν αποφάσιζε να επαναστατήσει με τέτοιο τρόπο και ζούσα, τότε θα ήμουν ο Σάντσο Πάντσα του (ο ιπποκόμος του Δον Κιχώτη). Η επανάστασή μου ήταν πράγματα που ανακάλυψα μόνος μου, βιβλία, μουσικές, που πολλές φορές ήταν κόντρα στο ρεύμα. Επανάσταση δεν ήταν να γυρίσω στις 5 το πρωί μεθυσμένος, αλλά να ανακαλύψω το άλμπουμ του Τζίμη Πανούση με τις Μουσικές Ταξιαρχίες. Επανάσταση ήταν να πάω κόντρα στον πρότερο εαυτό μου. Να κάνω μια επιλογή που θα ανέτρεπε εμένα τον ίδιο και θα με οδηγούσε στο επόμενο σκαλοπάτι. Αυτό οφειλόταν στη διαπαιδαγώγηση των γονιών μου, που με είχαν στρέψει από μικρό στις τέχνες και στην έμφυτη μοναχικότητά μου, η οποία, παρόλο που είχα πολλούς φίλους, με οδηγούσε να ψάχνω και πέρα από την επιφάνεια.

Πηγή: peoplegreece.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα