«Δικαιολογείται ο Μελανσόν να μην ταχθεί υπέρ του Μακρόν»

Μετά τον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδριών εκλογών, η στάση του υποψηφίου της ριζοσπαστικής αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν, που δεν θέλησε να ταχθεί –όπως έπραξαν αμέσως οι υπόλοιποι αποκλεισμένοι υποψήφιοι— υπέρ του κεντρώου διεκδικητή Εμμανουέλ Μακρόν ενάντια στην ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν, έχει προκαλέσει πολλές επικρίσεις. Τα μεγάλα γαλλικά, αλλά και ξένα μέσα ενημέρωσης, συνεχίζουν να αναφέρονται στην αμηχανία και στην απροσδιοριστία που δημιουργεί μία πιθανότητα εκτεταμένης αποχής των ψηφοφόρων του Μελανσόν από τον δεύτερο γύρο. Μία πιθανότητα

που ίσως αποβεί επωφελής για τη Λεπέν, αυξάνοντας αναλογικά τις πιθανότητές της να ξεπεράσει το ποσοστό (λιγότερο από 40%) που της πιστώνουν οι δημοσκοπήσεις και να διεκδικήσει την προεδρία.

Για τα παραδοσιακά γαλλικά μέσα ενημέρωσης, η στάση του Μελανσόν είναι κατακριτέα και είναι εμφανής η προσπάθειά τους να πείσουν τα 7 εκατ. ψηφοφόρους του να ταχθούν υπέρ του Μακρόν. Τόσο η σημερινή έκδοση της γαλλικής εφημερίδας Liberation όσο και της ισπανικής El Pais στέκονται ιδιαίτερα στον «διχασμό» και τις «αμφιβολίες» των ψηφοφόρων του Μελανσόν, ανάμεσα στην προοπτική της αποχής και στην αναγκαστική λύση της ψήφου υπέρ του Μακρόν. Το συμπέρασμα, όμως, παραμένει ότι η στάση του Μελανσόν δεν συμβάλλει στον αγώνα κατά της ανόδου της ακροδεξιάς. Ωστόσο, για τον γνωστό αρθρογράφο του ιταλικού περιοδικού και ιστοτόπου MicroMega Κάρλο Φορμέντι, η στάση του Μελανσόν θα πρέπει να θεωρηθεί υπό άλλο πρίσμα και καταθέτει τα επιχειρήματα που δικαιολογούν αυτή την επιλογή του Γάλλου αριστερού ηγέτη στο άρθρο του με τίτλο «Απολογία του Μελανσόν», το οποίο ακολουθεί:

«Γαλλία, οι αγορές ήδη γιορτάζουν για τον Μακρόν» (Il Corriere della Sera), «Οι αγορές ποντάρουν στον Μακρόν ” (il Sole 24 Ore), «Μετά τις εκλογές στη Γαλλία, η παραδοσιακή Ευρώπη αναπνέει με ανακούφιση» (The New York Times). Έτσι γιόρτασαν τα μεγάλα έντυπα, που σχετίζονται με τους οικονομικούς κύκλους, τον κίνδυνο που αποφεύχθηκε: έπειτα από την εκλογή του Τραμπ, το Brexit και το ιταλικό δημοψήφισμα, που απέρριψε τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Ματέο Ρέντσι (κι οδήγησε στην πτώση του), οι μεγάλες εφημερίδες γράφουν με αισιόδοξο πνεύμα πως η λαϊκιστική φρενίτιδα μοιάζει να έχει φθάσει το άκρον άωτόν της και να ξεκινά πλέον η κατιούσα της. Την ίδια στιγμή, μία νέα και δυναμική γενιά κεντρώων ηγετών (η αναλογία μεταξύ Μακρόν και Ρέντσι ήδη είναι του συρμού), μόλις αποτινάξουν από πάνω τους το βάρος των γηρασμένων και αναξιόπιστων πλέον παραδοσιακών κομμάτων —δεξιών τε και αριστερών— μοιάζουν να είναι ικανοί να αναχαιτίσουν τη λαϊκιστική πρόκληση. Στην ανασκόπηση που κάνουν όλοι της βιογραφίας του Μακρόν —πρώην τραπεζίτη και πρώην φιλοευρωπαίου και φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών, δεν κρύβεται ο ενθουσιασμός για το πρόσωπό του, που –συνθέτοντας εντός του όλες τις «αρετές» των ευρωπαϊκών ελίτ (πολιτικών και οικονομικών) που δεσπόζουν στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση— υπόσχεται ότι θα επιβάλει με θατσερική πυγμή τις μεταρρυθμίσεις που ο αδέξιος Ολάντ δεν κατάφερε να εφαρμόσει στον λαό του.

Είναι όμως δικαιολογημένος τούτος ο άκρατος ενθουσιασμός, ή έχει δίκιο η ισπανική εφημερίδα La Vanguardia, που έφερε τον τίτλο «Μακρόν: Η απατηλή νίκη που καθησυχάζει»; Μικρή σημασία έχει το ότι η Μαρίν Λεπέν δύσκολα θα ξεπεράσει το 40% στην αναμέτρηση απέναντι στον Μακρόν, γράφει ο Ισπανός αρθρογράφος, όχι μόνον γιατί το 40% θα αντιπροσωπεύει ένα μη αδιάφορο σύμπτωμα της απογοήτευσης των Γάλλων πολιτών απέναντι στις ευρωπαϊκές πολιτικές που καταρρακώνουν τις συνθήκες ζωής και εργασίας του, αλλά κυρίως διότι στον πρώτο γύρο καταγράφηκε μία σημαντική άνοδος του υποψηφίου της ριζοσπαστικής αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν, εις βάρος μάλιστα του σχεδόν τεθνεόντος Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ένα αποτέλεσμα το οποίο τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης της Ευρώπης προτίμησαν να προσπεράσουν, το οποίο έρχεται να προστεθεί στα άλλα 20% των διάφορων Podemos, Κίνημα των Πέντε Αστέρων και των Βρετανών Εργατικών (καίτοι το τελευταίο περιγράφεται ως ένα κόμμα προς εξαφάνιση, ενώ στην ουσία πρόκειται για ένα νέο κόμμα το οποίο, προκειμένου να επιστρέψει στην αρχική του καταγωγή, καλείται να πληρώσει το αναπόφευκτο τίμημα της ρήξης με τη ‘σαβούρα’ που του είχε συσσωρεύσει η περίοδος Μπλερ κι ο εσμός που είχε αναλάβει τον έλεγχό του).

Εν κατακλείδι: η αντιπολίτευση στις ευρωπαϊκές ολιγαρχίες δεν πρόκειται να συμπτυχθεί (επίσης διότι και οι αιτίες που την προκαλούν σε τελική ανάλυση αναμένεται κι εκείνες να επιδεινωθούν), καθώς είναι φανερό πως, εάν προστεθούν οι λαϊκισμοί εκ δεξιών και ευωνύμων, προκύπτει ένα ποσοστό λίγο κάτω του 50% των πολιτών της Γηραιάς Ηπείρου. Φυσικά, το σύνολο αυτό, για την αριστερή πτέρυγα των αντισυστημικών κινημάτων αποτελεί ένα πρόβλημα για την εικόνα τους, καθώς χρησιμοποιείται από την προπαγάνδα των ευρωπαϊκών ολιγαρχιών και των μέσων ενημέρωσης για να τροφοδοτήσουν τη «θεωρία των δύο άκρων», που πρέπει να καταπολεμηθεί για να ενισχυθεί η ιδέα της «δημοκρατίας» που οι ίδιες οι ελίτ και τα μέσα έχουν καταστρέψει. Αμέσως μετά τις γαλλικές εκλογές, έχουν υιοθετήσει παροξυστικούς τόνους. Από τον Ολάντ και τον Φιγιόν, στους Σοσιαλιστές, Γκωλικούς, και τα αξιολύπητα υπολείμματα του ’68, όπως ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ και η εφημερίδα Liberation, όλοι μαζί έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα για να υπερασπίσουν τη Δημοκρατία (όπερ το Χρηματιστήριο, τις τράπεζες, τους μεγαλομετόχους και τις ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες).

Για τον λόγο τούτο, θα πρέπει κανείς να εκτιμήσει την καθαρότητα του Μελανσόν να αρνηθεί να συντονισθεί με όλη αυτή την παράφωνη χορωδία, αρνούμενος να ταχθεί διαρρήδην με κάποιον από τους δύο τελικούς διεκδικητές της προεδρίας. Μία θέση που προσωπικά θεωρώ ορθότερη και πιο αποτελεσματική από εκείνην που είχε υιοθετήσει ο Μπέρνι Σάντερς στις περασμένες αμερικανικές εκλογές, όταν ηττηθείς στις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Δημοκρατικών είχε καλέσει τους υποστηρικτές του να ψηφίσουν στις εκλογές υπέρ της Χίλαρι Κλίντον. Τότε είχαμε τονίσει όλοι πως η καλύτερη λύση θα ήταν να προτείνει την αποχή και να εστιάσει τον αγώνα του στην οικοδόμηση μίας μελλοντικής εναλλακτικής πολιτικής απέναντι στους δύο εκπροσώπους του αμερικανικού κατεστημένου. Μου φαίνεται πως από την πλευρά του, ο Μελανσόν πήρε αυτό το μήνυμα: ότι ο στόχος για ένα σοσιαλιστικό και λαϊκιστικό κίνημα που θέλει να είναι πραγματικά ανταγωνιστικό, δεν είναι να προστατεύει το συστημα από τις επιθέσεις του δεξιού λαϊκισμού, αλλά να υποκλέψει από αυτόν τον δεξιό λαϊκισμό τη συναίνεση του πλήθους που είχε κατακτήσει μόνον εξαιτίας του αφοπλισμού και της παρακμής των παραδοσιακών κινημάτων της αριστεράς. Προς ώρας, παρατηρούμε τη δυνητική ύπαρξη ενός κοινωνικού μπλοκ που απορρίπτει τους κανόνες που επιτάσσει το σύστημα όχι μόνον σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία το δημοψήφισμα του περασμένου Δεκεμβρίου ή σε ένα άλλο επίπεδο, όπως στην περίπτωση των εργαζομενων της Alitalia που απέρριψαν την ατιμωτική συμφωνία που συνέταξαν η εταιρεία, η κυβέρνηση και τα συνδικάτα. Για να κατορθώσει αυτό το μπλοκ να μετατραπεί από δυνητικό σε πραγματικό, θα πρέπει να αρνηθεί τους συμβιβασμούς και τις επίπλαστες συμμαχίες και να συνεχίσει να πορεύεται ενάντια στο ρεύμα».

Πηγή: MicroMega / ΑΠΕ – ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα