Διέξοδος από τον λαβύρινθο

Νομίζω δεν θα μπορούσε τίποτε να είναι πιο επίκαιρο για τις υφιστάμενες κοινωνικές συνθήκες, από το σκωπτικό τραγούδι του Γιάννη Μηλιώκα που ξεκινά με τους χαρακτηριστικούς στίχους, «Είδα τον κόσμο να γκρεμίζεται μπροστά μου / είδα να γίνεται γιαπί η γειτονιά μου, για το καλό μου…». Και εξηγούμαστε. Ανεξάρτητα από τα επίσημα υγειονομικά πρωτόκολλα που έχουν καλώς ή κακώς εφαρμοστεί σε διεθνές και τοπικό επίπεδο (π.χ. οργανισμοί, φορείς, κράτη) με γνώμονα την προστασία της δημόσιας υγείας από τη διασπορά των μολύνσεων και

τα ποσοστά θνησιμότητας που συνεπάγεται η πανδημία του νέου κορωνοϊού (SARs-CoV-2), σε πολλές χώρες πέρα από την Κύπρο (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ελλάδα, Γερμανία, Αυστραλία), παρατηρούνται να διοργανώνονται μαζικές διαδηλώσεις κυριότερα έναντι της υποχρεωτικότητας των (υπερ)εθνικών εμβολιαστικών προγραμμάτων και απορρίπτοντας έμμεσα τη φιλοσοφία πολιτικής κηδεμόνευσης, όπως επικράτησε να εκφράζεται μέσα από πατερναλιστικές ρήτρες της νεωτερικής διοικητικής οντότητας του έθνους-κράτους.  Οι εκάστοτε μαζικές διαδηλώσεις, δεν είναι παρά δεδομένη απόρροια των διεθνών και τοπικών δικαιωμάτων (π.χ. Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, Εθνικά Συντάγματα) περί ανθρώπινης ελευθερίας (π.χ. ατομική ή συλλογική βούληση, προσωπική επιλογή, ανάληψη ίδιας ευθύνης), όπως γεννήθηκαν ως πολιτικές ιδέες και διαδόθηκαν ως πανανθρώπινες αξίες, μέσα από τον Αναγεννησιακό Διαφωτισμό (17ος-18ος αιώνας) και τη Γαλλική Επανάσταση (1789-1799), καταλύοντας οριστικά το απολυταρχικό σύστημα της προδημοκρατικής χωροδεσποτείας και των νομοκατεστημένων τάξεων.

Ότι παρατηρούνται τέτοιας φύσεως διαμαρτυρίες να συνοδεύονται από την άσκηση κοινωνικής βίας, η οποία «κινείται απειλητικά» έναντι στο δημόσιο ή και ιδιωτικό χώρο (π.χ. δημοσιογραφικοί οργανισμοί, κυβερνητικά κτήρια, εταιρικοί οργανισμοί, ανθρώπινες ζωές), έχει σαφώς τη δική του ξεχωριστή σημειολογία. Ας καταγραφεί πως οι διάφορες μορφές βίας (π.χ. κοινωνική, φυσική, λεκτική, ψυχολογική, σεξουαλική), χωροχρονικά παρατηρούνται σχεδόν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Συνιστούν βλαπτικό κοινωνικό φαινόμενο που αντιβαίνει σε κρατούντα ήθη, κανονιστικά πλαίσια, διαδεδομένες πολιτισμικές προδιαγραφές και κώδικες κοινωνικής δράσης. Στην περίπτωση των συντρεχόντων υγειονομικών συνθηκών -παρότι εν αμφιβόλω- πρόκειται για ένα μείγμα πρακτικής ενσάρκωσης συγκρουσιακών προσεγγίσεων, συνδυασμένων κοινωνικών προβλημάτων, βάσιμων ή αβάσιμων «θεωριών συνομωσίας», κοινωνικής φοβίας, όπου ετερόκλητοι φορείς (π.χ, πολιτειακές ή κρατικές αρχές, δημοσιογραφικοί, εταιρικοί ή θρησκευτικοί οργανισμοί), οι οποίοι διέπονται από συγκεκριμένες λειτουργίες ή φέρουν αρμοδιότητες, όντας υπόλογοι στο κοινωνικό σύνολο εκλαμβάνονται από κρίσιμες μάζες ανθρώπων σαν «θυροφύλακες» επιλεκτικής εισόδου - εξόδου πληροφοριών και άσκησης κοινωνικού ελέγχου, αντί ως πρεσβευτές της ετερόκλητης πολυφωνίας και των δημοκρατικών αρχών. Δεν είναι μυστικό και ούτε υπερβολή, πως η τοπική κοινωνία για πολλά χρόνια -αν κρίνουμε για παράδειγμα και από τα ποσοστά της αποχής σε πρόσφατες εκλογικές περιόδους- βρίσκεται επ’ αόριστο σε εκείνο που προσδιορίζεται ως «οριακή κατάσταση». Τούτο δεδομένου μάλιστα ότι ως οργανωμένη συλλογικότητα προσλαμβάνει να διενεργείται -κατά τον φιλοσοφικό όρο- «ηθικό έγκλημα» διαχρονικά εις βάρος της, χάριν διατήρησης μιας επιφαινόμενης «καλής βιτρίνας», ενόσω μπορεί να παραβιάζεται κατάφωρα και επανειλημμένα το περί δικαίου αίσθημα της κοινότητας (π.χ. πνευματική τρομοκρατία, κατά συρροή δημόσιες ατασθαλίες, ατιμωρησία ή αργοπορημένη απόδοση δικαιοσύνης, άδικα ή απάνθρωπα νομοθετήματα, παράκαμψη του δίκαιου της ανάγκης). Συνεπώς δεν είναι καθόλου περίεργο πως εμπειρικές διαχρονικές έρευνες και μελέτες που διεξάγονται ανά τον πλανήτη (π.χ. ΗΠΑ, Κολομβία, Νότιος Αφρική, Ταϊλάνδη, Γαλλία), καταδεικνύουν ότι η διακύμανση των ποσοστών άσκησης κοινωνικής βίας, οφείλονται ή συσχετίζονται με πολλαπλές και ετερόκλητες αιτίες, καθόσον (ανα)παράγονται ή γιγαντώνονται μέσα από υπάρχουσες κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις (π.χ. κοινωνική αστάθεια, εμφύλιος διχασμός, κοινωνικές ανισότητες, φυλετισμός και διακρίσεις, οργανωμένο οικονομικό έγκλημα, εμπόλεμες ζώνες, σχετική ή απόλυτη φτώχεια, ακραίες πολιτικές ιδεολογίες, επιτηδευμένες σκοπιμότητες και φανατισμός, ανεπαρκές εκπαιδευτικό υπόβαθρο, κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη, υπονόμευση του δημοκρατικού κεκτημένου). Κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες ανάφλεξης και εμπέδωσης κοινωνικής ανομίας, ενόσω δεν εισακούεται τουλάχιστον η διαφορετική προσέγγιση, όπως εκφράζεται από κάτω προς τα πάνω.

Ο Μάρσαλ Μακ Λούαν, κάποτε έγραψε πως «το μέσον είναι το μήνυμα» (the medium is the message). Η φράση του μάλλον επαληθεύεται, τόσο για τα παραδοσιακά (π.χ. τηλεόραση, ραδιόφωνο, έντυπος τύπος), όσο και για τα νέα μέσα επικοινωνίας (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιστοτόποι, υπηρεσίες ροής δεδομένων, έξυπνα τηλέφωνα), όπου πλέον με την τεχνολογική αλλαγή έχουν υπόβαθρο την κοινωνία της πληροφορίας, είτε την κοινωνία της γνώσης ως το επόμενο στάδιο που έχει κατακτηθεί από προηγμένα κράτη (π.χ. Ιαπωνία, Γαλλία, Σιγκαπούρη, Γερμανία, Νορβηγία). Στην πρώτη οι πληροφορίες αποτελούν επίκεντρο των κοινωνικών διεργασιών (π.χ. οικονομία βασισμένη στην παροχή υπηρεσιών, ψηφιακές κοινότητες χρηστών, συνεχής και μαζική ροή πληροφοριών) και των κοινωνικών σχέσεων (π.χ. δημιουργία, αρχειοθέτηση, διαχείριση, (ανα)μετάδοση), ενώ στη δεύτερη εξελίσσονται περαιτέρω σε επενδυτικές πηγές τεχνογνωσίας και τεχνοψηφιακού πολιτισμού (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, βιομηχανία ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ανάπτυξη κοινωνικού κεφαλαίου, θεσμική επιχειρηματικότητα, πολιτική στοχοθεσία και πρακτικές βάσει διεξαγόμενων κοινωνικών ή άλλων ερευνών, κρυπτοσυναλλαγματική οικονομία). Η κυπριακή κοινωνία -αν και σε πρώιμο στάδιο- μάλλον εντάσσεται στην πρώτη εκδοχή, όπου οι άνθρωποι ως δεδομένοι χρήστες τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ), επιδιώκουν να συστήνουν αποκεντρωμένα συλλογικά ή μεμονωμένα κανάλια ψηφιακών κοινοτήτων ή ψηφιακής πολιτότητας. Λαμβάνουν ενεργά μέρος δηλαδή, στη μεγεθυνόμενη πλανητική κουλτούρα του λεγόμενου «κυβερνοακτιβισμού» (π.χ. διαδικτυακή συμμετοχή, διοργάνωση και (ανα)παραγωγή συζητήσεων, σχολιασμών, αντιδράσεων, διαμαρτυριών, κοινωνικών ζυμώσεων), κάτι που διακρίνεται περισσότερο σε περιόδους κρίσεων όπως την παρούσα, ως απότοκο της καταστρατηγημένης θεσμικής εμπιστοσύνης που αισθάνονται ή σαν διέξοδο ώστε να μην υπόκεινται σε κανένα κεντρικό έλεγχο.

Χωρίς να προκαταλαμβάνεται οτιδήποτε, η πανδημία του νέου κορωνοϊού ίσως να εξελίσσεται -δυστυχώς- σε βαθύ πολιτισμικό τραύμα, που θα επηρεάσει «οριστικά και αμετάκλητα τη συλλογική μας ταυτότητα». Σε μακροκλίμακα διαφαίνεται μάλιστα, πως το «ιδιάζον ανάχωμα» που διαμορφώθηκε ιστορικά ανάμεσα στο ανολοκλήρωτο κυπριακό κράτος (π.χ. πρισματική πολιτειακότητα, διάρθρωση κυκλωμάτων κομματικού φατριασμού) και την κυπριακή κοινωνία που βρίσκεται να ιδιωτεύει όντας αμέτοχη στα κοινά (π.χ. μεταβολή του δημόσιου χώρου σε ιδιωτικό χώρο, απουσία εφαρμοσμένης ψηφιακής δημοκρατίας, καταστρατηγημένη θεσμική εμπιστοσύνη) θα επισύρει σοβαρές μακροπρόθεσμες ψυχοκοινωνικές, πολιτικές, ηθικοπλαστικές, πολιτισμικές, ανθρωπογεωγραφικές, οικονομικές ή άλλως πως επιπτώσεις, για το σύνολο της ταραγμένης κυπριακής κοινωνίας, που είναι ήδη συντεθλιμμένη από χρονίζοντα γενικά και ειδικά προβλήματα (π.χ. γεωπολιτική αβεβαιότητα και ανασφάλεια, διαιωνιζόμενο κυπριακό ζήτημα, διαφθορά και ευνοιοκρατία, επέκταση συνταξιοδότησης και εκποιήσεις, εξαντλητικά και υπαμειβόμενα ωράρια εργασίας, οικονομική ύφεση, ανεργία στους νέους, σχετική φτώχεια, σκληρά διεθνή και τοπικά υγειονομικά μέτρα, αποσπασματική δημόσια διοίκηση σε συνάρτηση με την έλλειψη εργονομικών και τεχνολογικά αναβαθμισμένων (υπο)δομών). Επιπτώσεις που μάλλον θα γίνονται εντονότερες, τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα, ενόσω διαβαίνουμε προς τον ορίζοντα του τέλους της υγειονομικής κρίσης, παρότι είναι ακόμη νωρίς. Σαφώς, το ιδανικότερο θα ήταν κατά καιρούς να συνάγονται δεδομένα μέσα από ευρείας κλίμακας κοινωνικές (τριγωνοποιημένες) έρευνες.

Έχοντας υπόψη τα κλασικά πεζογραφήματα «Θαυμαστός καινούριος κόσμος» (1932) και «1984» (1949) του Τζορτζ Όργουελ, μια παροιμιώδης ρήση που θυμάμαι από τον παππού μου, είναι πως «ο φόβος φέρνει κόλαση». Στην περίπτωση της υφιστάμενης πανδημίας, τοπικά και διεθνώς οδηγεί σε περισσότερες -ενίοτε και οργισμένες- αντιδράσεις κατά της όποιας μονομερούς πανάκειας απαλείφει το δικαίωμα της επιλογής. Αφ’ ενός, διότι όπως νοείται και από τον Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια», δεν μπορείς να επιθυμείς οτιδήποτε δεν γνωρίζεις, και αφ’ ετέρου, επειδή ιστορικά διδασκόμαστε πως ο κίνδυνος εδραίωσης συνθηκών ή καθεστώτων ολοκληρωτισμού (π.χ. Α’ και Β’ Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Ψυχρός Πόλεμος) ελλοχεύει πάντοτε όταν ευνοούνται. Πρακτικά όμως, η κοινωνική συνοχή (π.χ. συλλογική ταυτότητα με αρχές και αξίες, προοπτικές συνέργειας και κοινωνικών δεσμών, οργανωμένη ή ανοργάνωτη εθελοντική προσφορά) μπορεί να αναζητηθεί στη μακροπρόθεσμη επένδυση για ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου (π.χ. αύξηση κοινωνικής εμπιστοσύνης, δημιουργία ανοικτών κοινωνικών δικτύων, επιδίωξη τεχνολογικών, ενεργειακών, υγειονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών ή άλλως πως σχεδιασμών για διασφάλιση σύγχρονων πλάνων κοινοτικής ανάπτυξης). Αφετηρία για τούτο, θα είναι οπωσδήποτε η μετατόπιση των αντικείμενων σχέσεων κράτους - κοινωνίας, από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση (π.χ. ενεργός δυνατότητα συμμετοχής όλων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων με εφαρμογή της ψηφιακής δημοκρατίας για την αυτό-οργάνωση μιας ουσιαστικής κοινωνίας των πρότερων υπηκόων σε πολίτες, συρρίκνωση του αχαλίνωτου κρατισμού και διεύρυνση της όντως κοινωνικής πρόνοιας, κατασκευή μεγαλύτερων και επέκταση υγειονομικών ή άλλων ωφέλιμων (υπο)δομών), όπως συμβαίνει και σε άλλα κράτη (π.χ. Φινλανδία, Σουηδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία). Τούτη ίσως να είναι και μια ασφαλής διαδρομή, μια εναλλακτική διέξοδος από την πιθανότητα εγκλεισμού σε ένα σύγχρονο λαβύρινθο κοινωνικής εντροπίας.

Νεκτάριος Παρτασίδης,
Υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας,
Πανεπιστήμιο Κύπρου

Keywords
Τυχαία Θέματα