Δικαίωση για το ΣΙΓΜΑ και τον Δημήτρη Μάμα 20 χρόνια μετά

Δικαίωση τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, για τον δημοσιογράφο Δημήτρη Μάμα και το κανάλι ΣΙΓΜΑ, για αγωγή εναντίον του για υπόθεση πριν 20 χρόνια. Η υπόθεση αφορούσε γνωστό μουσικοσυνθέτη σε σχέση με καταγγελίες νεαρών κοριτσιών για αδικήματα κατά των ηθών.

Ο Εφεσίβλητος, ο οποίος περιγράφεται στην πρωτόδικη Απόφαση ως μουσικοσυνθέτης γνωστός τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα,

συνελήφθη από την Αστυνομία στις 6/8/2001, προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου και προφυλακίστηκε από 7/8/2001 έως 11/8/2001 και από 11/8/2001 έως 17/8/2001, στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης η οποία αφορούσε τον ίδιο και ακόμη ένα πρόσωπο. Ακολούθως προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο τον καταδίκασε. Η καταδίκη του παραμερίστηκε από το Εφετείο στις 14/1/2003.

Ο Εφεσίβλητος με την αγωγή του εναντίον των Εφεσειόντων, που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, διεκδίκησε αποζημιώσεις προβάλλοντας ότι τα επίδικα δημοσιεύματα, στην φυσική και/ή συνηθισμένη τους σημασία, αποτελούσαν δυσφήμιση για τον ίδιο και ότι παραβίαζαν τα συνταγματικά του δικαιώματα.

Όπως αναφέρεται επίσης στην εν λόγω απόφαση, «με την υπό κρίση Έφεση (σ.σ αναφέρει η απόφαση Ανωτάτου - Πολιτική Έφεση Αρ. 349/2009 - ημερομηνίας 8 Ιουνίου 2021), μέσω συνολικά 18 Λόγων Έφεσης, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης Απόφασης, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του Εφεσίβλητου το ποσό των €130.000 ως αποζημιώσεις για δυσφήμιση, πλέον έξοδα.

Όπως προκύπτει μέσω των Λόγων Έφεσης (18), αμφισβητούνται πλείστες πτυχές της πρωτόδικης κρίσης. Επί της ουσίας προβάλλει ως καίριο ζήτημα το κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά για το πρόσωπο του Εφεσίβλητου.

Συναφές για τους σκοπούς εξέτασης του εν λόγω ζητήματος είναι και μια άλλη παράμετρος που εγέρθηκε, πάλι στο πλαίσιο των Λόγων Έφεσης και που αφορά το παράπονο των Εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε τα επίδικα δημοσιεύματα σωρευτικά αντί να εξετάσει κάθε δημοσίευμα ξεχωριστά. Όπως εν προκειμένω υποστηρίχθηκε, αν το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγιζε το θέμα με τον τρόπο που η πλευρά των Εφεσειόντων προκρίνει, ο μέσος λογικός αναγνώστης θα αντιλαμβάνετο νοήματα τα οποία δεν ήσαν δυσφημιστικά για τον Εφεσίβλητο και αποτελούσαν ειδήσεις που ενδιέφεραν το Κυπριακό κοινό».

«Προσεκτική ανάγνωση και μελέτη των επίδικων δημοσιευμάτων αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε, κυρίως, στην εξέταση των δημοσιευμάτων που είχαν προηγηθεί του δημοσιεύματος ημερ. 6/8/2001, ημερομηνία κατά την οποία γίνεται πλέον, για πρώτη φορά, ονομαστική αναφορά στον Εφεσίβλητο και σε ακόμη ένα πρόσωπο «που κατονομάζονται σαν δράστες» στην βάση γραπτών καταγγελιών εναντίον τους από ανήλικα κορίτσια. Είναι γεγονός ότι στα προηγηθέντα δημοσιεύματα απαντώνται οι λέξεις και οι φράσεις στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά, τις οποίες, όπως προκύπτει, έλαβε υπόψη του στο πλαίσιο της κατάληξης του περί ύπαρξης δυσφημιστικών δημοσιευμάτων. Πρόκειται για την χρήση των λέξεων και/ή φράσεων «παιδεραστία», «παιδεραστές», «κύκλωμα παιδεραστίας», σε συνάρτηση με την πρόσαψη κατηγορίας «κουκουλώματος» της υπόθεσης, τα οποία απαντώνται στα δημοσιεύματα ημερ. 2/8/2001 και 3/8/2001.

Χωρίς αμφιβολία, αυτές οι λέξεις και φράσεις ενέπιπταν στο πρώτο επίπεδο καταλογισμού (level of imputation) που αναφέρθηκε ανωτέρω, όπου, δηλαδή, μέσω αυτών των λέξεων και φράσεων το νόημα που αποδίδεται είναι αυτό της ενοχής σε σχέση με συγκεκριμένα αδικήματα.

Το ζήτημα, ωστόσο, που φαίνεται να είχε παραγνωριστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ότι κατά το στάδιο δημοσίευσης των εν λόγω δημοσιευμάτων δεν υπήρχε η απαιτούμενη σύνδεση με τον Εφεσίβλητο. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι μέσω της χρήσης των πιο πάνω λέξεων και φράσεων η ενοχή του Εφεσίβλητου ανεδύετο ως μόνη επιλογή με τη διάπραξη αδικήματος από αυτόν δεδομένη, δεν είναι ορθή. Στο πλαίσιο των δύο πρώτων δημοσιευμάτων, οι μόνες αναφορές που υπήρχαν ήταν ότι οι καταγγελίες στρέφονταν εναντίον «δύο προσώπων του καλλιτεχνικού χώρου», «δύο κυρίων του καλλιτεχνικού χώρου», δύο «εντιμότατων κυρίων» του καλλιτεχνικού χώρου και παρόμοιων παραλλαγών, χωρίς, σε εκείνο το στάδιο, τα πρόσωπα αυτά να κατονομάζονται.

Σίγουρα οι πιο πάνω αναφορές δεν ήταν αρκετές για να συνδέσουν, στον απαιτούμενο βαθμό, τον Εφεσίβλητο με ένα από τους «κυρίους» του καλλιτεχνικού χώρου εναντίον των οποίων προσάπτονταν κατηγορίες για εμπλοκή σε κύκλωμα παιδεραστίας, ακόμη και προσπάθεια παρέμβασης για σκοπούς κουκουλώματος της υπόθεσης», αναφέρεται σε άλλο μέρος της απόφασης.

Η λογική «δηλητήριο» και «αντίδοτο»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε όπως καταγράφει η εν λόγω απόφαση, και στον εν γένει τρόπο παρουσίασης των επίδικων δημοσιευμάτων με μουσική υπόκρουση, φωτογραφίες των υπόπτων, video με τραγουδίστριες και άλλα τα οποία έκρινε ότι καταδείκνυαν τον «απόλυτα τρωτό τρόπο παρουσίασης μιας είδησης έστω και κατόπιν καταγγελίας» και τη μετατροπή του, όπως χαρακτηριστικά, ανέφερε «σε είδος σεναρίου σαπουνόπερας». Δεν είναι ασυνήθιστο να παρατηρείται σε δημοσιεύματα τίτλοι και επικεφαλίδες ακόμη και φωτογραφίες που συχνά στοχεύουν να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη επισκιάζοντας κάποτε το ίδιο το κείμενο που ακολουθεί. Το κείμενο, όμως, της είδησης μπορεί να είναι το «αντίδοτο» το οποίο εξουδετερώνει ένα τίτλο ή μια επικεφαλίδα «δηλητήριο». Σε μια τέτοια περίπτωση ο μέσος λογικός αναγνώστης δεν θα σταματήσει σε ό,τι συνοδεύει ένα δημοσίευμα αλλά θα προχωρήσει να αναγνώσει το δημοσίευμα στο σύνολο του. Επιπλέον το πλαίσιο (context) είναι σημαντικό ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση που αφορά σε μια σειρά δημοσιευμάτων τα οποία εξετάζονται ως σύνολο.

«Το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού σε σχέση με ζήτημα τόσο σοβαρής μορφής δημόσιου ή γενικότερου ενδιαφέροντος, υπερίσχυε»

Καταληκτικά το Ανώτατο, αναφέρει στο τέλος της απόφασης:

«Εξετάζοντας λοιπόν τα επίδικα δημοσιεύματα στο σύνολο τους, ο μέσος συνηθισμένος άνθρωπος θα αντιλαμβανόταν ότι εναντίον του Εφεσίβλητου και ενός ακόμα προσώπου διερευνάτο σοβαρή ποινική υπόθεση στη βάση αριθμού γραπτών καταγγελιών που προέρχονταν από διάφορες κοπέλες και άλλων στοιχείων, τα οποία δημιουργούσαν εύλογη αιτία για την υποψία ότι ο Εφεσίβλητος και το άλλο πρόσωπο είχαν εμπλοκή στα υπό διερεύνηση σοβαρά ποινικά αδικήματα κατά των ηθών.

Λαμβάνοντας δε τα επίδικα δημοσιεύματα στο σύνολο τους, οι αναφορές σε «παιδεραστές», σε «κύκλωμα παιδεραστίας» και σε «πολύχρονη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων κοριτσιών», καθώς και σε προσπάθεια παρέμβασης «ώστε η υπόθεση να κουκουλωθεί», οι οποίες απαντώνται στα πρώτα δημοσιεύματα ημερ. 2/8/2001 και 3/8/2001, δεν διαφοροποιούσαν την έννοια αλλά και το νόημα των δημοσιευμάτων περί ύπαρξης εύλογης αιτίας να υποψιαστεί κάποιος ότι ο Εφεσίβλητος διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η έννοια, επομένως, που αποδίδουν τα επίδικα δημοσιεύματα εμπίπτει στο δεύτερο επίπεδο καταλογισμού (level of imputation) που καθιερώθηκε με βάση τη σχετική νομολογία στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω και όχι στο πρώτο επίπεδο, εφόσον δεν καταλογίζεται στον Εφεσίβλητο ότι είναι ένοχος σε ποινικά αδικήματα.

Υπό το φως των πιο πάνω, το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού σε σχέση με ζήτημα τόσο σοβαρής μορφής δημόσιου ή γενικότερου ενδιαφέροντος, υπερίσχυε».
 

Keywords
Τυχαία Θέματα